της Νάντιας Γιαννακοπούλου
Η πρόσφατη έκθεση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Ρακιντζή σχετικά με την διαφθορά στον Δημόσιο Τομέα φέρνει στο φως αποτελέσματα που προκαλούν προβληματισμό. Μελετώντας προσεκτικότερα τους δείκτες διαφθοράς της οργάνωσης «Διεθνής Διαφάνεια» που φέρνουν την Ελλάδα σε θέση που δεν προσιδιάζει σε ευρωπαϊκό κράτος (με δείκτη 3,5/10 μαζί με την Κολομβία, όταν η Τουρκία εμφανίζει 4,4, η Ισπανία 6,1 η Κύπρος 6,3 και η Σουηδία 9,2) οι προβληματισμοί εντείνονται καθώς η εικόνα φαίνεται να συνάδει με αυτήν που περιγράφει στην Έκθεσή του ο Γενικός Επιθεωρητής.
Για δεκαετίες ολόκληρες, συνηθίζαμε ως Έλληνες να αποδίδουμε τη διαφθορά σε πολιτισμικά κριτήρια. Πότε λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας στα Βαλκάνια, πότε λόγω οθωμανικής κατοχής, πότε λόγω μιας ιδιάζουσας θεώρησης του μεσογειακού μας ταμπεραμέντου και της ελληνικής «μαγκιάς», η παραπάνω ήταν μια εύκολη και βολική λύση για να αποποιούμαστε των ευθυνών μας. Ωστόσο, για όποιον θέλει να μην εθελοτυφλεί αλλά να θέσει το ζήτημα σε ρεαλιστική βάση και να το αντιμετωπίσει, τα παραπάνω δεδομένα έχουν ανατραπεί. Τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, όπως και οι άλλοι γείτονές μας καταπολεμούν σταδιακά αλλά σταθερά και αποτελεσματικά τη διαφθορά, ενώ πλέον το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο έχει ταυτιστεί με μια πρωτοφανή κρίση χρέους και λιτότητας. Η, δε, ελληνική «μαγκιά» θα πρέπει να φανεί τώρα στα δύσκολα.
Η διαφθορά είναι ένα φαινόμενο που εντοπίζεται από άκρη σε άκρη στη γη, αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, με διάφορα αίτια. Ενισχύεται από την έλλειψη οργάνωσης του δημόσιου τομέα, την υπολειτουργία των θεσμών, την ατιμωρησία και την αποδοχή της από την ελίτ και τα κοινωνικά στρώματα σε μια αμφίδρομη σχέση… Θέτει ένα σοβαρό πρόβλημα ανάπτυξης και υπονομεύει τη δημοκρατία και τη χρηστή διακυβέρνηση. Αυξάνει το κόστος της επιχείρησης μέσω της τιμής των παράνομων πληρωμών. Διογκώνει το κόστος της παραγωγής και των υπηρεσιών και στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, επιβαρύνοντας έτσι κυρίως τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Ωστόσο, σημαντικότερα όλων, σε επίπεδο αντιλήψεων παραμορφώνει την αντίληψη που έχουμε για το κράτος, διαστρεβλώνει την έννοια της επιχειρηματικότητας, στηρίζει την διαπλοκή και καταλύει την αξιοκρατία.
Η δημόσια διαφθορά «τρέφεται» από αδυναμίες του πολιτικού συστήματος και βρίσκει ερείσματα στο σύστημα αξιών. Προϋποθέτει την αδιαφάνεια στη δημόσια πρακτική και την ατιμωρησία. Διαμορφώνει και στηρίζεται σε συντεχνίες και στην «ομερτά» που επικρατεί ανάμεσα στα μέλη της.
Κυρίως όμως τροφοδοτείται από την πολυνομία και την κακή ποιότητα της νομοθεσίας, στοιχείο που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαφθορά ανθεί σε εκείνα τα πεδία όπου το νομικό πλαίσιο είναι πολύπλοκο, ασταθές και απρόβλεπτο (όπως το φορολογικό και το πολεοδομικό πεδίο) αναπαράγοντας συνεχώς νέες ρυθμίσεις που έρχονται σε αντίθεση με άλλες υφιστάμενες δημιουργώντας νομικό πληθωρισμό και τελικά, όπως περιγράφει ο Συνήγορος του Πολίτη, γκρίζες ζώνες ημινομιμότητας ή ημιπαρανομίας.
Είναι υπερβολή να την αποδώσουμε σε πολιτισμικά κριτήρια, αλλά μπορούμε, δυστυχώς, να παραδεχθούμε πως πλέον αποκτά χαρακτηριστικά «μικρο-κουλτούρας» (σε επίπεδο διοικητικής δομής) που διαχέεται σε ευρύτερες δραστηριότητες. Έτσι δημιουργεί φαύλους κύκλους, διεισδύει παντού διαιωνίζεται και ριζώνει σε αντιλήψεις που έχουν να κάνουν με την παιδεία. Αποσυνθέτει την εκπαίδευση, απαξιώνει την καλλιέργεια του πνεύματος και τα καθιστά περιττά εφόδια. Σκοτεινιάζει τον ορίζοντα της νεολαίας και της υγιούς έκφρασης και υποθηκεύει το μέλλον της κοινωνίας.
Εκτρέφεται από τον λαϊκισμό και τον εκτρέφει. Βασίζει την επικράτησή της στην πεποίθηση ότι κάποια στιγμή «θα σταματήσεις να είσαι ο βλάκας της υπόθεσης»…
Όσον αφορά, δε, στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών απαιτεί την ροή άφθονου, και κυρίως, εύκολου χρήματος, ενώ αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια που βασίζεται στον μόχθο και τη σκληρή δουλειά, καθώς δεν είναι ο «ενδεδειγμένος» τρόπος.
Κι επειδή όλα αυτά, ή τουλάχιστον κάποια από αυτά, κάτι μας θυμίζουν, δεν χρειάζεται να ψάξουμε ιδιαίτερα βαθιά για την κατάντια του κράτους μας. Ενός κράτους ευρισκόμενου σε κατάσταση δημοσιονομικής αλλά και πολιτικής χρεοκοπίας, που καταφεύγει για να μην καταρρεύσει σε άγριες φορολογικές επιδρομές επί δικαίων και αδίκων λόγω και της αδυναμίας του να ελέγξει τον φορολογικό μηχανισμό, ο οποίος εμφανίζει επιπλέον και υψηλά ποσοστά διαφθοράς.
Πλέον, η αλλαγή δεν είναι επιλογή και η διαφθορά δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Αλλαγές συγκεκριμένες πρέπει να συμβούν, όπως ο συνταγματικά κατοχυρωμένος δημοσιονομικός εξορθολογισμός της χώρας, για να μην μπορεί κανείς να διοχετεύει άσκοπα το μέλλον της χώρας σε «υπόγειες διαδρομές». Επιπλέον, η ποιοτική νομοθέτηση με σαφείς νόμους που θα υπόκεινται πριν την ψήφισή τους σε εξαντλητική ανάλυση κανονιστικών επιπτώσεων θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την εμπέδωση της διαφάνειας και της δικαιοσύνης ως πρώτιστες αρχές της δημόσιας πρακτικής σε όλα τα επίπεδα. Σε αυτό το πλαίσιο, βέβαια, ο σημαντικότερος ρόλος επιφυλάσσεται για την παιδεία. Ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης είναι αναγκαίος, έτσι ώστε να αποκτήσει κοινωνικά χαρακτηριστικά και να διαμορφώνει πολίτες και όχι «πελάτες» και πέραν τούτου θα είχε σημαντικά αποτελέσματα στην εμπέδωση της αγωγής και της μόρφωσης εις βάρος του «ρουσφετιού» και της «χάρης». Σαφώς, προς αυτήν την κατεύθυνση θα λειτουργούσε η σταθερή καταδίκη και αποδοκιμασία του λαϊκισμού και η επικράτηση της ειλικρινούς, συνετής πολιτικής στάσης που δεν βασίζεται στην ανταπόδοση.
Συνεπώς, πράγματα αυτονόητα είναι, πλέον, ανάγκη να συμβούν χωρίς καθυστερήσεις. Η πάταξη της διαφθοράς δεν είναι αδύνατη, γιατί δεν είναι στοιχείο του Έλληνα αλλά στοιχειώνει την ελληνική κοινωνία. Αιδώς και αλίμονο σε όποιον επιχειρεί να συσχετίσει τη διαφθορά με τον ελληνικό πολιτισμό. Τη «λαμογιά» και τη διαπλοκή με την ελληνική κουλτούρα, το φιλότιμο και την καλώς εννοούμενη «μαγκιά». Η ασυδοσία, η ατιμωρησία και η διαφθορά δεν διαμορφώνουν, αλλά καταστρέφουν συνειδήσεις.