Τη δαίδαλη πορεία της δεν την προλάβαμε.
Αναβάλλαμε την καθαρογραφία της σκέψης της.
Ολιγωρούσαμε.
Πιθανόν γιατί πιστεύαμε ότι δεν ήταν οριστική,
πιθανόν επειδή συνεχώς ανανέωνε ερωτήματα.
Δεν ελαφραίναμε.
Κι αν το σακί τους καταγής,
ερωτήματα άλλα στη θέση τους,
σκαρφάλωναν στην πλάτη μας.
Κατά έναν τρόπο όμως κι εκείνη δυνάμωνε,
περίσσευε κι η σάρκα της για να χωρά.
Έτσι πορευόταν με το βάρος τους,
ώσπου κάποιες στιγμές
–στην επιβεβλημένη στάση μας-,
ισιώναμε την καμπούρα μας.
Απλώναμε τότε χέρια στα ερωτήματα,
να τα συγκρατούν
καθώς γλιστρούσανε στο σώμα μας.
Ξαποσταίναμε σ’ εκείνη την ώρα των αποκρίσεων
στην προσωρινή μας συνειδητοποίηση και
ατενίζαμε πέρα, το κουράγιο του ορίζοντα.
Φορτώναμε μετά τα ερωτήματα –αυτά και άλλα-
στην πλάτη μας ξανά και κινούσαμε τον δρόμο μας,
τον χαραγμένο στο τελευταίο βλέμμα μας.
Όσο υπήρχε ορίζοντας δε φοβόμασταν…
… και τα ερωτήματα της πλάτης μας συνέχιζαν το ταξίδι τους.
Σε τόπους της ευθύνης τους.
Αλλάζοντας διαρκώς ορίζοντα, κρατώντας ωστόσο πάντα έναν.
Το επιλεγμένο φως του.
Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!