Guest, slideshow-2

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η «βία της εξουσίας»

kyriakos-mitsotakis-eu-flag

γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.

Συμπληρώνοντας ενάμιση περίπου χρόνο στην εξουσία, η τωρινή κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη δώσει αρκετά δείγματα των προθέσεών της και κρίνεται από τον ελληνικό λαό που την εξέλεξε τον Ιούλιο του 2019, στις βουλευτικές εκλογές. Συγκεκριμένα, ήδη από τους πρώτους μήνες που ήρθε στην εξουσία, έχει εμφανιστεί πλήθος κατηγοριών περί κρατικών αυθαιρεσιών, απρόκλητης άσκησης βίας εκ μέρους αστυνομικών σε πολίτες, καθώς και περί αυταρχικών απαγορεύσεων στη μετακίνηση των πολιτών.

Πρώτα ο Λάμπρος Γούλας, μέλος της συλλογικότητας «Ρουβίκωνας», έπειτα ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές και τώρα τελευταία το περιστατικό αναίτιου ξυλοδαρμού ενός πολίτη με γκλοπ από αστυνομικό, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Μάλιστα, μετά τη χθεσινή συγκέντρωση μερικών χιλιάδων πολιτών, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η λαϊκή αγανάκτηση έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της.

Θα είναι άραγε, όπως το έχουν πει χαρακτηριστικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη η πρώτη που θα «πέσει» μέσα από τα social media και τα android; Όχι, σε καμία περίπτωση. Αν δούμε τα πράγματα πιο ψύχραιμα και σφαιρικά, γρήγορα θα συνειδητοποιήσουμε ότι συμβαίνει μάλλον το αντίθετο και η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού με το μέρος της.

Αρχικά, οποιαδήποτε δημοσκόπηση μελετήσει κανείς, θα δει ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι μάλλον ικανοποιημένη τόσο από την αστυνόμευση, όσο και από το νομοσχέδιο αστυνομικής φύλαξης (δίχως όπλο) στα πανεπιστήμια. Επιπλέον, το 58,3% των πολιτών της χώρας αξιολογεί θετικά ή μάλλον θετικά τη διαχείριση των εμβολιασμών.  Το 64% των πολιτών δηλώνει υπέρ της φύλαξης των πανεπιστημίων από αστυνομικούς (μέσα σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται και κάτι παραπάνω από το 1/3 των ψηφοφόρων του κόμματος της αντιπολίτευσης). Σε ερώτηση του ποιος πολιτικός αρχηγός κρίνεται ως πιο κατάλληλος για να κυβερνήσει (βλ. την πρώτη πηγή), ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται πρώτος με διαφορά (39,9%), ενώ τον ακολουθεί ο «κανένας» (28,3%), για να έρθει μετά από αυτόν, στην τρίτη θέση, ο Αλέξης Τσίπρας (25,7%). 

Πώς εξηγείται αυτό; Απαντώ: το παράδοξο είναι μονάχα φαινομενικό. Η πλειονότητα των πολιτών της χώρας έχει συνειδητοποιήσει ότι ο Κ.Μ. απλώς αντιπροσωπεύει το μικρότερο κακό για τη χώρα, στη λογική «τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον». Με αυτή τη λογική, κρίνεται ως προτιμότερη επιλογή λόγω ορισμένων αλλαγών που πραγματοποιεί και οι οποίες αναμένονταν για δεκαετίες. Μια τέτοια αλλαγή αποτελεί η προστασία τις βίαιες ομάδες που δρουν εντός των πανεπιστημίων (οποιοσδήποτε έχει υπάρξει φοιτητής/τρια στην Αθήνα, καταλαβαίνει ακριβώς το εννοώ περί βίας, άσχετα με το αν την καταδικάζει ή την εγκρίνει λόγω πολιτικών προτιμήσεων), τα μέτρα προσωρινού ελέγχου της πανδημίας (που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό της χώρας μας ως «χώρα-πρότυπο»), μαζικών εμβολιασμών και η ρητή αναγνώριση των εθνικών μας παραδόσεων. Με λίγα λόγια, ο Κ.Μ. κερδίζει (τουλάχιστον προσωρινά) γιατί πρακτικά παίζει χωρίς σοβαρό αντίπαλο.

Τότε όμως πώς εξηγείται όλη αυτή η καταστολή και η αύξηση των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας;

Και εδώ η απάντηση είναι απλή: η πλειονότητα των πολιτών συνήθως δε διαδηλώνει. Όσοι διαδηλώνουν τακτικά και συνηθίζουν να συγκρούονται με τους αστυνομικούς (π.χ. στη συγκέντρωση στο κέντρο των Αθηνών υπέρ του Δημήτρη Κουφοντίνα), είναι κυρίως οι στρατευμένοι με σχήματα της Αριστεράς (εννοώ τη ριζοσπαστική και όχι τη σοσιαλδημοκρατία, που κατά κανόνα καταδικάζει τέτοιες πρακτικές σήμερα), από τα οποία και υποκινούνται.

