γράφει ο Δρ. Φώτης Χρήστου.
Ο πολιτισμός εκτός των άλλων συνιστά και τη μεθοδευμένη αντίδραση του ανθρώπου προκειμένου να μεταβάλει τον υφιστάμενο κόσμο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προσεγγίζει το δέον, το ανθρωπίνως φιλικό και το ιδανικό. Η συνεχής δηλαδή αμφισβήτηση του υφιστάμενου κόσμου και η αντίσταση σε ένα πραγματικό περιβάλλον συνιστά χωρίς αμφιβολία ρήξη με το υπαρκτό και ταυτόχρονα ανάπλαση της πραγματικότητας. Έτσι αναγορεύεται το όραμα ως μια υπερκείμενη οντότητα η οποία απαιτεί από τον ενεργό άνθρωπο να τροποποιήσει την ατομική και τη συλλογική ζωή και πρωτίστως τη φύση να αλλάξει τη φύση για να να ισορροπήσουν τα πράγματα με τα όνειρα που στην ουσία τα αξιολογούν και τα επηρεάζουν.
Από αυτή τη σκοπιά η ύπαρξη αποτελεί μία κίνηση και ένα βήμα από την αφή ως τη μετέωρη σύλληψη του ουρανού και του δημιουργικού κενού, το οποίο αποτελεί και τη βάση που θεμελιώνεται κάθε στερεή ουσία. Αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος, ως ξεχωριστή οντότητα και η κοινωνία ως συλλογικό πρόσωπο μιας πλειονότητας ανθρώπων που συνυπάρχουν, για να υποστεί οντολογικά χρειάζεται πρωτίστως τη φαντασία και το μέλλον γιατί έτσι ενεργοποιείται κάθε ζώσα ατομική και συλλογική δράση. Πράγματι το μείον είναι εκείνο σύμφωνα με τον Παρμενίδη που τίθεται ως αιτία αλλά και ως ευκαιρία για το συν+παν ώστε κάθε οντότητα να αποτελεί την αφετηρία της ζωής. Υπάρχουμε δηλαδή με την ευεργεσία που μας προσφέρει η ανυπαρξία του ονείρου και ενεργοποιούμε κάθε ανθρώπινη δύναμη που για την ανθρώπινη υπηρεσία της ζωοποιείται μέσα στην αντίσταση κάθε αμφισβήτησης.
Ο γενικός αυτός τύπος της εξελικτικής διαλεκτικής αποτυπώνεται ως εκδήλωση του φαινομένου της πατρίδας η οποία ως συλλογική ύπαρξη ενέχει πέρα από το κοινωνικό στοιχείο τον χαρακτήρα μιας υπερπροσωπικότητας που προεκτείνεται στο άτομο και προκύπτει από το πρόσωπό του. Πρόκειται κατά συνέπεια για μια ανολοκλήρωτη συλλογικότητα με βαθιά εθνικά και συναισθηματικά χαρακτηριστικά η οποία στην άρτια μορφή της τελειούται στο χώρο του οράματος. Πατρίδα δηλαδή είναι αυτό που είναι και ταυτόχρονα αυτό που επιθυμούμε να είναι η ιδιαίτερη κοινωνία μας. Έτσι η υπερπραγματική αλλά και πραγματική αυτή ουσία είναι όραμα και ως εκ τούτου συνθήκη και κατάσταση που ταυτίζεται με την ευθύνη. Επομένως στο ερώτημα πως θα ήθελε κανείς να είναι η πατρίδα η απάντηση σχετίζεται εν μέρει αλλά και στο σύνολό της με την πραγματικότητα και κατά προέκταση με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία σχετικού οράματος.
