γράφει ο Δρ. φ. Φώτιος Χρήστου.
(θεώρησαν πως η απάντηση στο β) ερώτημα του Δ θέματος είναι το πως
και όχι το γιατί)
στους φιλομαθείς και στους έντιμους.
Επειδή η ελευθερία θεμελιώνεται στην ανεξάρτητη φύση των αποριών μας, επιβάλλεται όπως είναι φυσικό πέραν των προσωπικών μας ερωτημάτων και της αναστοχαστικής διεργασίας τους η δημοσιοποίηση, όσων αντιλήψεων πιστεύει κανείς για ένα ζήτημα αλλά και κρίνεται αναγκαίο να διευθετηθούν, εκείνα τα θέματα, που εν δυνάμει τον αντιπροσωπεύουν και τα οποία οπωσδήποτε ωφελούν το συνολο. Κατ’ αυτή την έννοια η συγκεκριμένη διαλεκτική αναζήτηση αναδεικνύεται σε ευγενές καθήκον μας και μετουσιώνεται σε ύψιστη εκδήλωση του κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Στην εν λόγω ασφαλώς αγαθή τάξη, που απορρέει και εκ της ταπεινής μου ιδιότητας ως ενεργού εκπαιδευτικού, αξιώνομαι του δικαιώματός μου να ερωτήσω τους θεσμικά αρμόδιους και να ζητήσω σχετικές από τους εν λόγω πνευματικά υπευθύνους, διευκρινήσεις για το ερώτημα του θέματος Δ των Πανελλαδικών του σχολικού έτους 2022 -2023, για το οποίο δυστυχώς φρονώ πως δεν εδόθησαν οι κατάλληλες για την αντιμετώπισή του οδηγίες -απαντήσεις.
Για να γίνω πιο σαφής οι εξετάσεις της Νεοελληνικής Γλώσσας (2022-2023) περιελαμβάνει εκτός των άλλων ερωτήσεων και το θέμα Δ με α) και β) ερωτήματα:
(Δ1. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως εκπρόσωπος της μαθητικής σας κοινότητας, εκφωνείτε ομιλία (350-400 λέξεις) στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου της περιοχής σας.
α) Να αναφέρετε φαινόμενα παραβίασης των δικαιωμάτων της γυναίκας στη σύγχρονη εποχή στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο
β) εσείς ως νέα γενιά, μπορείτε να συμβάλλετε έμπρακτα στην επίτευξη της ισότητας των φύλων;
Όποια κι αν ειναι η άποψη σας, να την υποστηρίξετε τεκμηριωμένα αξιοποιώντας δημιουργικά και τα κείμενα αναφοράς (Κειίμενα 1, 2, 3).
Μονάδες 30)
Είναι βέβαιο πως η δεύτερη εξ αυτών άσκηση με την καθορισμένη αποδεικτική διατύπωση της ερώτησης: “εσείς ως νέα γενιά, μπορείτε να συμβάλλετε έμπρακτα στην επίτευξη της ισότητας των φύλων;” προσδιορίζει τη φύση της αιτιολογικής γραφής, η οποία είναι εννοιολογικά σύστοιχη με το σημασιολογικό πεδίο της. Γίνεται συνεπώς φανερό πως πρόκειται για ερώτημα παραγωγής λόγου, που προϋποθέτει την επιτυχή χρήση των ερωτημάτων και είναι ως εκ τούτου κριτήριο αξιολόγησης της γλωσσικής επάρκειας των εκπαιδευομένων, το οποίο επιβάλλει τις ανάλογες και τις κατάλληλες για την διεκπεραίωσή του ζητήματος απαντήσεις. Επομένως είναι λογικό και γλωσσικά επιβεβλημένο στο περιεχόμενο της ανοικτής β) ερώτησης του Δ θέματος να εναρμονίζεται λειτουργικά η κατάφαση, η άρνηση ή και η εννοιλογική διλημματική αμφισημία τους. Ο ερωτώμενος δηλαδή δεσμεύεται από τον τύπο της ερώτησης να προσχωρήσει, να απορρίψει ή να μετέλθει των πιθανών επιλογών απάντησης, που υπαγορεύονται από τις ορθές λογικές προϋποθέσεις της δοκιμαστικής αναζήτησης του θέματος και στη συνέχεια να αιτιολογήσει, γιατί ως νέοι μπορούν να συμβάλλουν στην ισότητα των δύο φύλων.
