γράφει ο Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης, διεθνολόγος-ιστορικός.
Σε λιγότερο από δέκα μέρες, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αποχώρηση αυτή θα λάβει χώρα στις 29 Μαρτίου 2019 και ώρα 11 το βράδυ (τοπική, δηλαδή στη 1 το βράδυ της 30ης Μαρτίου 2019 για την Ελλάδα), εκτός αν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφωνήσουν στο μεταξύ κάποια παράταση της διετούς περιόδου των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων, και κατ’ επέκταση την αναβολή της αποχώρησης του πρώτου από τη δεύτερη. Σε κάθε περίπτωση, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι θα είναι η πρώτη φορά που μια χώρα αποχωρεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι όμως έτσι, ή υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις χωρών που αποχώρησαν από την ΕΕ (πρώην ΕΟΚ) πριν από το Ηνωμένο Βασίλειο;
Για ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει πρώτα να ορίσουμε τι είναι ή τι θεωρούμε «χώρα». Σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο ορισμό, χώρα είναι μια εδαφική ενότητα ή μια επικράτεια όπου κατοικεί ένας συγκεκριμένος πληθυσμός, ο οποίος έχει τη δική του κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, χώρες δεν αποτελούν μόνο τα ανεξάρτητα κράτη, αλλά και οι αυτοκυβερνώμενες κτήσεις. Με βάση τον ορισμό αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι η πρώτη χώρα που θ’ αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση (αν και όταν το καταφέρει), καθώς προηγήθηκαν τουλάχιστον τρεις άλλες χώρες πριν από αυτό. Αναρωτιέστε ποιές; Ας τις εξετάσουμε με χρονολογική σειρά (και με την ημερομηνία «αποχώρησής» τους σε παρένθεση):
- Η Αλγερία (1962)
Ενδεχομένως επηρεασμένοι από το ότι η ιδέα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε από τη Γαλλία και τον υπουργό Εξωτερικών της Ρομπέρ Σουμάν (1948-1953), πολλοί συχνά παραβλέπουν το γεγονός ότι η Γαλλία του 1951 (Συνθήκη των Παρισίων) και του 1957 (Συνθήκη της Ρώμης) ήταν μια χώρα πολύ διαφορετική απ’ ότι είναι σήμερα. Πέραν του ότι η Γαλλία αυτή διέθετε εκτενείς κτήσεις στη Δυτική και Κεντρική Αφρική μέχρι το 1960, η επικράτειά της περιλάμβανε μέχρι το 1957 τέσσερις επαρχίες της σημερινής Αλγερίας ως διαμερίσματα (départements) της «μητροπολιτικής» Γαλλίας (La France métropolitaine), ενώ από το 1957 μέχρι το 1962 ολόκληρη η γαλλική Αλγερία (Algérie française) θεωρούνταν τμήμα της Γαλλίας, και κατ’ επέκταση μέρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) που ιδρύθηκε το 1957.
Παρότι η Γαλλία είχε αποδώσει πλήρη πολιτικά δικαιώματα σε ένα μικρό ποσοστό γηγενών της Αλγερίας, η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της ήταν Βέρβεροι και Άραβες μουσουλμάνοι που ήταν δυσαρεστημένοι με τη γαλλική διοίκηση και το καθεστώς «πολίτη β’ κατηγορίας» που είχαν. Στο πλαίσιο αυτό, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 πολλοί γηγενείς άρχισαν να υποστηρίζουν ότι η γαλλική κυριαρχία επί της χώρας αυτής έπρεπε να τερματιστεί, και η Αλγερία να γίνει ανεξάρτητη χώρα. Η σημαντικότερη από τις οργανώσεις που ανέλαβαν πολιτική και στρατιωτική δράση για τον σκοπό αυτό ήταν το FLN (Front de Libération Nationale, ήτοι Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), το οποίο σύντομα αναδείχθηκε σε σημαντική απειλή για τα γαλλικά συμφέροντα στην Αλγερία. Η κατάσταση περιπλέχθηκε ακόμα περισσότερο όταν στη σύγκρουση αναμείχθηκαν οι Γάλλοι έποικοι ευρωπαϊκής καταγωγής (οι λεγόμενοι Pieds Noirs), οι οποίοι είχαν γεννηθεί στην Αλγερία ή τα γειτονικά γαλλικά προτεκτοράτα (Τυνησία και Μαρόκο) και αντιδρούσαν έντονα στην προοπτική της ανεξαρτησίας της χώρας από τη Γαλλία. Ο πόλεμος της Αλγερίας (Guerre d’Algérie) δεν επηρέασε μόνο την ομώνυμη χώρα, αλλά και την ίδια τη Γαλλία, προκαλώντας πολιτική κρίση και στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο επέφερε το τέλος της Δ’ Γαλλικής Δημοκρατίας (1946-1958) και την ανάληψη της εξουσίας από τον γηραιό στρατάρχη Σαρλ ντε Γκωλ.
Αντιλαμβανόμενος ότι το συνεχιζόμενο αδιέξοδο στην Αλγερία δημιουργούσε σοβαρές αναταράξεις στο εσωτερικό της Γαλλίας και στις διεθνείς σχέσεις της, ο πρόεδρος ντε Γκωλ αποφάσισε να λύσει αποφασιστικά το πρόβλημα ερχόμενος σε συνεννόηση με το FLN, με αποτέλεσμα τις Συμφωνίες του Εβιάν (18 Μαρτίου 1962). Με αυτές, η Γαλλία αναγνώρισε την κυριαρχία της Αλγερίας και το δικαίωμα του λαού της στην αυτοδιάθεση, ενώ τα δύο μέρη εξήγγειλαν αμνηστία και παρείχαν εγγυήσεις για την προστασία της ζωής και περιουσίας όλων των Αλγερινών υπηκόων, καθώς και για τη μη διάκρισή τους με βάση το θρήσκευμα ή την καταγωγή. Οι συμφωνίες τέθηκαν σε δημοψήφισμα στη μητροπολιτική Γαλλία στις 8 Απριλίου 1962, στο οποίο 90,8% των Γάλλων πολιτών τάχθηκαν υπέρ των συμφωνιών (με συμμετοχή 75,3%), και κατ’ επέκταση υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας από τη Γαλλία. Ακολούθως, την 1η Ιουλίου 1962 διενεργήθηκε ένα δεύτερο δημοψήφισμα στην Αλγερία, στο οποίο 99,72% των κατοίκων της τάχθηκαν υπέρ της ανεξαρτησίας (με συμμετοχή 91,88%). Ως αποτέλεσμα των διεργασιών αυτών, η Αλγερία ανακήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία της δύο μέρες αργότερα, στις 3 Ιουλίου 1962.
Αποκτώντας την ανεξαρτησία της, η Αλγερία έπαυε ν’ αποτελεί μέρος της Γαλλίας, και κατ’ επέκταση μέρος της ΕΟΚ. Υπό την έννοια αυτή, η Αλγερία ήταν η πρώτη χώρα που «αποχώρησε» από την ΕΟΚ, καθώς η Συνθήκη της Ρώμης του 1957 έπαψε να έχει ισχύ στην επικράτειά της, ενώ οι Γάλλοι πολίτες που διέμεναν εκεί και έγιναν Αλγερινοί έπαψαν να είναι Ευρωπαίοι πολίτες. Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που δεν επαναλήφθηκε στις επόμενες περιπτώσεις είναι ότι η «αποχώρηση» αυτή συνέβη ως αποτέλεσμα όχι ενός, αλλά δύο δημοψηφισμάτων, ενός στην επικράτεια που αποχώρησε από την ΕΟΚ (δηλαδή την Αλγερία) και ενός ακόμη στη χώρα από την οποία η επικράτεια αυτή αποσχίστηκε (δηλαδή τη Γαλλία). Με δεδομένη την ένταση και τη διάρκεια της σύγκρουσης που είχε προηγηθεί (1954-1962), η Γαλλία και η Αλγερία δεν ενδιαφέρθηκαν να βρουν κάποια συμβιβαστική λύση ως προς τη διατήρηση των δεσμών της τελευταίας με την ΕΟΚ, ενώ οι επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής περί πολιτιστικής ανωτερότητας των λευκών αποτέλεσαν πρόσθετο εμπόδιο για ένα τέτοιο εγχείρημα.[1]
- Η Γροιλανδία (1985)
