Guest

Η κυρία Θάλεια

koulourakia-mpiskota-zymi

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.

Κοιτούσε το ποτήρι με τη ζεστή μαστίχα. Μια αρμαθιά από θύμησες καρφιτσωμένες πάνω του. Φύλλα και χτενισιές λουλουδιών που δεν παρέπεμπαν σε κάτι συγκεκριμένο και βλαστοί στριφογυριστοί, όλα σε χρώμα σκούρο μπλε, που αντιδιαστέλλονταν με τον λευκό πορσελάνινο καμβά. Μοτίβο βγαλμένο από τα παλιά, ανάγκαζε τον νου να γυρνά ξωπίσω στον χρόνο να συντονιστεί μαζί του, καθώς… εκείνος θα άρχιζε την αφήγηση.

Η κυρία Θάλεια η αρχόντισσα, κάθε εποχής αρχόντισσα, κοιτούσε πέρα, έξω από το παράθυρο, χωρίς να εστιάζει κάπου συγκεκριμένα. Θα μπορούσε να έχει και τα μάτια της κλειστά, αλλά επιζητούσε το φως της μέρας, να της θυμίζει ότι ο ήλιος εξακολουθεί να ξημερώνει για τους ανθρώπους, παρά τα λάθη τους. Ίσως ακόμη και … εξαιτίας τους, σαν σπλαχνικός πατέρας που γνωρίζει να συγχωρεί.

Καθόταν στην αγαπημένη της πολυθρόνα, χρόνια βαλμένη στην ίδια θέση.

Το μόνο που της άλλαζε ήταν το κάλυμμα, που το ταίριαζε ανάλογα με τις εποχές, να αισθάνεται και η πολυθρόνα, όπως και η ίδια αισθανόταν.

Στην ίδια θέση κάποτε καθόταν ο άντρας της, ένας υπέροχος άνθρωπος με ευγένεια και κύρος. Δυστυχώς για τους ζωντανούς όμως, εκείνος έφυγε νωρίς για άλλους κόσμους, άπιαστους στα κοσμικά μας μάτια.

Τον αγαπούσε με τον θαυμασμό της και του το έδειχνε κάθε στιγμή. Ήταν από τα ζευγάρια εκείνα –παλιάς κοπής- που ο ένας συμπλήρωνε αρμονικά τον άλλον, εκείνα που διέθεταν ως και τη ματιά τους μισιακή στη θέαση του κόσμου.

Αυτή τη ματιά συμπλήρωνε τώρα, η κυρία Θάλεια, εβδομηκοντούτις πλέον, θαλερή όμως και με αγάπη για τη ζωή. Δεν ήταν εκτός εποχής, αλλά να, έρχονταν στιγμές που αναπολούσε τα νιάτα της, τις ευλογημένες δυσκολίες τους και τα τόσα όνειρα, που συνωστίζονταν τότε στην … έξοδο, για το ποιό θα πρωτοβγεί, κάτι άλλωστε που συμβαίνει στα νεανικά μυαλά κάθε εποχής. Δεν είχε παράπονο. Τα πιο πολλά απ’ αυτά ευτύχησε να τα πραγματοποιήσει και ίσως και πολύ περισσότερα, αφού και τα όνειρα γεννούν άλλα όνειρα και ποτέ δεν ξεμένεις. Αρκεί να ανοίγεις τα μάτια κάθε μέρα και να εισπνέεις το … φως, όσο που περισσεύει των ματιών.

Είχε και δύο εγγόνια από την μοναχοκόρη της, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που κάθε φορά που έμπαιναν σπίτι, της αναπτέρωναν το ηθικό και της έδιναν ακόμη περισσότερη ώθηση για ζωή. Μάλιστα το αγόρι είχε και το όνομα του άντρα της και κάθε φορά που το άρθρωνε, μια αδιόρατη συγκίνηση χρωμάτιζε τη φωνή της.

Η κυρία Θάλεια είχε αποφοιτήσει από το τμήμα Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια είχε εργασθεί ως υπάλληλος στο υπουργείο πολιτισμού. Επίσης είχε και  το εφόδιο τής γλωσσομάθειας, αφού γνώριζε άπταιστα δύο γλώσσες εκτός της μητρικής της, που επίσης μεταχειριζόταν με σεβασμό και χάρη. Δεν ήταν και λίγα, ειδικά όταν αναφερόμαστε στην εποχή της νιότης της. Διόλου άδικα λοιπόν, ανέβηκε όλες τις βαθμίδες της υπηρεσίας της και όταν έφθασε η στιγμή της συνταξιοδότησής της, είχε προλάβει να γίνει ανώτατη διοικητική υπάλληλος. Νοσταλγούσε την υπηρεσία της, τους συναδέλφους της και ιδιαίτερα τον πρωινό της καφέ, τότε που όλα τα νέα φαίνονταν φρέσκα και η μέρα αφάγωτη.

Πολλές φορές έφερνε στο μυαλό της σκηνές από τις μικρές τρικυμίες που πέρασε, τις μικροπαραξηγήσεις και τα άγχη της δουλειάς και χαμογελούσε πλέον από απόσταση. Χωρίς αυτά τί θα έμενε άραγε να θυμόταν; Τελικά απ’ ό,τι φαίνεται η ζωή κάνει δικό της ταμείο, χώρια από εκείνο του νου μας και όταν φτάνει η ώρα, σπάει τον κουμπαρά της και μας … δίνει. Ο άντρας της –θυμάται- όταν κάποια φορά ψευτομάλωναν την προειδοποιούσε.

–Θάλεια μάζευε κι αυτά. Όταν κάποτε θα φύγω, θέλω να με θυμάσαι ως άνθρωπο και όχι σαν μαυσωλείο.

Το έλεγε και το εννοούσε, φιλοσοφημένος άνθρωπος ήταν. Εκείνη ωστόσο, πάντα έκανε πως θύμωνε, σαν να ήθελε να υποτάξει τη σκέψη της να μην σκέπτεται δυσάρεστα, ως τη στιγμή εκείνη, που εκείνος την εγκατέλειψε οριστικά και αμετάκλητα. Ήταν η στιγμή που θα ζούσε πια με τα δανεικά της μνήμης της. Ο κουμπαράς που ακούσια άνοιξε. Η κυρία Θάλεια, τρυφερά κράτησε τους οβολούς του και καλλώπισε και τους πιο σκοτεινούς από δαύτους. Έτσι πορευόταν με γλυκύτητα και αισιοδοξία και ένιωθε αληθινή αρχόντισσα. Δεν ήταν τα μεγάλα που θα έδινε στον κόσμο. Γι’ αυτά υπήρχαν αρκετοί «αυτόκλητοι σωτήρες». Της αρκούσε να δώσει τους ώριμους καρπούς μιας ζωής που υπηρέτησε και εξακολουθούσε να υπηρετεί με αξιοπρέπεια και τρυφερότητα. Ήταν τα κουλουράκια που θα έφτιαχνε για τα εγγόνια της. Το σπουδαιότατο έργο της. Όχι τα ίδια τα κουλουράκια, αλλά η ψυχή που αυτά κουβαλούσαν. Ήταν σίγουρη ότι αυτά τα κουλουράκια θα έκαναν τα εγγόνια της ανθρώπους καλύτερους αύριο.

Σηκώθηκε από την πολυθρόνα της, αφήνοντας πίσω τον χρόνο, που για λίγο κανάκεψε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα της. Αλεύρι, ζάχαρη, μαγιά, αυγά, ήταν όλα εκεί. Με αυτά φτιάχνεται ο κόσμος. Με την γλυκύτητα της γιαγιάς.

Ήταν αληθινή αρχόντισσα η κυρία Θάλεια.

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960.

Απόφοιτος της Μαθηματικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων

Μαθήτευσε στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα «Ιστορία Τέχνης»

Πρόσφατα εξέδωσε

Τη συλλογή διηγημάτων «Με τα μικρά τους ονόματα» εκδ. Γαβριηλίδης

Τις ποιητικές συλλογές «Τα χαϊκού της Παρασκευής», «Οδοιπόρες λέξεις», «190+1 χάικου», και «Ασύμμετρες Αναπνοές» εκδ. Γαβριηλίδης και «Θεάσεις», εκδ. Βακχικόν

και το θεατρικό έργο «Η Παράσταση»   εκδ. Δωδώνη

τα οποία μπορείτε να βρείτε εύκολα στα περισσότερα βιβλιοπωλεία, αλλά και μαζί με τον ίδιο στο Σύνταγμα, Βουλής 14

Η κυρία Θάλεια

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη. Κοιτούσε το ποτήρι με τη ζεστή μαστίχα. Μια αρμαθιά από θύμησες καρφιτσωμένες πάνω του. Φύλλα

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο