γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.
Με δεδομένο το κλίμα που έχουν δημιουργήσει οι συνεχιζόμενες δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για τη Λωζάνη και τα «σύνορα της καρδιάς» του (με σαφείς αναφορές στη Θράκη και τη Θεσσαλονίκη), ορισμένες από τις κυριότερες συνθήκες-σταθμούς της σύγχρονης ιστορίας μας έχουν επανέλθει πρόσφατα στην επικαιρότητα, κινώντας το ενδιαφέρον ειδικών και μη για το περιεχόμενό τους και τον τρόπο με τον οποίο προέκυψαν. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη μια σύντομη αναφορά στην πρώτη διμερή σύμβαση που συνήψαν η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων, η οποία υπογράφτηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 1913 (ή στις 14 Νοεμβρίου, κατά το νέο ημερολόγιο).
Οι περιβάλλουσες συνθήκες
Με το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, οι Μεγάλες Δυνάμεις κάλεσαν τα εμπόλεμα κράτη Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Οθωμανική Αυτοκρατορία να υπογράψουν τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), η οποία προέβλεπε την εκχώρηση όλων των οθωμανικών εδαφών που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου-Μηδείας (στα τουρκικά Enez και Kıyıköy αντίστοιχα) συλλογικά στους «συμμάχους ηγεμόνες», με εξαίρεση την Αλβανία, της οποίας το καθεστώς εκκρεμούσε (καθότι υπήρχαν διαφορετικές απόψεις για το αν θα έπρεπε να παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία, να αποτελέσει ανεξάρτητο κράτος ή να διαμελιστεί μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας). Η Συνθήκη του Λονδίνου θεωρήθηκε προκαταρκτική της τελικής συμφωνίας που θα υπέγραφε χωριστά κάθε εμπόλεμο κράτος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και για το λόγο αυτό δεν περιείχε σαφή διανομή των οθωμανικών εδαφών. Η διανομή αυτή ωστόσο έμελλε να αποδειχθεί ιδιαίτερα προβληματική, οδηγώντας στην ανανέωση των συγκρούσεων μεταξύ των πρώην συμμάχων μερικές εβδομάδες αργότερα. Αυτή η δεύτερη πολεμική αναμέτρηση έμεινε γνωστή ως Β’ Βαλκανικός Πόλεμος (26 Ιουνίου-10 Αυγούστου) και αποτέλεσμα του ήταν η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου), η οποία διαμόρφωσε ένα νέο εδαφικό καθεστώς (status quo) στα Βαλκάνια.
Προς επικύρωση και συμπλήρωση του νέου αυτού καθεστώτος, η Ελλάδα ήρθε σε διαβουλεύσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για τη σύναψη διμερούς σύμβασης που θα διευθετούσε τα μεταξύ τους εκκρεμή ζητήματα, όπως η αποκατάσταση των διμερών σχέσεων και τα δικαιώματα των πολιτών τους στην κατ’ αντιστοιχία γειτονική επικράτεια, η υπηκοότητα των κατοίκων των «Νέων Χωρών» που η Ελλάδα είχε μόλις προσαρτήσει (Κρήτη, Ήπειρος, Μακεδονία, νησιά ανατολικού Αιγαίου) και τα περιουσιακά τους δικαιώματα. Τα ζητήματα αυτά αποκτούσαν μια πρόσθετη βαρύτητα από το γεγονός ότι για πρώτη φορά από την ίδρυσή του, το ελληνικό κράτος είχε μια ευμεγέθη μουσουλμανική κοινότητα που απαριθμούσε περισσότερες από 400.000 ψυχές, διεσπαρμένες στη Μακεδονία, την Ήπειρο και την Κρήτη. Η ενσωμάτωση αυτών των πληθυσμών -και ιδίως αυτών της βόρειας Ελλάδας- έμελλε να συναντήσει αρκετά προβλήματα, μεταξύ των οποίων η παραδοσιακά εχθρική διάθεση του κράτους απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία (και άρα απέναντι στους μουσουλμάνους μπέηδες που κατείχαν σημαντικές εκτάσεις στις «Νέες Χώρες»), οι χρόνια προβληματικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι εκλογικές σκοπιμότητες και η ανάγκη για αποκατάσταση των προσφύγων που έφταναν από τα Βαλκάνια και την Αυτοκρατορία.[1]
Οι πρόνοιες της Σύμβασης
Με δεδομένο ότι τα προβλήματα αυτά αναμενόταν να ενταθούν μέσα στο αμέσως επόμενο διάστημα, οπότε και θα καθίστατο ακόμη πιο επιτακτική η διευθέτησή τους, τα δύο μέρη ξεκίνησαν σύντομα διαπραγματεύσεις σε πνεύμα συγκατάβασης και αλληλοκατανόησης, αποσκοπώντας στην άμεση και αποτελεσματική διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών, ώστε να μπορούν να στραφούν ακολούθως απερίσπαστα στην εσωτερική τους ανασυγκρότηση. Στο πλαίσιο αυτό, η Σύμβαση των Αθηνών προέβλεπε την άμεση αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών (Άρθρο 1) και την επαναφορά σε ισχύ όλων των συνθηκών που είχαν ήδη υπογραφεί μεταξύ τους (Άρθρο 2). Η πρόνοια αυτή ουσιαστικά συνεπαγόταν την επαναφορά του προνομιακού καθεστώτος των διομολογήσεων υπέρ των Ελλήνων πολιτών που διαβιούσαν ή εμπορεύονταν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από τη Συνθήκη της Κάνλιτζα (27 Μαΐου/8 Ιουνίου) και εξής.
Ακολούθως, τα δύο μέρη επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στην οργάνωση και «εκκαθάριση» του πρώην οθωμανικού πληθυσμού των «Νέων Χωρών», ο οποίος διακρινόταν σε τρείς κυρίως ομάδες με βάση το θρησκευτικό κριτήριο. Τη μεγαλύτερη ομάδα μεταξύ αυτών αποτελούσαν οι χριστιανοί, οι οποίοι με τη σειρά τους διακρίνονταν σε Πατριαρχικούς και Εξάρχικους. Οι πρώτοι ήταν στην πλειονότητά τους άτομα με ελληνική συνείδηση που δεν αναμενόταν να προκαλέσουν ή να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα ως προς την ένταξή τους στην ελληνική πραγματικότητα, αν και ορισμένοι εξ αυτών ήταν σλαβόφωνοι. Η δεύτερη ομάδα αποτελούνταν από σλαβόφωνους που πρόσκειντο στη βουλγαρική Εξαρχία, κατά συνέπεια θεωρούνταν λιγότερο φιλικοί προς τις ελληνικές αρχές και περισσότερο δεκτικοί στη βουλγαρική προπαγάνδα. Διακριτή εθνοθρησκευτική ομάδα αποτελούσαν επίσης οι Εβραίοι, οι οποίοι ζούσαν κυρίως στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ σημαντικός ήταν -όπως αναφέραμε- και ο μουσουλμανικός πληθυσμός των «Νέων Χωρών», ο οποίος συγκεντρωνόταν κυρίως στα Γιάννενα, την Πρέβεζα, την περιφέρεια της Κοζάνης, τα Γιαννιτσά, τον Λαχανά, τα ορεινά της Χαλκιδικής, τη Δράμα και τη Χρυσούπολη Καβάλας.