Δύο δεκαετίες αργότερα, την Αλγερία ακολούθησε εκτός ΕΟΚ άλλη μια ευρωπαϊκή κτήση, αν και χωρίς να διαρρήξει τους πολιτικούς και οικονομικούς της δεσμούς με τη μητρόπολη της, Δανία. Η χώρα αυτή ήταν η Γροιλανδία, η οποία προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Δανίας το 1814 και έγινε επαρχία του το 1953. Η Δανία δεν ήταν ένα από τα έξι ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ, αλλά εκδήλωσε ενδιαφέρον να ενταχθεί σε αυτή στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ακολουθώντας ως προς αυτό τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τον κύριο εμπορικό της εταίρο, το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Δανία διενήργησε δημοψήφισμα ως προς την ένταξη στην ΕΟΚ στις 2 Οκτωβρίου 1972, ως αποτέλεσμα του οποίου το 63,3% του πληθυσμού της τάχθηκε υπέρ (με συμμετοχή του 90,1% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους). Στο ίδιο δημοψήφισμα, το 70% των Γροιλανδών ψήφισε κατά της ένταξης, αλλά με δεδομένο ότι η Γροιλανδία ήταν επαρχία (amt) της Δανίας, δεν μπορούσε να εξαιρεθεί ή να διαφοροποιηθεί απ’ ότι ίσχυε για το υπόλοιπο βασίλειο. Κατά συνέπεια, εντάχθηκε στην ΕΟΚ μαζί με τη Δανία την 1η Ιανουαρίου 1973.
Έξι χρόνια αργότερα, το 1979, η κυβέρνηση της Δανίας αποφάσισε ν’ αποδώσει αυτοκυβέρνηση στη Γροιλανδία (home rule). Στο πλαίσιο αυτής, η Γροιλανδία απέκτησε διακριτό κοινοβούλιο και διακριτή κυβέρνηση από την υπόλοιπη Δανία, ενώ οι θεσμοί αυτοί ανέλαβαν -είτε αποκλειστικά είτε από κοινού- την αρμοδιότητα για τα περισσότερα «εσωτερικά ζητήματα», με εξαίρεση τις εξωτερικές σχέσεις, την άμυνα και τη διαχείριση των φυσικών πόρων της. Την άνοιξη του 1981, το Κοινοβούλιο της Γροιλανδίας (Inatsisartut) αποφάσισε να διενεργήσει νέο δημοψήφισμα αναφορικά με την παραμονή ή μη της Γροιλανδίας στην ΕΟΚ. Ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα υπέρ της αποχώρησης ήταν η Κοινή Αλιευτική Πολιτική της ΕΟΚ, η οποία επέτρεπε στους μεγάλους αλιευτικούς στόλους των κρατών-μελών να ψαρεύουν στα ύδατα της Γροιλανδίας υπό το ίδιο καθεστώς που ίσχυε και για τους ντόπιους, δημιουργώντας έναν αθέμιτο ανταγωνισμό που λειτουργούσε σε βάρος των τελευταίων, πλήττοντας σοβαρά την τοπική οικονομία. Οι Γροιλανδοί ήταν επίσης δυσαρεστημένοι απ’ το ότι η ΕΟΚ απαγόρευε την εξαγωγή σημαντικών γι’ αυτούς προϊόντων (όπως τα προϊόντα φώκιας), ενώ θεωρούσαν ότι ο τρόπος λειτουργίας της Κοινότητας δεν τους επέτρεπε (λόγω του μικρού πληθυσμού της Γροιλανδίας) να εκπροσωπηθούν στο Ευρωκοινοβούλιο και να προστατέψουν τα συμφέροντά τους.
Ως αποτέλεσμα των ανησυχιών αυτών, στο δημοψήφισμα που έλαβε χώρα στις 23 Φεβρουαρίου 1982 το 53,02% των Γροιλανδών τάχθηκαν υπέρ της αποχώρησης από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, με αποτέλεσμα την επίσημη αποχώρηση της Γροιλανδίας από αυτές την 1η Φεβρουαρίου 1985. Κατά το διάστημα που μεσολάβησε, οι κυβερνήσεις της Δανίας και της Γροιλανδίας διαπραγματεύτηκαν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη λεγόμενη Συνθήκη της Γροιλανδίας (Greenland Treaty), η οποία υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 13 Μαρτίου 1984 και όρισε τη νέα σχέση της αυτοκυβερνώμενης κτήσης με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Σύμφωνα με αυτή, οι υπήκοοι της Γροιλανδίας εξακολούθησαν να είναι Ευρωπαίοι -και Δανοί- υπήκοοι, παρά το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο (acquis communautaire) δεν θα εφαρμοζόταν πια στη Γροιλανδία. Τα αλιευτικά σκάφη των κρατών-μελών της ΕΟΚ θα διατηρούσαν το δικαίωμα να ψαρεύουν στα ύδατά της, αλλά υπό ορισμένους περιορισμούς και με αντάλλαγμα μια ετήσια συνεισφορά στον προϋπολογισμό της Γροιλανδίας, η οποία κατά περιόδους έφτασε το 7% του προϋπολογισμού της. Το καθεστώς αυτό παρέμεινε εν πολλοίς αδιατάρακτο έως σήμερα, ενώ ο βαθμός αυτονομίας της Γροιλανδίας έναντι της Δανίας ενισχύθηκε το 2009, μετά από σχετικό δημοψήφισμα που έγινε στις 25 Νοεμβρίου 2008. Η οικονομική κρίση στη γειτονική Ισλανδία μεταξύ των ετών 2008-2011 και η αίτησή της για ένταξη στην ΕΕ τον Ιούλιο του 2009 φάνηκε για κάποιο διάστημα να ενθαρρύνει την επαναπροσέγγιση της Γροιλανδίας με τις Βρυξέλλες, αλλά δεν εκδηλώθηκε κάποια σχετική πρωτοβουλία κι έτσι οι ελπίδες αυτές δεν ευοδώθηκαν.
- Ο Αγ. Βαρθολομαίος (2012)
Η τρίτη -και μάλλον η πιο άγνωστη- από τις τρεις αποχωρήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αυτή του Άγιου Βαρθολομαίου (Saint Barthélémy), ενός μικρού νησιού των Μικρών Αντιλλών στην Καραϊβική που πήρε τον όνομά του από τον αδερφό του Χριστόφορου Κολόμβου, Bartolomeo. Το νησί εποικήθηκε από Γάλλους το 1648 και το 1674 έγινε μέρος του Βασιλείου της Γαλλίας, η οποία το παραχώρησε στη Σουηδία για έναν περίπου αιώνα (1784-1877) και στη συνέχεια το επανάκτησε. Λόγω του μικρού πληθυσμού του (9.625 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 2015) και του μεγέθους του (25 τ.χλμ., δηλαδή πιο μικρό από τη Γαύδο), το νησί υπαγόταν «παραδοσιακά» στο υπερπόντιο διαμέρισμα της Γουαδελούπης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της «μητροπολιτικής» Γαλλίας από το 1946, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε άλλη ήπειρο.
Το καθεστώς της Γουαδελούπης δεν αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς η Γαλλία έχει άλλα τέσσερα υπερπόντια διαμερίσματα (départements d’outre-mer) εκτός Ευρώπης: τη Μαρτινίκα (η οποία βρίσκεται επίσης στην Καραϊβική, λίγο νοτιότερα της Γουαδελούπης), τη Γαλλική Γουιάνα (στη Νότια Αμερική), το Μαγιότ και το Ρεϋνιόν (τα οποία βρίσκονται στον Ινδικό Ωκεανό, ανατολικά της Αφρικής). Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τις υπερπόντιες κτήσεις των Κάτω Χωρών, της Δανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, τα υπερπόντια διαμερίσματα της Γαλλίας δεν θεωρούνται τρίτα εδάφη σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά «εξωτερικά εδάφη» της Ένωσης (Outermost Regions), όπου ισχύει το ευρωπαϊκό κεκτημένο (acquis), οι κάτοικοί τους έχουν όλα τα δικαιώματα και ελευθερίες των Ευρωπαίων πολιτών και επίσημο νόμισμα είναι το ευρώ, στο οποίο άλλωστε απεικονίζονται τα παραπάνω διαμερίσματα (κάτω αριστερά στην πίσω όψη κάθε χαρτονομίσματος), μαζί με τη Μαδέρα και τις Αζόρες της Πορτογαλίας, αλλά και τα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας.
Το ίδιο καθεστώς ίσχυε και για τον Άγιο Βαρθολομαίο μέχρι το 2007, όταν οι πολιτικοί του εκπρόσωποι ζήτησαν ν’ αποσπαστεί διοικητικά από το διαμέρισμα της Γουαδελούπης και ν’ αναγνωριστεί ως διακριτή «υπερπόντια συλλογικότητα» (collectivité d’outre-mer). Πέραν αυτού, οι αιρετοί εκπρόσωποι του Άγιου Βαρθολομαίου ζήτησαν από τη γαλλική κυβέρνηση «ένα ευρωπαϊκό καθεστώς που θα ταίριαζε περισσότερο στο καθεστώς που έχει το νησί υπό το εγχώριο (γαλλικό) δίκαιο, με δεδομένη την απόσταση που το χωρίζει από την ηπειρωτική χώρα, τη μικρή του οικονομία που εξαρτάται κυρίως από τον τουρισμό και το ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εξασφάλιση προμηθειών, οι οποίες καθιστούν δυσχερή την εφαρμογή ορισμένων κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ανταποκρινόμενος στα αιτήματα αυτά, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί (2007-2012) δέχτηκε την απόσπαση του Άγιου Βαρθολομαίου από το διαμέρισμα της Γουαδελούπης και την αναγωγή του σε υπερπόντια συλλογικότητα, αλλά δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει μόνος ως προς το ευρωπαϊκό καθεστώς του νησιού. Ως προς αυτό, απευθύνθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζητώντας με επιστολή του στις 30 Ιουνίου 2010 την αλλαγή του καθεστώτος του Αγίου Βαρθολομαίου και την αποδοχή της «αποχώρησής» του από την ΕΕ.
Με δεδομένο το εξαιρετικά μικρό μέγεθος της γαλλικής συλλογικότητας, το ζήτημα δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το αίτημα του Γάλλου προέδρου ικανοποιήθηκε άμεσα και εύκολα, καταφέρνοντας να διαφύγει της προσοχής μεγάλου μέρους του εγχώριου και διεθνούς Τύπου. Το ζήτημα διευθετήθηκε κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έλαβε χώρα στις 28 και 29 Οκτωβρίου 2010, το οποίο αποφάσισε ν’ αλλάξει το καθεστώς του Αγίου Βαρθολομαίου από «εξωτερικό έδαφος» της Ένωσης (outermost region) σε «υπερπόντια χώρα ή επικράτεια» (overseas country or territory), αναγνωρίζοντας έτσι ότι δεν αποτελεί πια μέρος της Ένωσης καθαυτής, αποδίδοντάς του ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό της Γροιλανδίας και των περισσότερων βρετανικών και ολλανδικών κτήσεων.[2] Παρά ταύτα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δέχτηκε την πρόθεση της Γαλλίας να διατηρήσει το ευρώ ως επίσημο νόμισμα στον Άγιο Βαρθολομαίο, ενώ όρισε ότι οι υπήκοοί του θα εξακολουθούσαν να είναι Ευρωπαίοι υπήκοοι και να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και ελευθερίες με όλους τους άλλους Γάλλους υπηκόους, όπως άλλωστε θα εξακολουθούσαν οι Ευρωπαίοι πολίτες να έχουν τα ίδια δικαιώματα και ελευθερίες στην επικράτειά του με αυτά που είχαν μέχρι την ημερομηνία της αποχώρησής του από την ΕΕ. Οι πρόνοιες αυτές τέθηκαν σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2012, ημέρα κατά την οποία ο Άγιος Βαρθολομαίος αποχώρησε από την ΕΕ, διατηρώντας ωστόσο στο ακέραιο τους δεσμούς του με τη Γαλλία.