Πρόκειται για οργανωμένες μειοψηφίες, μέσα στο μυαλό των οποίων έχει εδραιωθεί από καιρό η πάγια και εσφαλμένη πεποίθηση ότι, σε μια δημοκρατία, τη λαϊκή ετυμηγορία πρέπει να τη δώσει ο λαός «στον δρόμο», ανεξάρτητα από θεσμούς και νόμους. Εκφράζουν έτσι την παλιά δυσπιστία τους απέναντι στους θεσμούς του κράτους, υπονομεύοντάς τους στην πράξη με τακτικές που είναι ευρύτερα γνωστές ως δυαδική εξουσία.

Αυτός είναι ο κύριος λόγος που γίνονται τόσες συγκρούσεις στους δρόμους από το καλοκαίρι του 2019, ενώ επί των ημερών του Αλέξη Τσίπρα τέτοια φαινόμενα ήταν μάλλον σπάνια, παρόλο που οι παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων και του Συντάγματος ήταν πολύ πιο σοβαρές και θεμελιώδεις.

Ποιος έχει λησμονήσει, λόγου χάρη, τα χημικά με τα οποία οι δυνάμεις των ΜΑΤ ψέκαζαν τα πρόσωπα μικρών παιδιών, στα όντως πολυπληθή συλλαλητήρια για τη Μακεδονία (από τις λίγες περιπτώσεις των τελευταίων χρόνων όπου διαδήλωσαν και εκείνοι που συνήθως το αποφεύγουν), τις προληπτικές προσαγωγές πολιτών έξω από καφενεία, καθώς και τις δύο φορές που νόμοι της συγκεκριμένης κυβέρνησης κρίθηκαν από το ΣτΕ ως αντισυνταγματικοί (νομοσχέδιο Φίλη για την Παιδεία, νόμος για τις άδειες των τηλεοπτικών καναλιών).

Ποιος έχει λησμονήσει επίσης την υπογραφή της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών, ενός σοβαρού εθνικού ζητήματος, δίχως να ζητηθεί η γνώμη του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα (το οποίο παρεμπιπτόντως έγινε το 2015, αν και απαγορεύεται από το Σύνταγμα να γίνεται για οικονομικά θέματα); Μεγάλο μέρος των υποστηρικτών (ή έστω των ανεχόμενων) του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα, αντέδρασε εξαιρετικά ήπια όταν λάμβαναν χώρα όλα τα παραπάνω, αν κιόλας αντέδρασε καθόλου. Αντίθετα, αγανάκτησε με τον άδικο ξυλοδαρμό πολίτη από αστυνομικό, χωρίς να αναμένει το πόρισμα της ένορκης διοικητικής εξέτασης που θα αποδώσει ευθύνες (τελικά ο αστυνομικός βγήκε σε διαθεσιμότητα και αναμένονται άμεσες εξελίξεις), καλώντας σε συγκέντρωση 3.000 πολιτών στη Νέα Σμύρνη, εν μέσω πανδημίας (παρά τον πρωτοφανή ως τώρα αριθμό των 3.215 ημερησίων κρουσμάτων), με πανό που έγραφε «πονάω», κατά το “I can’t breathe” που προέβαλαν οι διαδηλωτές στη Μινεάπολη των Η.Π.Α., το περασμένο καλοκαίρι. Δυστυχώς, όπως και στα γεγονότα της Μινεάπολης, έτσι και εδώ το μόνο αποτέλεσμα αυτής της διαμαρτυρίας ήταν η αύξηση της βίας, με τον σοβαρό τραυματισμό τεσσάρων τουλάχιστον αστυνομικών.

Φυσικά, οι υποκινητές των επεισοδίων έχουν ως βάση τους τον ιδεολογικό μύθο της volonté générale του Rousseau, ότι ο λαός αποκλείεται να είναι κακός εκ προθέσεως και ότι το πολύ-πολύ να πράττει άσχημα από άγνοια. Γι’ αυτό κάθε πράξη βίας είτε χαρακτηρίζεται από αυτούς «προβοκάτσια της εξουσίας» είτε «δίκαιη λαϊκή αγανάκτηση ενάντια στη βία της εξουσίας» κ.λπ. Οι ίδιοι άνθρωποι δηλώνουν υπερασπιστές κάθε κοινωνικής ομάδας, πλην των αστυνομικών, τους οποίους χαρακτηρίζουν «μπάτσους» και αντιμετωπίζουν ως a priori κακούς και βίαιους.