Στην ουσία η επιθυμία αναφέρεται κυρίως στην απουσία ή στην ενεργοποίηση της δυναμικής που προκαλεί την εξέλιξη και τη δημιουργία μιας πατρίδας που ενδέχεται περισσότερο να αγαπάμε. Ο συγκεκριμένος προβληματισμός οφείλεται κατεξοχήν στην κρίση και στην ωριμότητα μια συνείδησης η οποία υπερβαίνει την επικαιρότητα και επενδύει στο συναίσθημα και στην αγάπη του ανθρώπου για την πατριωτική ιδέα. Είναι στην προκειμένη περίπτωση η σκέψη για την πατρίδα, το συνολικό όνειρο για αυτό το συλλογικό μόρφωμα το οποίο στις μέρες βιώνεται μόνο ως παρούσα και ιστορική πραγματικότητα. Το έλλειμμα αυτό που εξαναγκάζει την πατρίδα να αποτελεί μόνο υλικό στοιχείο της επικαιρότητας ή ανάμνηση μιας τραγωδίας οφείλεται στη συνολική κρίση των ιδεών και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται σήμερα ο χρόνος.
Δυστυχώς η ιδεολογικοποίηση της ευημερίας δεν επιτρέπει τις σκέψεις που μεταθέτουν την ευδαιμονία στο μέλλον με το τίμημα που κάθε όνειρο συνεπάγεται. Προϊόν αυτής της ανίκανης για διαστολή θεώρησης του υπερτοπικού παράγοντα του έθνους είναι η εγκατάλειψη του πατριωτικού μέλλοντος και ταυτόχρονα η απόρριψη της θυσίας και η αντίδραση της εφήμερης απόλαυσης. Άρα το πως θα θέλαμε να είναι το μέλλον της πατρίδας μας με τον τρόπο που ζούμε καθίσταται ως όραμα χωρίς νόημα. Η συρρίκνωση αυτή της εθνικής φαντασίας και ο βίαιος περιορισμός των συνόρων της πατριωτικής ιδέας σε ένα έξαλλο καταναλωτικό παρόν οφείλεται σίγουρα στην ανικανότητα του σύγχρονου ανθρώπου να υπερβαίνει μιαν εικόνα για τον εαυτό του, την οποία δυστυχώς φαντάζεται ως συνάρτηση ενός συνόλου αναγκών και την αντιλαμβάνεται ως μέσο που του προσφέρει τη δυνατότητα να ερμηνεύεται με τα μέσα που χρησιμοποιεί το κοινωνικό του περιβάλλον.
Είναι γνωστό πως ο άνθρωπος καθορίζεται από τις ελλείψεις του χάριν των οποίων ενεργοποιείται και επεμβαίνει στον εσωτερικό και στον εξωτερικό κόσμο. Αυτό σημαίνει πως όσο περισσότερο το άτομο στην εποχή μας συμβατικά ολοκληρώνεται τόσο λιγότερες ευκαιρίες έχει πραγματικά να ολοκληρωθεί. Εξαιτίας αυτής της στρέβλωσης ο άνθρωπος της εποχής επιχειρεί με κριτήριο τον εαυτό του να αξιωθεί της τελειότητας και να αυτοχαρακτηριστεί ως ευτυχής. Έτσι εξηγείται και η ανατροπή του κανόνα της προσαρμογής σύμφωνα με τον οποίο το άτομο εξαναγκάζει την πραγματικότητα να προσαρμοστεί μόνο στα μέτρα του και να υπάρξει με τις διαστάσεις του. Με αυτόν τον τρόπο εγκαταλείπεται κάθε προσπάθεια της ρευστής αφομοίωσης και της δυναμικής εξοικείωσης του ατόμου με τον κόσμο στην οποία χωρίς να μένει το άτομο αμετάβλητο προσαρμόζεται σε μια πραγματικότητα που αναπροσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην αλλαγή.