Συνεπώς η απάντηση στο β) ερώτημα, που διερευνά τη δυνατότητα του δέκτη του ερωτήματος σχετικά με τη συμβολή του στην επίτευξη της ισότητας των δύο φύλων, μπορεί να λάβει τη μορφή της συμφωνίας, της διαφωνίας ή της μερικής αποδοχής αλλά και να εκδηλωθεί με το χαρακτήρα της σχετικής ακύρωσης κάθε διερευνώμενης δυνατότητάς του. Πιο απλά η ευθεία ερώτηση με την έκφραση της μονολεκτικής πρωτίστως απάντησης σημαίνεται με το “ναι” ή με το “όχι” και παραπέμπει στην αναγκαία τεκμηρίωση, ώστε παραγραφικά να αιτιολογηθεί η λύση και να καταστεί λογική η απάντηση του ερωτήματος, γιατί ως νέοι δύνανται να συμβάλλουν στην άρση της ανισότητας των φύλων.
Έτσι εάν επιλεχθεί στην ερώτηση β) η θέση -ερώτηση, πώς ως νέοι δύνανται να συμβάλλουν στην ισότητα των φύλων, υποχρεούνται ως γράφοντες οι μαθητές να αποδείξουν λογικά, γιατί έχουν τη συγκεκριμένη δυνατότητα. Άρα στην περίπτωση θα λέγαμε δεν ερωτώνται οι εξεταζόμενοι για τον τρόπο της συμβολής τους στην εξίσωση των φύλων, αλλά καλούνται να αποδείξουν γιατί είναι ικανοί να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση αυτού του προς διαπραγμάτευση προβλήματος και τεκμηριωμένα να καταδείξουν τη δύναμη τους για συνδρομή στην υπέρβαση αυτής της κρίσης. Κατά συνέπεια είναι παντελώς λάθος η απάντηση στο θέμα της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων Γενικού Λυκείου 2022-2023, η οποία εστιάζει νοηματικά τη λύση στον τρόπο ισότητας των δύο φύλων, γιαυτό κάνει λόγο για την αποδοκιμασία στερεοτύπων και προκαταλήψεων. Επιπροσθέτως για την επίτευξη της ισότητας στο έγγραφό της προς τους προέδρους των Β. Κ. και των Ε. Ε. Κ. στις 2-6-2023 (ενδεικτικές απαντήσεις για το μάθημα “Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Ημερήσιων και Εσπερινών ΓΕΛ) η επιτροπή αυτή τονίζει, πως απαιτείται σεβασμός, ανεκτικότητα, αποδοχή του διαφορετικού, του Άλλου, ανάληψη ευθυνών,ισότιμων ρόλων στο πλαίσιο της οικογένειας, έμπρακτη εφαρμογή της αξιοκρατίας και της ισότιμης αντιμετώπισης των φύλων στον εργασιακό, κοινωνικό, επιστημονικό, πολιτικό χώρο κ.α. Προτείνει δημόσιες ακόμη παρεμβάσεις,ανάληψη πρωτοβουλιών,καταγγελία φαινομένων παραβίασης δικαιωμάτων, συμμετοχή σε κινήματα και ακτιβιστικές δράσεις σχετικές με τα δικαιώματα των γυναικών.
Υπόψιν ότι οι προτάσεις που διατυπώνονται εδώ ως τρόπος και συνιστούν απαντήσεις του “πώς”οι ίδιες ως λύσεις του“γιατί”δύνανται να λάβουν αιτιολογικό χαρακτήρα και την εξής μορφή:Οι νέοι δύνανται να συντελέσουν στην επίτευξη της ισότητας των φύλων, γιατί έχουν τη δύναμη να αποδοκιμάσουν τα πάσης φύσεως επικίνδυνα στερεότυπα, δύνανται να απαλλαγούν από τις νοσηρές προκαταλήψεις του παρελθόντος, ανήκουν στα άτομα εκείνα, που σέβονται το συνάνθρωπο, τα διακρίνει η αρετή της ανεκτικότητας, εν δυνάμει αποδέχονται το διαφορετικό και τον Άλλον και εκ της φύσεώς τους αναλαμβάνουν τις ευθύνες, που στην κοινωνία τους αναλογούν. Η ικανότητα των νέων επίσης για ουσιαστική συνδρομή στην εξίσωση των δύο φύλων εξηγείται και από το γεγονός ότι τα νέα αυτά μέλη της κοινωνίας εθίζονται απο την οικογένεια στην ανάληψη και στην επιτέλεση ισότιμων στο πλαίσιο αυτού του θεσμού ρόλων και αποδεικνύουν με τη ζωή τους την έμπρακτη εφαρμογή κάθε θεωρητικής αξιοκρατίας και ισότιμης αντιμετώπισης των φύλων στον εργασιακό,κοινωνικό,επιστημονικό και πολιτικό χώρο κ.α. Σίγουρα οι νέοι υπόσχονται την ισότητα των φύλων και γιατί διαθέτουν την τόλμη για δημόσιες παρεμβάσεις και ενεργούν χάριν της ροπής τους για ανάληψη πρωτοβουλιών και για καταγγελία των φαινομένων παραβίασης των δικαιωμάτων.Τέλος οι νέοι είναι παράγοντες της επίτευξης της ισότητας των φύλων, αφού συμμετέχουν σε κινήματα, και προβαίνουν σε ακτιβιστικές δράσεις σχετικές με τα δικαιώματα των γυναικών.
Γίνεται ως εκ τούτου φανερό πως η προβληματική θέση της επιτροπής για το θέμα ερείδεται σε σαθρά αναλυτικά για την παράγραφο σχέδιά της, γιαυτό οι λύσεις της για το θέμα αποδεικνύονται αδιέξοδες, όπως επίσης διαφαίνονται και νοηματικά ελλειμματικές… Συνεπώς ως λανθασμένες προσεγγίσεις του ζητήματος οι ανεδαφικές αυτές στο Δ θέμα προτάσεις των εν λόγω Ειδικών επηρεάζουν αρνητικά το λόγο και ενισχύουν, όπως είναι αναμενόμενο, την επικίνδυνη αναπαραγωγή της γλωσσικής τους παθογένειας και από συγγενείς παιδευτικούς φορείς. Έτσι εξηγείται, γιατί στην ίδια εννοιλογική συχνότητα κινούνται και οι απαντήσεις του Ο.Ε.Φ.Ε.(Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλαδος), η οποία στις προτεινόμενες λύσεις του στις Πανελλαδικές Εξετάσεις στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας 2022-2023 περιλαμβάνει:την ανάγκη των νέων για συμμετοχή σε οργανώσεις και σε κινήματα, που αγωνίζονται για τα δικαιώματα της γυναίκας. Οι νέοι επιπροσθέτως προτείνει η ομοσπονδία ,ως ενεργοί πολίτες οφείλουν να καταγγέλλουν περιστατικά καταπάτησης των δικαιωμάτων, να ενημερώνουν, να διεξάγουν ανοιχτό διάλογο με τη συμμετοχή των γυναικών,και να αναλάβουν εθελοντικές δράσεις.
Γίνεται εδώ αντιληπτό πως η Επιτροπή και ο Ο.Ε.Φ.Ε. έχουν απωλέσει τον αποδεικτικό προσανατολισμό του λόγου, γιαυτό προτείνουν εσφαλμένα ως λύση στο ερώτημα γιατί τον τρόπο, με αποτέλεσμα να κινούνται εκτός θέματος και να αναλώνονται σε άσχετο νοηματικό για τη διαπραγμάτευση του ζητήματος περιβάλλον. Πρόκειται για αναλυτικό λάθος, γιατί η προτασιακή άρθρωση του ζητήματος ενδιαφέρεται για την αιτιολόγηση της δυνατότητας των νέων στο πρόβλημα της ισότητας των δύο φύλων,με συνέπεια να επιβάλλει ως εκφορά την απάντηση εκείνη, που συναρτάται με την ερώτηση “γιατί” και ως αποτέλεσμα τον αποδεικτικό χαρακτήρα “μπορούν οι νέοι να συμβάλλουν στην ισότητα των φύλων, που δηλώνεται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο “διότι”.Έτσι η απάντηση διατυπώνεται με τη μορφή: “οι νεοι μπορούν να συντελέσουνστην ισότητα των φύλων, γιατί δύνανται να αποδοκιμάσουν στερεότυπα ….” Επομένως σωστές είναι εν προκειμένω οι απαντήσεις, που στηρίζονται στον προσδιορισμό της φύσης των σύγχρονων νέων, εξηγούνται με το ίδιο του εγχειρήματος της ισότητας, αιτιολογούνται με το χαρακτήρα της εποχής ή τεκμαίρονται με την υφή της ανισότητας, όπως ακριβώς διαφαίνεται από τις συνέπειες της και αποκαλύπτεται από τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της. Κατά συνεπεια και όπως έχει αναφερθεί δεν γίνεται αποδεκτή η λύση, η οποία εισάγει τον τρόπο γιατί έτσι δεν αποδίδει το αιτιολογικό περιεχόμενο του ζητήματος. Αντιθέτως η επιλογή αυτή περιλαμβάνει απαντήσεις για τη διαχείριση του προβλήματος της ανισότητας, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να μένει η ανάλυση για την εκφορά της θέσης “οι νεοι για να συμβάλλουν στην εξίσωση των φύλων πρέπει να….”ανολοκλήρωτη.
Εξ όλων αυτών γίνεται φανερό πως στο ερώτημα “με ποιό τρόπο οι νέοι θα συμβάλλουν στην ισότητα των δυο φύλων”, η απάντηση παραπέμπει στη αντιμετώπιση του προβλήματος και λαμβάνει τη μορφή “οι νέοι για την εξίσωση των φύλων πρέπει να αποδοκιμάσουν τα προβληματικά στερεότυπα. Αντιθέτως το ερώτημα, γιατί οι νέοι μπορούν να συμβάλλουν στην ισότητα των δύο φύλων η λύση είναι αιτιολογικής υφής και έχει τη θέση “οι νέοι μπορούν να συμβάλλουν στην ισότητα των δύο φύλων, γιατί έχουν τη δύναμη να αποδοκιμάσουν στερεότυπα”. Η διαφορά δηλαδή των απαντήσεων δεν έγκειται στο τι αλλά στην φύση της εκφοράς τους, η οποία εξαρτάται από τον νοηματικό στην ερώτηση προσανατολισμό τους και συναρτάται με την εννοιολογική στο ζήτημα προσαρμογή του κοινού γλωσσικού υλικού τους που τελεί διαρκώς στο λόγο σε κίνηση.
Γίνεται φανερό εν προκειμένω πως η υπέρβαση της δυσκολίας δύναται να επιτευχθεί εάν απλά θα λέγαμε ότι “οι νέοι δύνανται να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος της ανισότητας των δύο φύλων, γιατί οραματίζονται ένα καλύτερο μέλλον,υφίστανται μια αγωγή, που είναι απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, μετέρχονται της συνεργατικής μεταξύ τους επικοινωνίας, αναπτύσσονται σε ένα πιο ελεύθερο από κοινωνικές δεσμεύσεις κόσμο κ.ο.κ. Με άλλα λόγια η λύση είναι κάθε έννοια, εάν ασφαλώς σημασιολογικά χρησιμοποιηθεί, αφού με αυτόν τον τρόπο συνιστά χαρακτηριστικό των νέων και ως εκ τούτου αποτελεί λόγο, για τον οποίο μπορούν τα άτομα αυτά να επιλύσουν το πρόβλημα της ισότητας στην εποχή μας.
Συμπεριληπτικά και αβίαστα επομένως συνάγεται το συμπέρασμα, πως η απάντηση στο ερώτημα του θέματος ακολουθεί τη λογική μεταβατική του γεωμετρικού λόγου, σύμφωνα με τον οποίο η λύση είναι συνέχεια της αρχικής ερώτησης και συνιστά προϊόν του προσδιορισμού της έννοιας εμείς-οι νέοι, η οποία με το λογικό προσανατολισμό της περιόδου επιβάλλει κάποια χαρακτηριστικά ικανά να επιτρέψουν, ώστε βάσιμα να υποστηρίξει κανείς την άποψη, ότι έχουν οι νέοι τη δύναμη να συμβάλλουν στην ισότητα των δύο φύλων.
Πρόκειται για αναγκαία λογική απάντηση, που ακολουθεί τη λογική επαγωγή και πειθαρχεί στους αναλυτικούς παραγραφικούς κανόνες, όπως ορίζονται από το σημασιολογικό τρίγωνο των απαντήσεων. Έτσι δεν προκύπτει από τη συμπεριληπτική τάξη εννοιών της ανάλυσης ως ορθή η απάντηση της Επιτροπής και του Ο.Ε.Φ.Ε και δεν επισημαίνει αλλά και δεν διασφαλίζει η επιλογή αυτή του τρόπου το έγκυρο και ακριβές μέσο επίλυσης του προβλήματος της ανισότητας, που υφίσταται η εποχή μας . Η εξήγηση στο ζήτημα αυτό , έχει σχέση βεβαίως με την εγκατάλειψη κάθε ερμηνευτικής θέσης του κεντρικού όρου της δύναμης των νέων, προκύπτει ως λογική παραδοχή του ρόλου της θεμελιακής έννοιας στο θέμα της ισότητας των δύο φύλων και απορρέει από την παραθεώρηση της άμεσης και ασφαλούς αιτιολογικής περιοχής της ερώτησης, η οποία είναι η μόνη απάντηση, που παρουσιάζει τις ικανότητες των νέων σ’αυτό το πρόβλημα.
Γενικότερα θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως η ατυχία αυτή της ασυνάρτητης γραφής των Ειδικών είναι παράγωγο της αδυναμίας της υφιστάμενης εκπαίδευσης να καλλιεργήσει στους εκπαιδευόμενους την ερώτηση, η οποία μαζί με την ορθή χρήση των ονομάτων συνιστά την αρχή κάθε παιδευτικής σοφίας. Έτσι εξηγείται η κραυγαλέα αστοχία των επαϊόντων στο Δ θέμα, η οποία δείχνει, πως δεν διαχειρίζονται επιτυχώς τη γνωστική ερώτηση και φανερώνει, πως αδυνατούν να εφαρμόσουν τους βασικούς κανόνες της συγκρότησης και της διατύπωσης των απαντήσεων επί τη βάσει πάντοτε της γραμματικής των θέσεων και της σύνταξης των σχέσεων των πληροφοριών. Είναι επομένως η έλλειψη αυτή του εκπαιδευτικού συστήματος δομική χωρίς αμφιβολία αδυναμία της αγωγής και αποτελεί αναμφίβολη ένδειξη του ελλειμματικού προσανατολισμού της κυρίως στη γλωσσική άσκηση του μαθητή, για την οποία σίγουρα ευθύνονται και εκείνοι που εμπλέκονται στη λύση της διερευνητικής ερώτησης του β) εν προκειμένω ζητήματος του Δ θέματος,
Συνιστά η ανικανότητα αυτή έτσι υστέρηση, που έχει ως αποτέλεσμα τη γενίκευση της συγκεκριμένης παθογένειας, ως συνέπεια την ενσωματωμένη στην κοινή σκέψη έλλειψη του αρμονικού λόγου και ως προϊόν τη γενική και συνεχή κρίση της γλώσσας. Νοθεύει επίσης η γλωσσική αυτή διαστροφή την υποκειμενική συλλογιστική του ατόμου, αλλά και οδηγεί στη στρεβλή θεμελιακή αποδοχή των πολυδιάστατων σήμερα γνωστικών σφαλμάτων μας. Κι αυτό βεβαίως είναι φανερό από το γεγονός της άκριτης εδώ αποδοχής του επίσημου λάθους της θέσφατης Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία κατά τα άλλα απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των εκπαιδευομένων και κατοχυρώνει εκ της θέσεώς της το καθεστώς της δογματικής από όλους αποδοχής ακόμη και αν αδυνατει να αντιληφθεί στην περίπτωση, πως το ερώτημα δεν ειναι πώς οι νέοι μπορούν να συμβάλλουν στην ισότητα των δύο φύλων αλλά γιατί οι νέοι δύνανται να συνδράμουν στην εξίσωση του άντρα με τη γυναίκα.
Οι συνέπειες ασφαλώς αυτών των εκπαιδευτικών χρησμών της Επιτροπής για τη λύση του Δ θέματος δεν είναι ανώδυνες, γιατί γενικεύεται το σφάλμα της από το σύνολο των γλωσσικά ειδικών, κρίνονται προβληματικά οι εξεταζόμενοι και αξιολογούνται με το κριτήριο των εκτός θέματος απαντήσεων της εντεταλμένης για την πανελλαδική εξέταση των νέων Επιτροπής και το χειρότερο αναπαράγεται η κυρίαρχη αυτή ιδεολογία του θεσμικού δόγματος, η οποία με τον τρόπο της δυστυχώς ταλανίζει την αγωγή και τη δυναστεύει με την αυταρχική αυθεντία των κατ’ ευφημισμό ειδικών.
Έτσι καθίσταται επιτακτική η αναθεώρηση της γλωσσικής οπτικής της αγωγής, η οποία στον ξεπερασμένο σήμερα αφασικό γραμματοσυντακτικό τύπο του τυποποιημένου και άκαμτου γλωσσικού της κώδικα οφείλει να αντιτάξει τον οργανωμένο στη βάση της οργανικής υπόστασής του λόγο. Χρειάζεται δηλαδή η θεσμική παιδεία να εντάξει στο λειτουργικό ρόλο της ενεργητικής γλώσσας της το θεμελιακό στοιχείο του σημασιολογικού της στίγματος ,έτσι ώστε να καθορίζεται στην διατύπωσή της η σημειωμένη για το νόημα θέση των λέξεων και να προσφέρεται χάριν των εννοιλογικών της συναρτήσεων με άλλες έννοιες η δυνατότητα για απόκτηση του σημασιολογικού της περιεχομένου. Πράγματι η περιοχή, που δρα η λέξη και η οποία εξαρτάται από την ερώτηση και τη μεταβατική της, καθορίζει το υπηρετικό της νόημα στο λόγο . Αν δηλαδή τεθεί η λέξη αγάπη στο κέντρο της ερώτησης, γιατί οι άλλοι προτιμούν το φίλο και εάν υπηρετεί η λέξη αυτή την απάντηση της τριγωνικής διάταξης ο φίλος έχει κάποια χαρακτηριστικά, γιαυτό το περιβάλλον του τον προτιμά, τότε η έννοια αγάπη ως αφετηρία της λύσης σημαίνει πως ο φίλος ενδιαφέρεται για τους άλλους, πράττει με γνωμονα το καλό τους, και εκφράζει ευγενή αισθήματα για το σύνολο κ.λ.π.Το περιεχόμενο της λέξης αυτής βέβαιως μεταβάλλεται, εάν τροποποιηθεί το θέμα, έτσι ώστε ως ερώτηση να απαιτεί τον προσδιορισμό των αναγκών του διαχρονικού ανθρώπου. Η αγάπη τότε σημαίνει το εφόδιο της ζωής και το αξιακό μέγεθος της, που την εξανθρωπίζει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γλώσσα από εννοιολογική λεξιλογική λεπτομέρεια μετατρέπεται σε σχηματική προσδιοριστική γλωσσική σήμανση, η οποία καθορίζει τη φορά, τη θέση και τη σχέση των έννοιών. Το ερώτημα δηλαδή προσανατολίζει το λόγο και το υλικό του και προδιαγράφει με την απάντηση την σημασιολογική πορεία της κινούμενης γλώσσας.
Είναι χωρίς αμφιβολία τούτο το κομβικό εκείνο σημείο της γλώσσας, η οποία ως υψηλό χρέος διατυπώνεται και υπεύθυνα βιώνεται. Αυτός είναι και ο λόγος της παρούσας επικοινωνίας και η κατάθεση των συγκεκριμένων σκέψεων μου για το θέμα των Πανελλαδικών. Με τη βεβαιότητα λοιπόν ότι επιτελώ εδώ το εκπαιδευτικό μου χρέος, αλλά και με την εμπειρία ότι δεν αναμένω διορθωτική αντίδραση από τους αρμόδιους της αγωγής, απευθύνομαι στους νέουςτους οποίους δεκαετίες στη γλώσσα υπηρετώ και στους οποίους υπόσχομαι ότι πάντα θα ομιλώ την αλήθεια της γλώσσας μου.
και όλα αυτά παρότι testis unus,testis nullus.