Δεν έχω έγνοια πιο σπουδαία
εξόν να αισθάνομαι.
Να βουτώ στα μυστικά τής φύσης,
της φύσης μου
και εκεί
στην πυκνή σιωπή των κρυφών
να αφουγκράζομαι.
Δεν έχω τρόπον άλλο
από την μνήμη μου την εσωτερική
σε τούτο δω το οικοτροφείο.
Την μνήμη εκείνη που δε θυμάται παραμυθητικά,
που ξεσκαρτάρει μόνιμα, αγόγγυστα
μέχρι την έσχατη ουσία της…
και εκεί …
στην ανάδρομη πορεία της
στις στάσεις τις πολλές…
να αισθάνομαι.
Να αντιστοιχώ με περίσκεψη
την μεγάλη μου ανάγκη και να φτιάχνω άλλη
μεγαλύτερη,
πιο σαρκοβόρα,
να πιάνει στα δόντια της ιστορία
και να γεύεται…
με τρόπο δικό μου, εσωτερικό.
Αυτήν την μνήμη επιθυμώ,
που υγροποιεί τα στέρεα,
όσα που της θυμίζουν,
έτοιμη για μετάλλαξη και συνέχεια,
μνήμη που φτιάχνει μεγάλους ανθρώπους,
που φτιάχνει ζωή για εξιστόρηση.
Αν θελήσω δικαιολογίες
λόγια για τα καθημερινά,
θα βρω,
θα ζητήσω και τη γνώμη σας.
Η έγνοια μου όμως θα παραμένει ακόρεστη.
Τα νύχια της που έμαθαν στο αίμα
θα ποθούν
αστέγνωτα.
Να αισθανθώ θέλω.
Με την τήξη των όσων σκέπτομαι
να χυτεύσω πιο σπουδαία.
Σκέψεις που θα’ ναι αισθήματα,
ρευστές, που θα παγώνουν και θα λιώνουν,
που θα παγώνουν για να λιώνουν.
Συνεχώς.
Αν κάτι φοβάμαι…
Την πέτρα φοβάμαι την ακίνητη, τη βλοσυρή,
που ξέχασε να αισθάνεται,
που νομίζει πως υπάρχει μονάχα με το δέμας της.
Η έγνοια μου είναι να αισθάνομαι.