Έτσι δικαιολογείται και το όνειρο το οποίο στην περίπτωση της πατρίδας ως σκοπούμενη βελτίωση εγκαταλείπεται επειδή ο άνθρωπος κατά αυθαίρετο τρόπο σήμερα αντιμετωπίζεται ως αμετακίνητη σταθερή ουσία σε αντίθεση με την πατρίδα που στην πράξη εκλαμβάνεται ως αναλώσιμη μονάδα. Η έλλειψη οράματος για την πατρίδα βεβαίως οφείλεται ακόμη και στην απουσία της γόνιμης αγωνίας αλλά και στη βαρύτητα της σύγχρονης αντίληψης για τη ζωή. Σε αυτήν την παθογένεια επίσης οδηγεί η κρίση κάθε αξιολόγησης που εκτείνεται σε ένα ενεργητικό επίπεδο διαφορών. Η αδυναμία αυτή μαζί με την ατολμία και τη συντηρητικότητα του σημερινού ανθρώπου έχει ως αποτέλεσμα την επιπεδοποίηση των κατηγοριών και την ηθική απραξία του.
Δεν ονειρεύεται για την πατρίδα δηλαδή ο άνθρωπος είτε επειδή αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που ζει ως όνειρο είτε επειδή συγχέει την ιστορική μνήμη με το αναμενόμενο. Ως αποτέλεσμα παραδίδεται στην απάθεια και εγκαταλείπει τη φαντασία από τον φόβο να μετατραπεί το εθνικό όνειρο σε εφιάλτη. Σε αυτή την περίπτωση η εγκατάλειψη του πατριωτικού οράματος οφείλεται στον μηχανισμό της άμυνας σύμφωνα με τον οποίο το άτομο δεν ονειρεύεται κάτι καλύτερο για τη πατρίδα επειδή αισθάνεται αδυναμία να ονειρευτεί και ανικανότητα να καταξιωθεί με το βάρος αυτής της γενναίας φαντασίας. Πολλές φορές όπως συμβαίνει σε μια μεγάλη κατηγορία ατόμων εγκαταλείπουν το προσωπικό όνειρο για την πατρίδα επειδή προσχωρούν σε μαζικότερα όνειρα που στηρίζουν, υπηρετούν και υπηρετούνται από αυτά τα ιδεώδη χρωματικές ομάδες με ιδιαίτερα συμφέροντα.
Στο ερώτημα γιατί δεν υπάρχουν όνειρα για την πατρίδα χωρεί ειδικότερα και το ερώτημα γιατί δεν υπάρχουν ποιοτικά όνειρα για το έθνος. Αυτό σημαίνει πως παρατηρείται σήμερα και η ύπαρξη ηχηρών ιδανικών και άλλων παρομοίων όπως λέει ο Καβάφης τα οποία δικαιολογούνται με την ίδια αιτιολογία της έλλειψης των ιδανικών για την πατρίδα. Είναι αλήθεια πως η πλειονότητα των πολιτών δυσκολεύεται να κάνει όνειρα για αυτό το ανώτατο εθνικό μόρφωμα γιατί στερείται των ερεθισμάτων και της κατάλληλης έμπνευσης για την πατρίδα. Δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή που η πραγματικότητα στερείται της φαντασίας και το όνειρο λεηλατείται από την πραγματικότητα. Αυτή η σύγχυση που εμπλέκει κατά τρόπο αντιθετικό το συναίσθημα, τη δύναμη, την ψυχή και την εμπειρία έχει ως αποτέλεσμα την υποταγή του ατόμου σε έναν εσωστρεφή ρεαλισμό που του στερεί την ανοδική όραση.
Έτσι δεν υπάρχει το ιδανικό άλλο της πατρίδας που προσφέρεται ως χρέος και το χειρότερο λείπει η ανεξάντλητη πατρίδα ως ανάγκη που απαιτεί πατριωτική καθαρότητα και διαχρονική αγωνιστικότητα από το άτομο. Συμβαίνει επίσης στην εποχή της κρίσης να αντιμετωπίζονται τα μισά ως ολόκληρα με αποτέλεσμα και το λίγο της επικαιρότητας που σχετίζεται με την πατρίδα να αντιμετωπίζεται χάριν του συμβιβασμού ως απόλυτο όλο. Κι αυτό γιατί αποτιμάται το δέον αυτό της πατρίδας με το κόστος που συνεπάγεται και ανυψώνεται το δίλημμα ρεαλισμός ή ιδεολογία ως ωφέλιμη και φρόνιμη πρακτική. Έτσι ερμηνεύεται γιατί στην εποχή μας η παρούσα γενεά εκταμιεύει για ίδιον όφελος κεφάλαια από το μέλλον με αποτέλεσμα μαζί με τις επόμενες γενεές, που είναι μέρος του ονείρου της πατρίδας, να καταστρέφονται και τα υλικά κεφάλαια που συνεπάγεται κάθε ιδεώδες αυτής της αξίας και να εκποιούνται πατριωτικές ιδέες για την εφήμερη απόλαυση.
Αυτός είναι ο λόγος που περισσότερο από κάθε άλλη φορά σήμερα χρειάζεται να προβληματιζόμαστε, να βιώνουμε το μέλλον της πατρίδας ως παρόν και να τοποθετούμε στη διαδικασία της διαχείρισης κάθε έννοια φιλοπατρίας το όνειρο για μια καλύτερη πατρίδα. Κι αυτό γιατί η μεγάλη ιδέα της εθνικής μας συλλογικότητας για να υπάρξει ως πραγματικότητα ως τέλεια πατρίδα αλλά και να τελεί σε ποιοτική εξέλιξη θα πρέπει να υπάρχει ως ιδεολογία που πάντα συνιστά το βέλτιον, το δέον και το όντως είναι κατά τον Πλάτωνα. Η πατρίδα άλλωστε υπερβαίνει το άτομο, ταυτίζεται μαζί του και ενυπάρχει ως σκοπός που τελικά νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.
Βιβλιογραφία:
Βερεμής Θ., Κιτρομηλίδης, Π. κ.α. 1997, Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στην νεότερη Ελλάδα, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
Βούρτσης, Ι., Μανακίδου, Ε. κ.ά., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό: Η Έννοια του Πολιτισμού , Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, τ. Α´ , ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.
Ιντζεσίλογλου Ν. 1999, «Περί κατασκευής συλλογικών ταυτοτήτων. Το παράδειγμα της εθνικής ταυτότητας», στο Κωνσταντόπουλος Χ., Μαράντου-Αλιφάντη, Λ, Γερμανός, Δ., κ.α., Εμείς και οι «Άλλοι»: Αναφορές στις τάσεις και τα σύμβολα, Τυπωθήτω, Αθήνα.
Μαράτου-Αλιφάντη Λ., Γαληνού Π. 1999, «Πολιτισμικές ταυτότητες: από το τοπικό στο παγκόσμιο;» στο Κωνσταντόπουλος, Χ., Μαράντου-Αλιφάντη, Λ, Γερμανός, Δ., κ.α., Εμείς και οι «Άλλοι»: Αναφορές στις τάσεις και τα σύμβολα, Τυπωθήτω, Αθήνα.
Πασχαλίδης Γ. 1999, «Η πολιτισμική ταυτότητα ως δικαίωμα και ως απειλή. Η διαλεκτική της ταυτότητας και η αμφιθυμία της κριτικής», στο Κωνσταντόπουλος Χ., Μαράντου- Αλιφάντη, Λ, Γερμανός, Δ., κ.α., Εμείς και οι «Άλλοι»: Αναφορές στις τάσεις και τα σύμβολα, Τυπωθήτω, Αθήνα.
Τσουκαλάς Κ. 1983, «Παράδοση και εκσυγχρονισμός: μερικά γενικότερα ερωτήματα», στο Τσαούσης, Δ. Γ., (επιμ.), Ελληνισμός και ελληνικότητα, Εστία, Αθήνα 42.