Αναρωτιέται κανείς αν για πολλούς στόχος είναι η πρόκληση πολιτικών αναταραχών μέσω επανεμφάνισης φαινομένων βίας και βανδαλισμών, που είχαμε να δούμε από τον Δεκέμβρη του 2008. Μέχρι στιγμής πάντως, η αξιωματική αντιπολίτευση εξακολουθεί να ξεσπά σε μομφές, προκειμένου να συγκρατήσει το δημοσκοπικό της κατρακύλισμα. Μεταξύ άλλων, έφτασε να δημαγωγήσει με αφορμή τις κατηγορίες για τον Δημήτρη Λιγνάδη (παρόλο που στελέχη του γνώριζαν τον Λιγνάδη και ουδέποτε προέβησαν σε καταγγελία, ενώ ο νόμος που αναγνωρίζει ως νόμιμη τη σεξουαλική επαφή με άτομα δέκα πέντε ετών έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ), να παραπονείται για την αποφυλάκιση του Κορκονέα (άσχετα αν αυτή η αποφυλάκιση συνέβη λόγω των αλλαγών που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε), κραδαίνοντας επίσης την απειλή του «μπαμπούλα» του φασισμού και του χρυσαυγιστισμού (άσχετα αν η Χρυσή Αυγή συνελήφθη με στοιχεία επί Σαμαρά και καταδικάστηκε επί Μητσοτάκη, καθώς στο μεσοδιάστημα που κυβερνούσε ο Αλέξης Τσίπρας, αδυνατούσαν να βρουν αίθουσα για τη δίκη της αλλά και επωφελούνταν από την ψήφο της στη Βουλή). Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε μάλιστα να υπερασπιστεί ως δικαίωμα τη μεταφορά του καταδικασμένου τρομοκράτη Δημήτρη Κουφοντίνα, από τις φυλακές Δομοκού στον Κορυδαλλό (αίτημα που το δικαστήριο και κατόπιν το ΣτΕ απέρριψαν και το 69,8% των πολιτών ήταν αντίθετο), δηλώνοντας μάλιστα και ότι «ο λαός δεν τρομοκρατήθηκε από τη 17 Νοέμβρη».

Στο μεταξύ, διάφοροι αυτόκλητοι υπερασπιστές από όλο το φάσμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που στα 2018 υπενθύμιζαν ότι έχουμε δημοκρατία διότι μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα, σήμερα παρομοιάζουν την κατάσταση στην Ελλάδα με τη χιτλερική Γερμανία, προκαλώντας τόσο τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος όσο και την κοινή λογική.  Κατά τα άλλα, υπερασπιστές του Stalin, του Mao ή και του Fidel Castro, μιλάνε για «Χούντα» στην Ελλάδα του 2021 και ορισμένοι υποστηρικτές της παλιότερης απόπειρας εισβολής στο νομισματοκοπείο, διαδηλώνουν υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί (Ματθ. 23,13).

Ας σοβαρευτούμε όμως. Είναι αρκετά αμφίβολο αν κάποιο από τα άλλα κόμματα θα είχε καταφέρει ταχύτερα τον (έστω προσωρινό) περιορισμό της πανδημίας, τους μαζικούς εμβολιασμούς, την εκκένωση χρόνιων καταλήψεων στα Εξάρχεια, τις χιλιάδες επαναπροωθήσεις στον Έβρο και, τέλος, την εξυγίανση και τον εξευρωπαϊσμό των ελληνικών πανεπιστημίων. Δυστυχώς, αντίθετα με λίγες δεκαετίες πριν, πλέον δεν κατευθύνει την πρόοδο η Αριστερά αλλά η Δεξιά. Αντίθετα, η ριζοσπαστική Αριστερά απειλεί να φέρει για μια ακόμη φορά τον διχασμό και το χάος, προκειμένου να μην απολέσει τα παράλογα και αναχρονιστικά προνόμιά της (π.χ. ακαδημαϊκό άσυλο). Όσο για τη σοσιαλδημοκρατία, στέκεται καθηλωμένη και διαρκώς συρρικνούμενη μπροστά τις ιστορικές εξελίξεις.  

Πραγματικά, δε γνωρίζω αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επίγνωση της ιστορικής ευκαιρίας που του έχει προσφερθεί αυτή τη στιγμή, περίπου διακόσια χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους: μπορεί να πραγματοποιήσει δημοκρατικά βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις ή να υποχωρήσει αφήνοντας το μονοπώλιο λόγου και πράξεων σε αμφίβολης προέλευσης εξτρεμιστές. Είναι στο χέρι του αν θα επικρατήσει το ενωτικό σύνθημα «είμαι πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων» ή το διχαστικό «ξεμπερδεύουμε με το παλιό». Δεδομένης της όξυνσης των κοινωνικών συνθηκών (πανδημία, οικονομική κρίση, απειλές Τουρκίας, μεταναστευτικό), ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα γραφεί με μεγάλα γράμματα στα ιστορικά βιβλία του μέλλοντος ή απλώς θα καταλήξει να καταποντιστεί. Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, δεν υπάρχει χώρος για κάτι ενδιάμεσο.

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο
Ονομάζομαι Μύρων Ζαχαράκης, είμαι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στο αγαπημένο μου αντικείμενο, τη Φιλοσοφία. Με ενδιαφέρουν οι ανθρωπιστικές σπουδές γενικότερα και διαβάζω κάθε βιβλίο ή άρθρο που κερδίζει το ενδιαφέρον μου

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η «βία της εξουσίας»

γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης. Συμπληρώνοντας ενάμιση περίπου χρόνο στην εξουσία, η τωρινή κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη δώσει αρκετά δείγματα των

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο