γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.
Αρκετά δημοφιλής στις μέρες μας είναι η γνωστή τηλεοπτική εκπομπή “Power of love”. Δεν ξέρω αν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες, μιας και οι περισσότεροι γνωρίζουν ή έστω έχουν ακούσει κάτι γι’ αυτό το δημοφιλές reality, στο οποίο έξι γυναίκες και άνδρες αναζητούν το κατάλληλο ταίρι, μέσα από τον τρόπο που μιλά και συμπεριφέρεται.
Αρχικά με παραξένεψε η συμπεριφορά της παρουσιάστριας: επενέβαινε στις προσωπικές διαμάχες των παικτών, έκανε προσωπικές ερωτήσεις, ενώ δε δίσταζε να τους επιτιμήσει όπως επιτιμούν οι δάσκαλοι τα παιδιά, πράγμα αντίθετο με το γενικά χαβαλεδιάρικο ύφος της εκπομπής. Παρατηρώντας τη, δε μπορώ να μη φέρω στο νου μου όσα διάβαζα στο σχετικά πρόσφατο βιβλίο του νοτιοκορεάτη διανοητή Byung-Chul Han, Η κοινωνία της διαφάνειας. Κεντρικός ισχυρισμός του βιβλίου, είναι ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η έννοια του «κρυφού» έχει αρχίσει να εκλείπει.
Πρόκειται για μιαν εποχή που καταπνίγει τη φαντασία και αποκαλύπτει ακόμη και όσα θα έπρεπε να παραμείνουν κρυφά: το ανθρώπινο σώμα εκτίθεται και επιδεικνύεται όλο και περισσότερο, τα social media (πχ Facebook, Instagram) αποκαλύπτουν ορισμένες πτυχές της καθημερινότητάς μας, που διαφορετικά θα ήταν απίθανο ένας απλά γνωστός να γνωρίζει, όπως ας πούμε τι χρώμα πυτζάμες φοράμε πριν πέσουμε για ύπνο, πως ακριβώς είναι το δωμάτιό μας ή την καθημερινή μας ρουτίνα. Παρεμπιπτόντως, η γενιά των σημερινών εφήβων (“Generation Z”, όπως την αποκαλούν), είναι η πρώτη γενιά που δεν έχει μνήμες από τον προδιαδικτυακό κόσμο. Όπως αναφέρεται στο περιοδικό Κ της Καθημερινής («Έφηβοι στην πρίζα», 27.1.19), η έρευνα “Monitoring the Future” (MTF), που βρίσκεται σ’ εφαρμογή εδώ και δεκαετίες, πιστοποιεί την αυξανόμενη εσωστρέφεια και μοναξιά των σημερινών εφήβων. Τα άτομα ηλικίας 15 έως 24 ετών περνούν τέσσερεις ώρες στο κινητό τους ημερησίως, σύμφωνα με μια βρετανική έρευνα (“A decade of Digital Dependency”). Η λέξη «νομοφοβία» (nomophobia: ακρωνύμιο του “no mobile phone phobia”), κατασκευασμένη από έναν ταχυδρομικό υπάλληλο, τον Patrick O’ Neil, περιγράφει το άγχος που προκαλεί η έλλειψη του κινητού και η λέξη “Fomo” (“fear of missing out”) προσδιορίζει τη φοβία μήπως χάσουμε τις εξελίξεις της επικαιρότητας, αν αποσυνδεθούμε.
Ούτε η πολιτική δεν ξεφεύγει από αυτή τη φετιχοποίηση της διαφάνειας, που καταλύει την ιεραρχική δομή, τη μυστικότητα και τη στρατηγική και τις αντικαθιστά με τη σκηνοθεσία. Πραγματικά, ο σύγχρονος πολιτικός είναι ένας σκηνοθέτης, που ρυθμίζει την εικόνα του προσεκτικά και δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να πει συνειδητά και σταθερά στους ψηφοφόρους του ότι προσωπική του ζωή δεν τους αφορά. Οι άνθρωποι σήμερα ενδιαφέρονται για τους θεσμούς, στο βαθμό που αυτοί αντανακλούν τα προσωπικά χαρακτηριστικά των φορέων τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, η απόκρυψη της προσωπικής ζωής ενός ηγέτη, θα ισοδυναμούσε με την πολιτική του αυτοκτονία.
Εδώ θυμάμαι τον Richard Sennett, στον οποίο στηρίζεται ο Han, και ο οποίος επισημαίνει ότι η σταδιακή υποχώρηση του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού στις δυτικές κοινωνίες, οδηγεί τα άτομα σε ατομικισμό και απομόνωση, λειτουργώντας τελικά ως μια τυραννία του εγωισμού και των προσωπικών συναισθημάτων. Αυτός ο ναρκισσισμός είναι που οδηγεί τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες σε ό,τι ο συγγραφέας ονομάζει «τυραννία της οικειότητας». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ως «οικειότητα» ορίζεται η απόπειρα επίλυσης του δημοσίου προβλήματος μέσω της κατάργησης του ίδιου του δημοσίου και τη μετατόπιση του βάρους προς την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Η συγκεκριμένη οικειότητα καταλήγει να είναι τυραννική, διότι παρεμποδίζει την κοινωνική συναναστροφή των ανθρώπων: μέσω της συνεχούς αναζήτησης και αποκάλυψης προσωπικών πληροφοριών, οι άνθρωποι τείνουν να πλησιάζουν μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό που να βλάπτονται οι σχέσεις τους, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κατάργησης των αποστάσεων. Οι άνθρωποι σήμερα ζουν σε κοινότητα, όχι όμως στην αγνή και αυθεντική κοινότητα που οραματιζόταν ο Rousseau και άλλοι διανοούμενοι, αλλά σε μια «καταστροφική Gemeinschaft» όπου οι άνθρωποι κλείνονται σαν σε γκέτο και θεωρούν απάνθρωπο καθετί που δεν ανήκει εκεί, τονίζει ο Sennett. Με λίγα λόγια, οι δυτικές κοινωνίες έχασαν ένα απαραίτητο στοιχείο για την ομαλή κοινωνική ζωή: τον δημόσιο χώρο. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν υποφέρει από απομόνωση και αποξένωση, όπως συχνά λέγεται, αλλά από καταναγκαστικό δεσμό και εγγύτητα, που τον υποβάλλει διαρκώς σε δοκιμασία, επιμένει ο Sennett και ο Han φαίνεται να συμφωνεί. Η ζωή που ζει ένας σύγχρονος και συνηθισμένος άνθρωπος είναι κατά κάποιον τρόπο «πορνογραφική», ισχυρίζεται ο Han. Η τυραννία της οικειότητας, λέει, ξεγυμνώνει, ψυχολογικοποιεί και προσωποποιεί τα πάντα.
Γιατί συνέβη αυτό; Ο Sennett ανιχνεύει τις ρίζες αυτής της μεταβολής στις μεγαλουπόλεις του Λονδίνου και του Παρισιού, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, ορίζοντας ως κύρια αίτια τη διττή σχέση του βιομηχανικού καπιταλισμού με τη ζωή στις μεγαλουπόλεις, την επανερμηνεία του ξένου και του αγνώστου λόγω της αποθρησκειοποίησης, καθώς και τη φύση της δημόσιας ζωής κατά τον 18ο αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει, ήδη από τον 17ο αιώνα, η έννοια του «δημοσίου» άρχισε να αποκτά τη σημερινή της σημασία, ως το σύνολο όλων των σχέσεων των ανθρώπων με τους μη οικείους τους. Η δημόσια συμπεριφορά στα καφενεία και τις πλατείες, το ντύσιμο που πρόδιδε με ακρίβεια την κοινωνική τάξη του ενδεδυμένου, αλλά και η τέχνη, η οποία θεωρούνταν απεικόνιση της πραγματικής ζωής (πχ αν μια αριστοκράτισσα υποδυόταν την υπηρέτρια στο θέατρο ή το αντίστροφο, το κοινό ξεσπούσε σε αυθόρμητη αποδοκιμασία για την αντιστροφή των ρόλων). Αν δύο ξένοι συναντιόνταν σε κάποιον δρόμο του Λονδίνου ή του Παρισιού, μπορούσαν να ανοίξουν συζήτηση χωρίς να παραβιάσουν τους κοινωνικούς τύπους. Για την ομαλή κοινωνικοποίηση είναι αναγκαίο να υπάρχει μια δεδομένη απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους. Η οικειότητα καταστρέφει την κοινωνικότητα, δηλώνει ο Sennett και συμφωνεί ο Han.
Εκτός από «κοινωνία του θεάματος» και «εποχή της εικόνας», όπως την έχουν χαρακτηρίσει, η περίοδος που ζούμε αποτελεί επίσης μια εποχή της διαφάνειας, όπου όλα έρχονται στο φως και τίποτε δεν παραμένει κρυφό για πολύ. Όταν έγραφε ο Sennett βέβαια, δεν υπήρχε ακόμη Facebook, Instagram και Twitter. Και παρά τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματά τους (ενημέρωση, ψυχαγωγία, διατήρηση επαφών) φαίνεται πως για τη μεγάλη μάζα ανθρώπων κατευθύνονται προς ένα αποτέλεσμα: την ενίσχυση του ναρκισσισμού. Δεν είναι τυχαίο που σημειώνεται μια αύξηση της δημοφιλίας του Instagram σε βάρος των άλλων. Όσο για τα reality, χρόνια τώρα στη ζωή μας, φαίνεται πως ήρθαν για να μείνουν. Είναι ο χώρος όπου η διαφάνεια και η οικειότητα φαίνονται περισσότερο.