Guest

Η κατάσταση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και η δυναμική της σύγκρουσης Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν για την ευρύτερη περιοχή

γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.

Από τις 2 Απριλίου η διεθνής κοινότητα έχει γίνει μάρτυρας μιας ξαφνικής ανανέωσης των συγκρούσεων μέσα και γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, μιας περιοχής στο νότιο Καύκασο για την οποία ερείζουν εδώ και δεκαετίες το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία. Με δεδομένο ότι πολλοί θα δυσκολεύονταν να εντοπίσουν τις δύο χώρες στο χάρτη -πόσο μάλλον την αμφισβητούμενη περιοχή- δεν παραξενεύει το ότι τείνει να υποβαθμίζεται η δυναμική και βαρύτητα της σύγκρουσης, παρά το γεγονός ότι η περιοχή βρίσκεται στο σημείο συνάντησης δύο ηπείρων και δύο θαλασσών (Κασπία, Εύξεινος Πόντος), κατά συνέπεια αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο τόσο συναλλαγής όσο και σύγκρουσης. Στο πλαίσιο αυτό και κατά τρόπο που θυμίζει ίσως Βαλκάνια, ο Καύκασος έχει «ταλαιπωρηθεί» επανειλημμένα από τους ισχυρούς του γείτονες Ρωσία, Τουρκία και Ιράν, οι οποίοι εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στις περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις.

Παρότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές του ’90 σημάδεψε το τέλος μιας απομόνωσης δεκαετιών και επέτρεψε τη σύνδεση της περιοχής με τον έξω κόσμο, τα τρία κράτη της περιοχής (Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν) δυσκολεύονται ακόμη να προσαρμοστούν στις ταχέως μεταβαλλόμενες διεθνείς εξελίξεις, ενώ συχνά αλλάζουν τακτικές και συμμαχίες. Με δεδομένη τη γεωπολιτική σημασία της περιοχής, στη μεταψυχροπολεμική εποχή δεν άργησαν να «επανεμφανιστούν» παλιές αντιπαλότητες και συγκρούσεις, στο πλαίσιο της προσπάθειας των χωρών αυτών ή των γειτονικών τους να διατηρήσουν και διευρύνουν τα ερείσματά τους στην περιοχή. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας που αποσχίστηκαν από τη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008 με ρωσική επέμβαση, ενώ ιδιαίτερης έντασης ήταν και η σύγκρουση Αρμενίων και Αζέρων για τον έλεγχο του Ναγκόρνο Καραμπάχ από τα τέλη του ’80 και μέχρι τα μέσα του ’90, χωρίς να υπάρχει συμφωνία για το πολιτικό μέλλον της μέχρι σήμερα.

Το «μήλον της έριδος» μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν

Το πολιτικό καθεστώς του Καραμπάχ αποτελεί ίσως το σημαντικότερο από αυτά τα προβλήματα, καθώς εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, καθώς και την βελτίωση των παραδοσιακά παγωμένων σχέσεων Αρμενίας-Τουρκίας. Η απόφαση των δύο αυτών χωρών να κλείσουν τα σύνορά τους με την Αρμενία και η άρνηση της διεθνούς κοινότητας να αναγνωρίσει το Καραμπάχ ασκούν σημαντική πολιτική και οικονομική πίεση στο Ερεβάν για μια διευθέτηση, ενώ ο πετρελαϊκός πλούτος του Αζερμπαϊτζάν του έχει επιτρέψει να αναπτύξει και εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις του σε βαθμό ανησυχητικό για την Αρμενία. Από την άλλη, η Αρμενία απολαμβάνει της άμεσης στήριξης και συνδρομής της Ρωσίας, η οποία έχει δύο στρατιωτικές βάσεις στο εδαφός της και έχει εγγυηθεί τα δυτικά της σύνορα με την Τουρκία. Κατά συνέπεια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτή η περιφερειακή σύγκρουση μεταξύ δυο γεωγραφικά αποκλεισμένων χωρών (με δεδομένο ότι καμία τους δεν έχει πρόσβαση σε ανοιχτή θάλασσα) μπορεί να οδηγήσει άμεσα σε μια θερμή, διεθνή σύγκρουση, αν λάβουν άμεσα μέρος στη σύγκρουση στρατεύματα των γειτονικών χωρών. Κατά τρόπο αντίστοιχο των βαλκανικών συγκρούσεων, χαρακτηριστική είναι η διαφωνία μεταξύ των μερών ακόμη και για την απαρχή της σύγκρουσης.

Η αρμενική πλευρά θεωρεί πως το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν βρετανικά στρατεύματα κλήθηκαν να αντικαταστήσουν τα οθωμανικά που είχαν προελάσει στα μέσα του 1918 μέχρι το Μπακού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι Βρετανοί αναγνώρισαν ως νόμιμες τις αζερικές πολιτικές αρχές που είχαν ιδρυθεί στην περιοχή, παρά το γεγονός ότι αυτές δεν ασκούσαν αποτελεσματικό έλεγχο σε μεγάλο μέρος του Καραμπάχ και του Ζανγκεζούρ (νότια Αρμενία). Με δεδομένη την τάση των νεοσύστατων κρατών  του Καυκάσου να επεκταθούν εδαφικά, οι συγκρούσεις μεταξύ Αζέρων και Αρμενίων εντάθηκαν άμεσα, αλλά η σύγκρουση έχασε σύντομα το νόημά της όταν όλος ο νότιος Καύκασος τέθηκε υπό τον έλεγχο των Μπολσεβίκων (1920).

Κατά τα επόμενα δύο χρόνια, οι σοβιετικές αρχές διοίκησαν την περιοχή ως τμήμα της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, αλλά το 1923 το Υπουργείο Εθνοτήτων της Σοβιετικής Ένωσης αποφάσισε να αναγνωρίσει την εθνική και γλωσσική ιδιαιτερότητα της περιοχής και να της αποδώσει καθεστώς αυτονομίας, αν και στο πλαίσιο των θεσμών του Αζερμπαϊτζάν. Παρότι η απόφαση αυτή έγινε σιωπηρά αποδεκτή τότε, αρκετοί Αρμένιοι εκδηλώθηκαν επανειλημμένα κατά της συμπερίληψης στο Αζερμπαϊτζάν και υπέρ της ένωσης με την Αρμενία, πιέζοντας με διαδηλώσεις, επεισόδια, απεργίες και άλλες πολιτικές κινήσεις (1925, 1930, 1954, 1963, 1968 και 1988). Η δραστηριότητα αυτή εντάθηκε ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και έπειτα, σε βαθμό που οι αζερικές αρχές άρχισαν να ανησυχούν ότι σύντομα δεν θα μπορούσαν να διαχειριστούν το ζήτημα χωρίς την παρέμβαση της Μόσχας, ή την επέμβαση του Ερεβάν.

 

Από την ανεξαρτησία των δύο χωρών στην ένοπλη σύγκρουση

Οι φόβοι αυτοί του Μπακού σύντομα επαληθεύτηκαν, καθώς η οικονομική και πολιτική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης απελευθέρωσε τις επί χρόνια καταπιεζόμενες δυνάμεις του εθνικισμού. Στο πλαίσιο αυτό, πολλές σοβιετικές δημοκρατίες ζήτησαν την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας τους, ιδίως όσες είχαν κρατική υπόσταση πριν την επικράτηση των Μπολσεβίκων (κατά βάση οι Βαλτικές χώρες και αυτές του Καυκάσου). Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση της άλλοτε κραταιάς υπερδύναμης και η αντικατάστασή της από μια χαλαρή Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ), η οποία αδυνατούσε να εμποδίσει την επάνοδο στις εθνικές συγκρούσεις των αρχών του 20ου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, η διαμάχη Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για τον έλεγχο του Καραμπάχ έγινε και πάλι επίκαιρη, ενώ παράλληλα οι ηγεσίες των δύο χωρών υιοθέτησαν ακραίες θέσεις που δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν.

Πριν ακόμη διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση, την 1η Δεκεμβρίου 1989 το τοπικό σοβιέτ του Καραμπάχ εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο ζητούσε την «επανένωση της ΣΣΔ της Αρμενίας με το Ναγκόρνο Καραμπάχ», προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις του Μπακού και εντείνοντας τις πιέσεις προς τους αλλοεθνείς που βρίσκονταν στη «λάθος» χώρα. Ενώπιον της σθεναρής άρνησης του Μπακού να εξετάσει το ζήτημα, το Ναγκόρνο Καραμπάχ ανακήρυξε την ανεξαρτησία του από το Αζερμπαϊτζάν στις 2 Σεπτεμβρίου 1991, μόλις μερικές μέρες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Αζερμπαϊτζάν από τη Σοβιετική Ένωση (30 Αυγούστου). Η αζερική κυβέρνηση επιχείρησε να προλάβει περαιτέρω εξελίξεις ψηφίζοντας στα τέλη Νοεμβρίου νόμο που καταργούσε την αυτονομία του Καραμπάχ, αλλά οι ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν δεν είχαν συγκροτηθεί ακόμη, κατά συνέπεια ακόμα και η ίδια η ανεξαρτησία της χώρας ήταν πολιτικά και στρατιωτικά μετέωρη.

Ενώπιον της εμφανούς αδυναμίας του Μπακού να επιβληθεί πολιτικά και στρατιωτικά, η ηγεσία του Ναγκόρνο Καραμπάχ διεξήγε στις 10 Δεκεμβρίου 1991 δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, στο οποίο μετείχε το 82% του εκλογικού σώματος, το οποίο τάχθηκε με ποσοστό 99% υπέρ της απόσχισης. Την ανακοίνωση του αποτελέσματος ακολούθησαν οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των δύο πλευρών ήδη στα τέλη Δεκεμβρίου, ενώ στις 6 Ιανουαρίου 1992 το «κοινοβούλιο» του Καραμπάχ ανακήρυξε και επίσημα την ανεξαρτησία της περιοχής. Το Αζερμπαϊτζάν αρνήθηκε να δεχτεί τις εξελίξεις και επιχείρησε να απαντήσει στρατιωτικά, αλλά οι Αρμένιοι του Καραμπάχ κατάφεραν να θέσουν άμεσα υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής, ενώ μέχρι το Μάιο του 1992 κατέλαβαν τις στρατηγικής σημασίας πόλεις Laçin (Berdzor) και Şuşa, αποκτώντας ασφαλή επικοινωνία με την Αρμενία.

Οι αζερικές δυνάμεις επιχείρησαν αντεπίθεση τον Ιούνιο του 1992, αλλά σύντομα έχασαν πολλά από τα εδαφικά οφέλη τους, ενώ στις αρχές του 1993 οι Αρμένιοι κατέλαβαν το σύνολο των περιοχών μεταξύ Καραμπάχ και Αρμενίας, περιορίζοντας σημαντικά το μέτωπο και διευρύνοντας την μεταξύ τους επαφή. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την πτώση του Αζέρου προέδρου Abülfez Elçibey και πολιτική αστάθεια στο Αζερμπαϊτζάν, την οποία οι Αρμένιοι εκμεταλλεύτηκαν για να διευρύνουν περαιτέρω τον έλεγχό τους στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμενικές δυνάμεις κατέλαβαν μέσα στους επόμενους μήνες σημαντικό μέρος του νοτιοδυτικού Αζερμπαϊτζάν (μεταξύ των οποίων τις περιοχές Füzuli, Cebrayıl, Qubatlı και Zangilan) αργά και μεθοδευμένα, ώστε να δώσουν χρόνο στους Αζέρους πρόσφυγες να διαφύγουν προς τα ανατολικά ή προς το Ιράν.

Αναδιοργανωμένες υπό τον νέο πρόεδρο Heydar Aliyev, οι αζερικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν και πάλι στα τέλη του 1993, αλλά η προωθησή τους συγκρατήθηκε χάρη στη στήριξη του τακτικού αρμενικού στρατού. Ενώπιον ενός παρατεταμένου αδιεξόδου στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τα μέρη συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν επιβληθούν στην άλλη πλευρά, οπότε επεδίωξαν τη διευθέτηση μέσω συνομιλιών. Στο πλαίσιο αυτό και με ρωσική διαμεσολάβηση, εκπρόσωποι της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν και του Καραμπάχ συναντήθηκαν στο Μπίσκεκ του Κιργιστάν στις 5 Μαΐου 1994 και συμφώνησαν τον τερματισμό των συγκρούσεων, χωρίς να υπάρχει κατ’ αρχήν συμφωνία για το πολιτικό μέλλον της περιοχής.

