Φτιασιδώθηκες ξανά να πάρεις τους δρόμους,
να δείξεις την απατηλή ομορφιά σου.
Σε βλέμματα φιλόξενα και μη να μπερδευτείς,
να νιώσεις
Πιο πολύ από το φόβο σου,
από την έγνοια του να γίνεις αποδεκτή.
Με τα πολλά έφτασες στην πόρτα,
την κλειστή που σ’ έπνιγε και σε κρατούσε.
Δεν άντεξες να την ανοίξεις.
Θες από συνήθεια, θες από ατολμιά…
Κοίταξες από το μάτι
Με την ταραχή του ηδονοβλεψία
και είδες έξω, τον κόσμο και
απέστρεψες το βλέμμα σου
και κοίταξες ξανά,
πίσω στο δωμάτιο
και είδες να γερνάς
… χωρίς λόγο.
Για περισσότερα ποιήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ!