ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Η διάψευση
Με την ανάσα ενός νεκρού
Κοιτούσε το απέραντο.
Αποσβολωμένο αίμα, αποσβολωμένο βλέμμα.
Η καρδιά ενός σπούργιτα
Ταμπούρλο που γυρόφερνε το παγωμένο σώμα.
Μα πώς; Εκείνο το χέρι -τώρα δα- τον τάιζε ψίχουλα,
Ποια στιγμή το πέτρωσε;
Το περιεργαζόταν, την …πέτρινη παλάμη του,
εις άγραν κάποιου ξεχασμένου ψίχουλου.
Με την ανάσα τού νεκρού, χρόνια τώρα.
Με ελάχιστα μικρά διαλείματα, κάποιες μικρές αναστάσεις,
που προλάβαινε να ελπίζει.
Σε κρύους καιρούς διαψεύσθηκε.
Το δειχνε στο βλέμμα του.
Όσοι τον ήξεραν, νοητά το ακολούθησαν.
Τη γραμμή του, που χάραζε το απέραντο
Σαν ιστορία μαρτυρημένη κάποιου
…μετανάστη τής ζωής.
Μα πώς; Πριν μιλούσε.
Τον περιτριγύρισαν άνθρωποι. Τρομαγμένοι.
Φοβήθηκαν, μην κι είχαν την ίδια με κείνον τύχη.
Απέσυραν το βλέμμα τους.
Από το άγνωστο «απέραντο»
στα τετριμένα, καθημερινά.
Το σπουργίτι έφυγε,
κίνησε αλλού για ψίχουλα.