Σε αυτή την πορεία η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί κανόνες, να έχει συγκεκριμένες συμπεριφορές, να ελέγχεται από τις Βρυξέλλες, να αξιολογείται κατά θέμα και κατά περίπτωση όπως συμβαίνει με τις ετήσιες Εκθέσεις Προόδου. Αυτό το σενάριο μπήκε σε τροχιά με την Τελωνειακή Ένωση Τουρκίας – Ε.Ε. από την 1-1-1996. Άρα βρίσκεται σε μια κατεύθυνση, έχει διανύσει μια απόσταση. Η Κύπρος, αναλύοντας εις βάθος τις σχέσεις Άγκυρας – Λευκωσίας, έχει κάθε συμφέρον να υποστηρίξει τη δυτική πορεία της Τουρκίας κάτω από σαφείς όρους και προϋποθέσεις. Στην πολιτική λευκή επιταγή δεν υπάρχει, υποστήριξη άνευ όρων είναι μια απολίτικη προσέγγιση. Στο κέντρο αυτής της πολιτικής βρίσκεται η επίλυση του κυπριακού. Η ατέρμονη συζήτηση σχετικά με το Πρωτόκολλο δεν βοηθά, πιέζει ως μια αναφορά στο χθες αλλά δεν δίνει λύσεις. Συμμαχίες, κατανόηση και αλληλεγγύη βρίσκεις μόνο στην προσπάθεια για τη συνολική επίλυση. Συνεπώς η Λευκωσία έχει ειδικό ρόλο να διαδραματίσει στις συζητήσεις για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Χρειάζεται στρατηγική στόχευση, συστηματική δημόσια προβολή της, επικοινωνιακή υποστήριξή της, καθαρή συνεννόηση με τις Βρυξέλλες.
Η 1η Μαίου 2004 δημιουργεί το σημαντικότερο στρατηγικό πλεονέκτημα για την Κύπρο, ενώ η Τουρκία, από τις 3 Οκτωβρίου 2005, κάνει τα πρώτα ενταξιακά της βήματα
Αυτή είναι, σήμερα, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη συντηρητική διαχείριση του κυπριακού από εκείνη που επιδιώκει – μέσα σε ένα κλίμα από μεταβαλλόμενες εξελίξεις – να σταθεροποιήσει πλεονεκτήματα για τη λειτουργικότητα της λύσης μέσα σε ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης, όπως το νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον εισηγείται. Η δημόσια διπλωματία επιτρέπει στην Κύπρο να δουλέψει πάνω σε νέες μορφές προώθησης των διεκδικήσεών της. Η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής με νέους όρους ισχυροποιεί τα ερείσματά της στο διεθνές πεδίο αλλά και στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η συμμετοχή στην ΕΕ επιτρέπει την ανάπτυξη αυτής της νέας «διαπραγμάτευσης» του κυπριακού με αξιοποίηση κοινοτικών πολιτικών όπως λ.χ. η επεξεργασία ενός Συμφώνου Σταθερότητας που μπορεί να επεξεργαστεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη μακροοικονομική σταθερότητα της Κυπριακή Δημοκρατίας στην περίοδο της λύσης με ειδικές ρυθμίσεις από τα Ταμεία Συνοχής και τα Διαρθρωτικά Ταμεία και με σχετικές προβλέψεις στον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Οι κοινωνίες έχουν αλλάξει, ζούμε σε μια ανοικτή κοινωνία και συχνά τα ΜΜΕ καθορίζουν την ημερήσια διάταξη. Η εποχή της πληροφορίας βοηθά στην άμεση πληροφόρηση και οι πολίτες είναι σε θέση να αναζητήσουν και να αναλύσουν κάθε σημαντικό κείμενο ή θέμα. Ο δημόσιος διάλογος πάνω σε πτυχές της λύσης στις οποίες υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, οι συζητήσεις πάνω σε πτυχές της λύσης ανάμεσα στους ε/κ αλλά και ανάμεσα σε ε/κ και τ/κ βοηθά στη δημιουργία μιας κοινής γνώμης με στέρεη γνώση του πλαισίου μιας αποδεκτής συμφωνίας. Πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, οργανώσεις από το χώρο της κοινωνίας των πολιτών μπορούν να αναπτύξουν αυτό τον πολυφωνικό διάλογο. Η αντίληψη ότι το κυπριακό είναι αποκλειστικό θέμα μιας επόμενης συνάντησης κορυφής είναι μια στείρα αντίληψη για την ουσία του κυπριακού και αυτή αφορά την παραδοσιακή διαχείρησή του από μια σχολή σκέψης που παραμένει προσκολλημένη στα παλαιά πρότυπα.
Οι προσπάθειες για την επίλυση του κυπριακού χρειάζονται πολύ περισσότερη δραστηριότητα από τις κυπριακές πολιτικές, συνδικαλιστικές, πνευματικές δυνάμεις. Χρειάζονται πρωτοβουλίες με κυπριακό υλικό, με νέες ιδέες και δυναμική στραμμένη στο μέλλον. Η σημερινή συγκυρία με τις συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον τ/κ ηγέτη Μ. Ακιντζί, προσφέρει αυτή τη σημαντική δυνατότητα. Μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα δικά της χαρακτηριστικά με ειλικρινείς πρωτοβουλίες και με αυτοπεποίθηση που μας παρέχει η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ο πατέρας της ευρωπαϊκής ιδέας Ζαν Μονέ έδωσε και στην Κύπρο μια κατευθυντήρια σκέψη που αξίζει να την προσέξουμε: «Όταν ένα πρόβλημα σου φαίνεται άλυτο, άλλαξε το πλαίσιό του» (1974).