Πέρα από την εμφανή διασπορά τους, οι ανωτέρω πληθυσμοί στερούνταν και εσωτερικής ομοιογένειας, καθώς στο εσωτερικό τους υπήρχαν επιμέρους ομάδες με μεικτά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, σημαντική μερίδα Εβραίων είχε τύποις εξισλαμιστεί πριν από αιώνες (αποτελώντας τους γνωστούς έκτοτε «Ντονμέδες»), καθιστώντας την ταξινόμηση του πληθυσμού αυτού ως εβραϊκού ή μουσουλμανικού προβληματική. Μια άλλη «απόκλιση» αποτελούσαν επίσης οι μουσουλμάνοι της Κρήτης και της Δυτικής Μακεδονίας (επίσης γνωστοί ως Βαλαάδες), οι οποίοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνοι και ελάχιστοι εξ αυτών ταυτίζονταν με την εθνική τουρκική ιδέα ή τον τουρκικό εθνικισμό. Πέραν αυτών, σημαντικοί πληθυσμοί βλαχόφωνων και σλαβόφωνων είχαν ελληνική εθνική ταυτότητα, αν και σε αρκετές περιπτώσεις οι ελληνόφωνοι συντοπίτες τους ή οι Έλληνες της «Παλαιάς Ελλάδας» δεν τους αντιλαμβάνονταν ως τέτοιους. Οι περιπτώσεις αυτές αποδεικνύουν ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του πρώην οθωμανικού πληθυσμού δεν ήταν πάντα εύκολος, κατά συνέπεια τα μέρη αποφάσισαν να αφήσουν τον πληθυσμό να επιλέξει που νιώθει ότι ανήκει.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε συμβάσεις που αφορούν εδαφική μεταβολή, υπήρχε ειδική πρόνοια για την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας από τους κατοίκους των «Νέων Χωρών». Σύμφωνα με αυτή, οι «Μουσουλμάνοι και Ισραηλίτες» των περιοχών αυτών αποκτούσαν αυτοδίκαια την ελληνική υπηκοότητα, αν και διατηρούσαν το δικαίωμα να επιλέξουν μέσα σε διάστημα τριών ετών την οθωμανική, περίπτωση κατά την οποία ωστόσο θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια (Άρθρο 4 και συναφές πρωτόκολλο για τους κατοίκους εξωτερικού).
Σε κάθε περίπτωση, τα περιουσιακά τους δικαιώματα παρέμεναν αναλλοίωτα, καθώς ακόμη και αυτοί που θα επέλεγαν την οθωμανική υπηκοότητα και θα εγκατέλειπαν την Ελλάδα διατηρούσαν το δικαίωμα να νέμονται την ιδιοκτησία τους είτε με εκμίσθωση είτε μέσω διαχειριστών (Άρθρο 6). Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι δεν θιγόταν η μεγάλη έγγειος ιδιοκτησία στη Μακεδονία, ενώ πρόσθετο πρόβλημα έμελλε να αποτελέσει η ανεπιφύλακτη αναγνώριση όλων των κεκτημένων δικαιωμάτων και δικαστικών πράξεων των οθωμανικών αρχών στις ανωτέρω περιοχές (Άρθρα 5 και 6). Η σχετική πρόνοια είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την αναγνώριση, αλλά και διατήρηση εν ισχύ από το ελληνικό κράτος όλων των οθωμανικών νόμων περί γαιών ως προς τα ιδιωτικής φύσης δικαιώματα στις περιοχές που μέχρι το 1912 ήταν υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[2]
Η υπογραφή της σύμβασης έγινε δεκτή με ιδιαίτερη ικανοποίηση και από τις δύο κυβερνήσεις, ενώ ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι «η Τουρκία και η Ελλάς ουδέν πλέον έχουσι να μοιράσωσιν. Απεναντίας, υπάρχουν δεδομένα ότι θα υπάρξωσι μεταξύ ημών φιλικώταται σχέσεις. Πολυάριθμοι Μουσουλμάνοι κατοικούσιν εν των Κράτει ημών, όπως και εν τω Τουρκικώ μυριάδες Ελλήνων. Η αμοιβαία υπεράσπισις των πληθυσμών τούτων είναι ισχυρός λόγος όπως αμφότερα τα Κράτη διατηρήσωσι σχέσεις οσημέραι καλλιτέρας».[3]
Προς επικύρωση του νέου καθεστώτος, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 29 Νοεμβρίου σε όλα τα κράτη με τα οποία είχε σχέσεις (εκτός από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, που ούτως ή άλλως δεν είχαν δικαιώματα διομολογήσεων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) ότι ο θεσμός των διομολογήσεων και τα δικαιώματα των αλλοδαπών που απέρρεαν από τις διομολογήσεις είχαν πλέον καταργηθεί στις «Νέες Χώρες» του Βασιλείου της Ελλάδας.[4] Οι Μεγάλες Δυνάμεις και σχεδόν όλα τα κράτη στα οποία ανακοινώθηκε ενημέρωσαν ότι έλαβαν γνώση, αναγνωρίζοντας έμμεσα την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στα εδάφη αυτά.
Εμπόδια στην εξομάλυνση των διμερών σχέσεων
Παρότι αποτελούσε σίγουρα σημαντικό βήμα για την κατοχύρωση των πολιτικών και περιουσιακών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Ελλάδας, η συνθήκη δεν κατάφερε να συμβάλει στην άμεση βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ένας από τους κυριότερους λόγους για αυτό ήταν η απόφαση των Νεότουρκων να ξεκινήσουν διωγμούς κατά των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας τον Ιανουάριο του 1914, την οργάνωση των οποίων ανέλαβε η νεοϊδρυθείσα «Ειδική Οργάνωση» (Teşkilat–i Mahsusa).[5] Με δεδομένο ότι η κρατική συνδρομή προς τις ενέργειες αυτές ήταν συνήθως έμμεση και κεκαλυμμένη, οι διωγμοί δεν είχαν πάντα το ίδιο αποτέλεσμα, καθώς διέφεραν σημαντικά ως προς τα μέσα και την έντασή τους. Σε κάθε περίπτωση, γνώρισαν έξαρση την άνοιξη και το φθινόπωρο του 1914, με αποτέλεσμα να μετακινηθούν από τις εστίες τους περισσότεροι από 150.000 Έλληνες και να δημιουργηθεί βαρύ κλίμα στις διμερείς σχέσεις.
Ένα ακόμη θέμα στο οποίο οι δύο χώρες είχαν αντιθετικές απόψεις ήταν το καθεστώς κυριαρχίας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία η Ελλάδα είχε καταλάβει από το φθινόπωρο του 1912, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνιόταν να αναγνωρίσει ως ελληνικά. Μετά από συνομιλίες που διήρκεσαν μήνες, οι Δυνάμεις τοποθετήθηκαν με κοινή διακοίνωσή τους στις 13 Φεβρουαρίου 1914, δια της οποίας αναγνώριζαν την ελληνική κυριαρχία στα περισσότερα από αυτά (κατά βάση σε Σαμοθράκη, Λήμνο, Λέσβο, Αγ. Ευστράτιο, Ψαρά, Χίο, Σάμο και Ικαρία), ορίζοντας παράλληλα ότι η Ίμβρος, η Τένεδος και το Καστελόριζο έπρεπε να επιστραφούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αναγνώριση αυτή ωστόσο δεν ήταν ανεπιφύλακτη, καθώς οι Δυνάμεις συνέδεσαν άμεσα την απόδοση των νησιών αυτών στην Ελλάδα με την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ήπειρο και την επίσημη αποθάρρυνση κάθε αντίδρασης απέναντι στην αλβανική κυριαρχία.[6] Γνωρίζοντας ότι θα ήταν δύσκολο να αντιπαρατεθεί στις Δυνάμεις και στην Πύλη ταυτόχρονα, η Αθήνα επέλεξε να κρατήσει τα νησιά και να εκκενώσει τη Βόρεια Ήπειρο, ενθαρρύνοντας τους εκεί Έλληνες να συνεργαστούν με τις αλβανικές αρχές με σκοπό την παραχώρηση αυτόνομου καθεστώτος.[7] Παρά ταύτα, η Πύλη εξακολούθησε να μην αναγνωρίζει την κατακύρωση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα, και ιδίως της Χίου, της Σάμου και της Λέσβου, ισχυριζόμενη η θέση των νησιών αυτών απέναντι από τα μικρασιατικά παράλια τα καθιστούσε μόνιμη απειλή για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας.[8] Στο πλαίσιο αυτό, η εμμονή της οθωμανικής κυβέρνησης να της «επιστραφούν» τα νησιά αποτέλεσε τροχοπέδη στην ομαλή διευθέτηση του ζητήματος, ενώ η υιοθέτηση ενός φιλόδοξου προγράμματος ναυτικών εξοπλισμών από την Αυτοκρατορία υποβάθμισε περαιτέρω κάθε απόπειρα διευθέτησης των εκκρεμών διαφορών μέχρι την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Περαιτέρω Βιβλιογραφία
- Γκλαβίνας Γιάννης, «H Πολιτική της Ελληνικής Διοίκησης απέναντι στη Μουσουλμανική Γαιοκτησία των Νέων Χωρών», στο Πρακτικά ΚΖ’ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 2007.
- Διβάνη Λένα, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), Εκδόσεις Καστανιώτη, 2η έκδοση, Αθήνα 2001.
- της ίδιας, Ελλάδα και Μειονότητες, Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 6η έκδοση, Αθήνα 2005.
- Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2008.