 

Απολογισμός του πολέμου και αποτίμηση της de facto κατάστασης

Επιχειρώντας έναν πρώτο απολογισμό, ο πόλεμος δοκίμασε σκληρά τόσο τις δύο χώρες, όσο και την αποσχισθείσα οντότητα. Οι συνολικές απώλειες της αζερικής πλευράς εκτιμώνται σε 11-16.000 άνδρες και οι αρμενικές σε 4-6.000, ενώ οι τραυματίες υπερέβησαν τους 80.000 συνολικά και για τα δύο μέρη. Ως αποτέλεσμα της πολεμικής αναμέτρησης, περισσότερο από ένα εκατομμύριο άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους και έγιναν πρόσφυγες στη χώρα τους ή στο εξωτερικό, σε βαθμό που μπορεί να υποστηριχθεί ότι πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη εθνοκάθαρση στο εσωτερικό και των δύο χωρών. Συγκεκριμένα, το Αζερμπαϊτζάν φιλοξενεί έκτοτε περίπου 738.000 πρόσφυγες από την Αρμενία και εκτοπισθέντες από το Καραμπάχ, ενώ η Αρμενία φιλοξενεί αντίστοιχα 218.000 άτομα από το Αζερμπαϊτζάν και τις περιοχές του Καραμπάχ που αυτό ελέγχει. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών εξακολουθεί έως σήμερα να ζει σε στρατόπεδα προσφύγων και προσωρινές κατασκευές, υπό συνθήκες αβεβαιότητας για το εάν και πότε θα επιστρέψουν στις εστίες τους.[1]

 

Σε πολιτικό επίπεδο, η ανακωχή ευνόησε την παγίωση της de facto κατάστασης που διαμόρφωσε ο πόλεμος, δηλαδή τον απρόσκοπτο και αποτελεσματικό έλεγχο της περιοχής από τις αρμενικές αρχές του Καραμπάχ, ενώ παράλληλα εκκενώθηκε όλος ο αζερικός πληθυσμός του. Μεγάλο μέρος της περιοχής έχει κατοικηθεί έκτοτε από Αρμένιους παλιννοστούντες ή εποίκους, ενώ σημαντικά έργα υποδομής (δρόμοι, αποχετευτικό, άρδευση κτλ) λαμβάνουν χώρα με την οικονομική στήριξη της αρμενικής διασποράς. Από την άλλη, το Αζερμπαϊτζάν έχει καταφέρει να ανασχέσει την αναγνώριση του Καραμπάχ σε διεθνές επίπεδο και να αποτρέψει την παγίωση των τετελεσμένων σε βάρος του, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο για να αποκαταστήσει την πετρελαϊκή του βιομηχανία. Αξιοποιώντας έκτοτε τον πετρελαϊκό του πλούτο, έχει καταφέρει να αποκτήσει σημαντικούς οικονομικούς και πολιτικούς εταίρους, οι οποίοι μπορούν να πάρουν πρωτοβουλίες ή να επηρρεάσουν τις εξελίξεις υπέρ του.

 

Η διεθνής κοινότητα έχει άμεσο και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ομαλή διευθέτηση της σύγκρουσης, καθώς αυτή υπονομεύει την ευρύτερη ασφάλεια και σταθερότητα στο νότιο Καύκασο, αλλά και σημαντικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Δύσης στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, αρκετοί διεθνείς και περιφερειακοί φορείς (ΟΗΕ, ΟΑΣΕ, Ρωσία, ΗΠΑ, Τουρκία) έχουν επιχειρήσει να αναλάβουν μεσολαβητική δράση, αν και με περιορισμένη έως σήμερα επιτυχία. Παράλληλα, και με βάση την διεθνή πρακτική σε αντίστοιχες περιστάσεις (Κατάνγκα, Μπιάφρα, Κύπρος) η διεθνής κοινότητα θεωρεί την απόσχιση του Καραμπάχ παράνομη και νομικά άκυρη, ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει ζητήσει επανειλημμένα (με τα Ψηφίσματα 822, 853, 874 και 884) την αποχώρηση των αρμενικών δυνάμεων από το έδαφος του Αζερμπαϊτζάν και το σεβασμό της εδαφικής του ακεραιότητας.

 

Πόσο συμβατές είναι σήμερα οι θέσεις των μερών;

Με δεδομένο ότι οι επίσημες θέσεις των εμπλεκόμενων μερών εξακολουθούν να είναι αντιφατικές (π.χ το Καραμπάχ θεωρεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε πρόοδο στις συνομιλίες την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του, ενώ το Αζερμπαϊτζάν την αναγνώριση της εδαφικής του ακεραιότητας), θα ήταν ίσως σκόπιμο να αναζητήσει κανείς τα κίνητρα και κριτήρια της κάθε πλευράς πέρα από την «υψηλή πολιτική» και τις επίσημες ανακοινώσεις. Με βάση μια τέτοια ανάλυση, θα ήταν δυνατό να αντιληφθεί κανείς ότι προτεραιότητα του Αζερμπαϊτζάν στη σύγκρουση είναι η αναγνώριση της κυριαρχίας του στην περιοχή, χωρίς να έχει μεγάλη σημασία υπό ποιό ακριβώς διοικητικό καθεστώς θα γίνει αυτό δυνατό. Κατ’ αντιστοιχία, για την πολιτική ηγεσία του Καραμπάχ καίρια σημασία έχει η διατήρηση της ταυτότητας και της διοικητικής αυτοτέλειας της περιοχής, ενώ για την Αρμενία το κυριότερο ζήτημα είναι η ασφάλεια.[2]

 

Με βάση την ανάλυση αυτή, οι θέσεις των μερών δεν φαίνονται τελικά τόσο ασυμβίβαστες όσο οι προγραμματικές τους θέσεις και πολιτικές, και ενδεχομένως σε βάθος χρόνου ή στη βάση κάποιας συμφωνίας θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν και συμβιβαστούν κατά τρόπο βιώσιμο και αμοιβαία επωφελή. Η διαδικασία αυτή σίγουρα δεν είναι ούτε απλή, ούτε εξασφαλισμένη, ενώ έχει καίρια σημασία το ποιός, πότε και πώς ακριβώς θα την δρομολογήσει. Κατά τα πρώτα χρόνια μετά τη σύναψη της ανακωχής (1994), τόσο τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη όσο και οι τρίτοι εστίασαν περισσότερο στην εξασφάλιση της ειρήνης (peace keeping) και πολύ λιγότερο στην διευθέτηση του ζητήματος (peace making), πολιτική που οδήγησε στην απώλεια πολύτιμου χρόνου και διπλωματικού κεφαλαίου για χρόνια, υποσκάπτοντας σημαντικά την προοπτική επίτευξης μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης.

 

Η εντατικοποίηση της διεθνούς διαμεσολάβησης και τα αποτελέσματά της

Με δεδομένο ότι οι ηγέτες των δύο χωρών είχαν διακόψει για χρόνια κάθε επαφή και αρνούνταν ακόμη και να παραβρεθούν στον ίδιο χώρο, οι προσπάθειες των εκάστοτε μεσολαβητών ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικές, ενώ τα αποτελέσματα πενιχρά. Από τα τέλη του 2000 ωστόσο οι ΗΠΑ ανέλαβαν σειρά πρωτοβουλιών που αφορούσαν εντατικές συναντήσεις των ηγετών των δύο χωρών (Serj Sarkisian και Heydar Aliyev), με σκοπό τη σύναψη μιας ενδιάμεσης συμφωνίας (interim agreement) που θα σηματοδοτούσε την εξομάλυνση των σχέσεων και θα διευκόλυνε την εξεύρεση λύσης. Παρότι η αμερικανική αυτή πρωτοβουλία δεν είχε άμεσα αποτελέσματα, ενθάρρυνε τη Ρωσία να δείξει μια πιο μετριοπαθή στάση έναντι του Μπακού, πιέζοντας έτσι έμμεσα την αρμένικη πλευρά να κάνει περισσότερες παραχωρήσεις.

          Παρότι η πρόοδος έκτοτε υπήρξε αργή, οι επαφές συνεχίστηκαν και σταδιακά άρχισε να διαμορφώνεται ένα πλαίσιο γενικών αρχών, η βάση του οποίου τέθηκε από τη λεγόμενη «Ομάδα Μινσκ» του ΟΑΣΕ τον Απρίλιο του 2004, ενώ παρουσιάστηκε επίσημα στη Διάσκεψη του οργανισμού στη Μαδρίτη το Νοέμβριο του 2007. Με βάση το σχέδιο αυτό, οι κατευθυντήριες γραμμές μιας μελλοντικής συμφωνίας είναι η μη χρήση βίας, η αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής τους ακεραιότητας και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, θέσεις που τα μέρη δέχτηκαν ως βάση για περαιτέρω συζήτηση.

          Κατά το επόμενο διάστημα, η Ομάδα Μινσκ εκμεταλλεύτηκε τη θετική συγκυρία για να καταρτίσει ένα πλήρες σχέδιο λύσης, το οποίο προέβλεπε την «επιστροφή» των κατεχόμενων νομών του Αζερμπαϊτζάν και τη δημιουργία μεταβατικού καθεστώτος (interim status) για το Ναγκόρνο Καραμπάχ με διεθνείς εγγυήσεις για την ασφάλεια και αυτοκυβέρνηση στην περιοχή. Με βάση το ίδιο σχέδιο, θα δημιουργούνταν ένας «διάδρομος» επικοινωνίας του Καραμπάχ με την Αρμενία, ενώ ο τελικός καθορισμός του νομικού καθεστώτος του Καραμπάχ θα γινόταν με βάση μια «νομικά δεσμευτική έκφραση βούλησης» του πληθυσμού του, δηλαδή δημοψήφισμα. Αυτό θα λάμβανε χώρα μόνο αφού αποκτούσαν το δικαίωμα να επιστρέψουν στις εστίες τους όλοι οι πρόσφυγες και εκτοπισθέντες, ενώ προτεινόταν η εγκατάσταση διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης για την επιτήρηση της συμφωνίας.

 

H στάση των δύο χωρών και οι προοπτικές συμφωνίας

Το σχέδιο σχολιάστηκε θετικά από αρκετούς αναλυτές, αν και εκφράστηκαν αρκετές επιφυλάξεις για την εφαρμοσιμότητά του. Η αρμενική πλευρά δήλωσε ότι η αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για το Καραμπάχ αποτελεί «κόκκινη γραμμή» που το Ερεβάν δεν προτίθεται να διαβεί, ενώ η διασφάλιση ενός εδαφικού διαδρόμου μεταξύ του Καραμπάχ και της Αρμενίας είναι κομβικής σημασίας και θα πρέπει επίσης να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οποιασδήποτε διευθέτησης. Από τη στιγμή που το σχέδιο λύσης ικανοποιεί τις προϋποθέσεις αυτές, το Ερεβάν δήλωσε διατεθειμένο να διευθετήσει άμεσα όλα τα εκκρεμή ζητήματα, αν και τον τελευταίο λόγο για το πολιτικό τους μέλλον θα πρέπει να έχουν οι Αρμένιοι του Καραμπάχ.

          Από την άλλη, το Αζερμπαϊτζάν εξακολουθεί να αρνείται την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Καραμπάχ ή οποιαδήποτε διαδικασία που θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την απόσχισή του. Αντ’ αυτού, το Μπακού δηλώνει έτοιμο για οποιοδήποτε συμβιβασμό που θα αποκαθιστούσε την εδαφική του ακεραιότητα και θα διασφάλιζε το δικαίωμα επιστροφής όλων των εκτοπισθέντων στο Καραμπάχ. Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, οι πρόεδροι των δύο χωρών συμφώνησαν σε ένα σχέδιο απόσυρσης των αρμενικών δυνάμεων από τους επτά κατεχόμενους νομούς του Αζερμπαϊτζάν, εάν και όταν επιτευχθεί η τελική συμφωνία.[3] Πρόοδος φαίνεται επίσης να υπάρχει και στο φλέγον ζήτημα του «διαδρόμου», καθώς το Αζερμπαϊτζάν προσφέρθηκε να χτίσει ένα νέο δρόμο νότια του Laçin, ενώ η Αρμενία δέχτηκε να επιστρέψει όσο το δυνατόν περισσότερα αζερικά εδάφη, υπό την προϋπόθεση να της δοθεί μια λωρίδα εδάφους πλάτους 20-25 χιλιομέτρων που θα τη συνδέει με το Καραμπάχ.

          Μετά από δύο δεκαετίες σύγκρουσης, το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία φαίνεται να έχουν πλησιάσει αρκετά σε μια συμφωνία γενικών αρχών που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας τελικής συμφωνίας για το καθεστώς του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Το σημαντικότερο εμπόδιο παραμένει το μεταβατικό καθεστώς του Καραμπάχ, καθώς είναι εμφανής η βούληση των μερών να αποφύγουν συμφωνία για μια διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα τελικό καθεστώς διαφορετικό από αυτό που επιθυμεί η κοινή γνώμη. Οι ηγεσίες των δύο χωρών αντιμετωπίζουν αξιόλογες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση, ενώ η κοινή γνώμη φαίνεται να μην είναι επαρκώς προετοιμασμένη για μια διευθέτηση που θα αναπόφευκτα θα περιέχει στοιχεία συμβιβασμού.

          Στο πλαίσιο αυτό, οι δύο κυβερνήσεις θα πρέπει να βρουν άμεσα τρόπους να αποδυναμώσουν τον εθνικισμό και την προπαγάνδα του, ενώ η διεθνής κοινότητα οφείλει να διατηρήσει και επιταχύνει την δυναμική για επίλυση. Με δεδομένο ότι έχουν χαθεί αρκετές ευκαιρίες στο παρελθόν και η παράταση της εκκρεμότητας ενέχει τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε νέες συγκρούσεις με απρόβλεπτες εξελίξεις, προτεραιότητα οφείλει να παραμείνει η επίτευξη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης όσο το δυνατόν πιο άμεσα. Η κωλυσιεργία και η αδιαφορία ευνοούν την αστάθεια και τη σύγκρουση, και όσους φυσικά μπορεί να κερδίζουν από αυτή. Μια τέτοια προοπτική ωστόσο μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλεί σε όσους επιθυμούν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, όπως και σε αρκετές άλλες γειτονικές χώρες και περιοχές που δοκιμάστηκαν ή ακόμη δοκιμάζονται. Η Κύπρος, η Συρία και η Παλαιστίνη αποτελούν νομίζω αναπόφευκτα τους πρώτους τέτοιους συνειρμούς.

 


[1] Ιδίως στο Αζερμπαϊτζάν, η πολιτική ηγεσία απέφυγε να ενθαρρύνει την απασχόληση και την ενσωμάτωση

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές από το ίδιο πανεπιστήμιο. Έχει εργαστεί ως ερευνητής σε προγράμματα των Πανεπιστημίων Yale και Columbia των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και στο πρόγραμμα "Joint History Project" του Ιδρύματος για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη (CDRSEE). Το 2018 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με ερευνητικό αντικείμενο το Κρητικό Ζήτημα και την πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων (Τμήμα Ιστορίας & Πολιτικής Επιστήμης). Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η ιστορία και η πολιτική της Ελλάδας, της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου.



Η κατάσταση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και η δυναμική της σύγκρουσης Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν για την ευρύτερη περιοχή

γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.

Από τις 2 Απριλίου η διεθνής κοινότητα έχει γίνει μάρτυρας μιας ξαφνικής ανανέωσης των συγκρούσεων μέσα και γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, μιας περιοχής στο νότιο Καύκασο για την οποία ερείζουν εδώ και δεκαετίες το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία. Με δεδομένο ότι πολλοί θα δυσκολεύονταν να εντοπίσουν τις δύο χώρες στο χάρτη -πόσο μάλλον την αμφισβητούμενη περιοχή- δεν παραξενεύει το ότι τείνει να υποβαθμίζεται η δυναμική και βαρύτητα της σύγκρουσης, παρά το γεγονός ότι η περιοχή βρίσκεται στο σημείο συνάντησης δύο ηπείρων και δύο θαλασσών (Κασπία, Εύξεινος Πόντος),  κατά συνέπεια αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο τόσο συναλλαγής όσο και σύγκρουσης. Στο πλαίσιο αυτό και κατά τρόπο που θυμίζει ίσως Βαλκάνια, ο Καύκασος έχει «ταλαιπωρηθεί» επανειλημμένα από τους ισχυρούς του γείτονες Ρωσία, Τουρκία και Ιράν, οι οποίοι εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στις περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο