Η «γηραιά ήπειρος» μετεξελίσσεται, με τούς ρυθμούς που επιτρέπουν ή επιβάλλουν οι ιστορικές συνθήκες, σε μια μορφή ομοσπονδιακής Ευρώπης, προκειμένου να επιβιώσει στο πολλαπλά ανταγωνιστικό περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Προχωρεί όμως πάνω στη βάση ενός ευρύτατου και ισχυρότατου οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού κεκτημένου, που συνιστά το «παρελθόν» της σύντομης Ιστορίας της.
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: τελικά «τι Ευρώπη θέλουμε;».
Θέλουμε μια Ευρώπη Ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες, στα αιτήματα και στα οράματα όλων των πολιτών της, με γρήγορα και αποφασιστικά ανακλαστικά ή μια Ευρώπη αγκυλωμένη στις αδυναμίες των εθνικών κρατών και εν τέλει αγκυλωμένη στις εθνικές πολιτικές των ισχυρών χωρών-μελών της;
Θέλουμε μια Ευρώπη με «στιβαρά» θεσμικά όργανα με διευρυμένες αρμοδιότητες ή μια Ευρώπη δύο ή πολλών ταχυτήτων;
Αυτό το δίλημμα της τεράστιας πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής ασάφειας, βιώνουμε σήμερα. Αποδείχθηκε δε πρόσφατα πάνω σε δύο κορυφαία διεθνή ζητήματα, τα οποία ανέδειξαν τις αδυναμίες του Ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος.
Πρόσφατα, με αφορμή την επικείμενη καταστροφή, με την μέθοδο της υδρόλυσης, των χημικών όπλων της Συρίας, στην λεκάνη της Μεσογείου, η ευρωπαϊκή διπλωματία φάνηκε να παρατηρεί άπρακτη αυτή την εξόχως επικίνδυνη, και με πολλές σκοτεινές πτυχές, εξέλιξη, αρκούμενη σε αφελείς καθησυχαστικές ανακοινώσεις. Η ευρωπαϊκή διπλωματία επέδειξε μια φοβική και άβουλη πολιτική, της οποίας όμως οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές.
Η κρίση στην Ουκρανία θα πρέπει να μας διδάξει πολλά για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ευρωπαϊκή διπλωματία από την αρχή της κρίσης φάνηκε εγκλωβισμένη στα εθνικά συμφέροντα των ισχυρών παικτών της Ευρώπης. Η Ευρώπη στην πρώτη τουλάχιστο φάση, λειτούργησε περισσότερο ως μια περιορισμένη διακρατική ομάδα παρά ως μια ενιαία, θεσμικά εκφραζόμενη, Δύναμη. Αν και η κατάσταση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, είναι σαφές ότι η Ευρώπη (τεράστια συμφέροντα της οποίας διακυβεύονται) θα είναι τόσο περισσότερο αποτελεσματική στην προστασία αυτών των συμφερόντων της, όσο σαφέστερα και ισχυρότερα θα εκφράζεται στην πράξη, η ενότητά της.
Δεν φαίνεται βέβαια ότι το μεγάλο άλμα προς μια προωθημένη μορφή πραγματικής πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, είναι πιθανό να γίνει στο πολύ προσεχές μέλλον. Πρέπει όμως να ενισχύσουμε την επικοινωνία, την αλληλοκατανόηση και τον αλληλοσεβασμό μεταξύ των Κρατών και των Ευρωπαϊκών θεσμών και κυρίως μεταξύ αυτών των Θεσμών και των ευρωπαίων πολιτών. Η οπισθοχώρηση σ΄ αυτό τον τομέα, που ενισχύθηκε την περίοδο της Κρίσης, με τις λαϊκίστικες διολισθήσεις, ακόμη και σε επίπεδο Κυβερνήσεων, υποβάθμισε τον πολιτικό λόγο, ναρκοθέτησε την αμοιβαία εμπιστοσύνη των εταίρων και κυρίως έθεσε σε αμφισβήτηση την αλληλεγγύη, που είναι η απόλυτη προϋπόθεση για κάθε επόμενο βήμα της Ευρωπαϊκής ενότητας.
Οι λίγοι (στο σύνολο των 751) Έλληνες ευρωβουλευτές που θα εκλεγούν στις προσεχείς Ευρωεκλογές θα χρειαστεί όντως να αναμετρηθούν με μεγάλες προκλήσεις και διλήμματα για το μέλλον της Ευρώπης με το οποίο είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένο και το μέλλον της Ελλάδας. Γιατί η Ευρώπη που θα έρθει θα πρέπει να είναι η Ευρώπη που θέλουμε.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 13ης Μαρτίου 2014