- Συρίγος Άγγελος, «Μειονοτικές και άλλες διατάξεις στην Ελληνοτουρκική Σύμβαση των Αθηνών (1913)», 2013.
[1] Σύμφωνα με πληροφορίες που παρείχε το Υπουργείο Γεωργίας στην ελληνική αποστολή στη Λωζάνη, τα μουσουλμανικά αγροκτήματα των Νέων Χωρών ανέρχονταν σε 4.500.000 στρέμματα. Βλέπε Ι.Α.Υ.Ε. (Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών), Κοινωνία των Εθνών, 1923, φάκελος 3, υποφάκελος 3, Αθήνα 3 Δεκεμβρίου 1922, αρ. πρωτ. 14087.
[2] Η νομική αυτή υποχρέωση αφορά όλες τις ιδιόρρυθμες σχέσεις ιδιοκτησίας που υπήρχαν στο οθωμανικό δίκαιο, αναγκάζοντας ακόμη και σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, τα ελληνικά δικαστήρια να διακριβώνουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς ορισμένων περιουσιών με βάση το δίκαιο αυτό. Α. Συρίγος, «Μειονοτικές και άλλες διατάξεις στην Ελληνοτουρκική Σύμβαση των Αθηνών (1913)», σελ. 399.
[4] Με βάση το κείμενο της διακοίνωσης, η ελληνική κυβέρνηση «θεωρεί τας διομολογήσεις εις τας υπ’ αυτής προσαρτηθείσας νέας χώρας ως καταργηθείσας, καθώς και τα εξ αυτών απορρέοντα δικαιώματα υπέρ των ξένων».
[5] Οι ενέργειες της οργάνωσης συνίσταντο κυρίως στη συνεχή παρενόχληση των αλλογενών -αγροτικών κυρίως- πληθυσμών της Αυτοκρατορίας από ένοπλες ομάδες που τελούσαν υπό την καθοδήγηση αξιωματικών του οθωμανικού στρατού και στελεχώνονταν από φτωχούς μουσουλμάνους πρόσφυγες από τον Καύκασο ή τα Βαλκάνια.
[6] Για την ακρίβεια, η διακοίνωση ανέφερε ότι «Η οριστική εις την Ελλάδα παραχώρησις των νήσων, ας αι Δυνάμεις απεφάσισαν να αφήσουν υπό την κατοχήν της, δεν θα καταστή πραγματική παρά όταν τα ελληνικά στρατεύματα εκκενώσουν τα παραχωρηθέντα εις την Αλβανία εδάφη». Γ. Τενεκίδης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς στο Αιγαίο», σελ. 151.
[7] Η στάση της Αθήνας φυσικά απογοήτευσε τους Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου, οι οποίοι αντιστάθηκαν στην απόφαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για συμπερίληψη της περιοχής στην Αλβανία και ανακήρυξαν την αυτονομία της, εγκαθιστώντας προσωρινή κυβέρνηση στο Αργυρόκαστρο υπό τον Γ. Χρηστάκη-Ζωγράφο. Οι Δυνάμεις επιχείρησαν να συμβιβάσουν τις δύο πλευρές με τη Συμφωνία της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914), η οποία προέβλεπε την εκχώρηση σημαντικών διοικητικών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών προνομίων για τις επαρχίες Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, αλλά η κατάσταση παρέμεινε τεταμένη στο εσωτερικό της Αλβανίας.
[8] Ο Τζεμάλ Πασά, ηγετικό στέλεχος του Κινήματος των Νεότουρκων και υπουργός Δημοσίων Έργων από τον Δεκέμβριο του 1913 έως τον Φεβρουάριο του 1914, υποστήριξε σχετικά ότι «Η συμμαχία με τη Βουλγαρία ήταν σημαντική για μας, γιατί ήταν βέβαιο ότι αργά η γρήγορα θα είχαμε πόλεμο με τους Έλληνες. Ήταν αδύνατο να αφήσουμε στην Ελλάδα νησιά του Αιγαίου όπως η Λήμνος, η Λέσβος και η Χίος». Djemal Pasha, Memories of a Turkish Statesman, 1913-1919, 1924, σελ. 55.
(Στη φωτογραφία γαλλικός χάρτης που απεικονίζει τις γλωσσικές κοινότητες στη Μακδονία σύμφωνα με την επίσημη σερβική άποψη)