Σύμφωνα με τα παραπάνω, σήμερα η νεολαία της χώρας μας διδάσκεται εξ απαλών ονύχων ότι για να πετύχεις στη ζωή σου θα πρέπει να αναγκάσεις κάποιον να σου «δώσει». Όχι να δημιουργήσεις. Να σου δώσει. Για να εξασφαλίσεις τα απαραίτητα προς το ζην πρέπει να «απαιτήσεις» και εν ανάγκη να αναγκάσεις κάποιον να σου «δώσει». Ο εκβιασμός τότε γίνεται νόμιμος και λέγεται «αγώνας», που δεν παύει όμως κατά βάθος να είναι επαιτεία. Ο κοινός νους λέει ότι αν δεν σου αρέσει ο μισθός ή οι όροι εργασίας που σου προσφέρει ο εργοδότης σου, φεύγεις και ζητάς αλλού ικανοποιητικό μισθό και καλύτερους όρους εργασίας. Αντί αυτού, ο νέος σήμερα έχει κάνει πίστη και δικαιολογεί απόλυτα κάθε πράξη βίας και εξαναγκασμού, που θα του αποφέρει αυτά που ζητά. Χωρίς να κουράζει το νου του να βρεί κάτι άλλο για να ικανοποιήσει τις οικονομικές του ανάγκες.
Άκουσα «προσωπικότητα της τηλεόρασης», σαν άλλος Μωϋσής, να δίνει συμβουλή προς τους νέους: «Διεκδίκησε ό,τι σου ανήκει». Ανόητη προτροπή αφού αν κάτι σου ανήκει δεν χρειάζεται να το διεκδικήσεις, πρώτον, και δεύτερον, ότι σύμφωνα με τις αντιλήψεις των νέων σήμερα, «όλα τους ανήκουν». Αγνοούμε ή μάλλον αποσιωπούμε ότι κανείς δεν μας χρωστά τίποτα, ούτε μας ανήκει τίποτα αν δεν το πληρώσουμε. Αν δεν καταβάλουμε το αντάλλαγμα. Αγνοούμε, ή μάλλον αποσιωπούμε ότι όλα τα αγαθά έχουν μια τιμή και τίποτα δεν χαρίζεται.
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, τους οποίους επικαλούμαστε όταν θέλουμε να αποδείξουμε ότι είμαστε «κάποιοι», και τους ξεχνάμε όταν α(ε)παιτούμε να μας δώσουν, μας έλεγαν ότι «τ’ αγαθά κόποις κτώνται». Οχι απεργίαις, όχι καταλήψεσι, όχι δηώσει, όχι διαδηλώσεσι. Κόποις.
Έχει γραφτεί σε μάρμαρο στη πατρίδα μας ότι για να σταδιοδρομήσεις θα πρέπει κάποιος να σου «δώσει» δουλειά και δεν περνά ποτέ από κανενός τη σκέψη να «δημιουργήσει» δουλειά. ‘Ολοι ονειρευόμαστε να κατακτήσουμε τη κορυφή του Ολύμπου, αλλά επειδή το μονοπάτι είναι κακοτράχαλο και δύσκολο να το περπατήσουμε, αρκούμαστε να θέλουμε να βολευτούμε σε μια θεσούλα και να μείνουμε στο Λιτόχωρο. Η επιδίωξη της αριστείας, σαν τρόπος προόδου, σαν τρόπος διάκρισης και οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής αναβάθμισης, έχει τεθεί στο περιθώριο και μάλιστα, τώρα τελευταία, θεωρείται «ρετσινιά».
Ο νέος σήμερα, που πήρε (του το «έδωσε» δωρεάν το κράτος), ένα πτυχίο και δεν μπόρεσε, για διάφορους λόγους, να βρει δουλειά, για να αντιμετωπίσει τα έξοδά του, δεν προσπαθεί να κάνει κάτι άλλο που θα του αποφέρει τα αναγκαία, παρά ζητά από κάποιον άλλον να του «δώσει». Είτε αυτός είναι το κράτος ή ο μπαμπάς, η η μαμά ή ο παπούς η η γιαγιά. Οποιος άλλος τρόπος, κάθε άλλη δουλειά που χρειάζεται προσπάθεια, εκτός αυτής που καθορίζει το πτυχίο του, είναι ντροπή. Αλλά δεν αισθάνεται ντροπή αν κάποιος, που τον αγαπά, του δώσει, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια.
Από τη χώρα μας, γενικά, λείπει η δημιουργική τάση. Λείπει η κριτική σκέψη που οδηγεί στη δημιουργία. Λείπει η ανησυχία και η ερευνητική περιέργεια. Λείπει από το καθένα η διάθεση για προσπάθεια για την ατομική και συλλογική ανέλιξη με τις δικές του δυνάμεις, με τις δικιές του αποκλειστικά ικανότητες. Λείπει η πείνα για την απόλαυση της ικανοποίησης που αισθανόμαστε όταν τερματίσουμε ένα δύσκολο δρόμο προσπάθειας για την επίτευξη ενός σκοπού. Λείπει ο πόθος για την ολοκλήρωση.
Μα θα μου πει κάποιος, όλοι οι Έλληνες έτσι είναι; Δεν υπάρχουν Έλληνες που θέλουν να αναδειχτούν και να δημιουργήσουν από μόνοι τους τη τύχη τους και το μέλλον τους; Ασφαλώς και υπάρχουν. Και αποδεικνύεται από το γεγονός ότι χιλιάδες πτυχιούχων που περνούν τα σύνορά μας κατευθυνόμενοι προς κράτη και κοινωνίες που θα τους επιτρέψουν να μεταχειριστούν τις ικανότητές τους για την κατάκτηση του Ολύμπου. Οι κατάλογοι προσωπικού των Πανεπιστημίων και των εμπορικών και οικονομικών επιμελητηρίων όλου του κόσμου είναι κατάσπαρτη από ονόματα Ελλήνων επιστημόνων και ερευνητών που διαπρέπουν γιατί πίστεψαν ότι μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να αποδείξουν ότι μπορούν να κατακτήσουν ότιδήποτε αν το θελήσουν.
Είναι πρόδηλον λοιπόν, ότι το πρόβλημα δεν είναι αν μπορούμε, αλλά αν θέλουμε. Αν θέλουμε να σταματήσουμε να είμαστε υπήκοοι και να γίνουμε γίνουμε πολίτες. Αν αλλάξουμε τρόπο σκέψης και, πάντα με γνώμονα το κοινό νού, να το πάρουμε απόφαση ότι πρέπει να πληρώσουμε για την αξία των αγαθών που επιθυμούμε.
Δεν υπάρχει γέννα χωρίς πόνο.