- Το Ηνωμένο Βασίλειο (2019;)
Παρά το γεγονός ότι οι τρεις παραπάνω χώρες αποχώρησαν από την ΕΟΚ ή την ΕΕ πριν από το Ηνωμένο Βασίλειο, το τελευταίο εξακολουθεί να έχει τρεις «πρωτιές». Η μία από αυτές είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι η πρώτη επικράτεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο που θ’ αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η Αλγερία βρίσκεται στην Αφρική, ενώ η Γροιλανδία και ο Άγιος Βαρθολομαίος βρίσκονται στη Βόρεια Αμερική. Η δεύτερη -και ίσως πιο αξιοσημείωτη- «πρωτιά» είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι το πρώτο κράτος-μέλος που θ’ αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και υπό την έννοια αυτή το πρώτο κράτος του οποίου η αποχώρηση θα προκαλέσει αλλαγές στη σύνθεση και λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών, ενώ η τρίτη «πρωτιά» συνίσταται στο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό που έχει ποτέ αποχωρήσει από την Ένωση (έχοντας πληθυσμό 63.183.000 σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έναντι 12 εκατομμυρίων της Αλγερίας το 1962 και 42,3 εκατομμυρίων σήμερα). Πως όμως φτάσαμε ως εδώ;
Όταν το 1952 δημιουργήθηκε η πρώτη Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να μη συμμετέχει. Το ίδιο αποφάσισε και σε σχέση με τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957, αλλά μερικά χρόνια αργότερα η κυβέρνηση του Χάρολντ Μακμίλαν (1957-1963) άλλαξε στάση και ζήτησε από τον υπουργό Εξωτερικών του Έντουαρντ Χηθ να κάνει αίτηση για ένταξη στην ΕΟΚ. Η αίτηση συζητήθηκε από τους αρχηγούς κρατών των έξι ιδρυτικών μελών τον Ιανουάριο του 1963, αλλά ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκωλ άσκησε βέτο στην ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου και το θέμα δεν επανήλθε για κάποια χρόνια. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, το Λονδίνο προσέγγισε και πάλι τα έξι ιδρυτικά μέλη, καταφέρνοντας να εξουδετερώσει τις γαλλικές αντιδράσεις και να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ένταξης. Η προοπτική αυτή συζητήθηκε εκτενώς στο βρετανικό Κοινοβούλιο (House of Commons) τον Οκτώβριο του 1971, και στις 22 Ιανουαρίου 1972 η κυβέρνηση του Έντουαρντ Χηθ υπέγραψε την πράξη προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, των οποίων έγινε πλήρες μέλος την 1η Ιανουαρίου 1973.
Παρά ταύτα, η ένταξη φάνηκε να μην ικανοποιεί τους Βρετανούς πολιτικούς, καθώς εξακολούθησαν να είναι διχασμένοι ως προς τα οφέλη και τα κόστη της συμμετοχής στην ΕΟΚ. Στο πλαίσιο αυτό, ενάμιση χρόνο μετά την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, στις 5 Ιουνίου 1975 διενεργήθηκε δημοψήφισμα ως προς την παραμονή του ή μη στην ΕΟΚ και την Κοινή Αγορά. Σε αυτό, το 67,2% των ψηφοφόρων τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην ΕΟΚ (με συμμετοχή 64,6% των εγγεγραμμένων), επικυρώνοντας και διασφαλίζοντας τη συμμετοχή της χώρας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πατά ταύτα, το Ηνωμένο Βασίλειο συνέχισε να είναι ένας «δύσκολος» εταίρος, δημιουργώντας σημαντικά προσκόμματα στην υιοθέτηση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1986, αλλά και της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992.
Ενοχλημένα από την πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου να ζητάει διαρκώς εξαίρεση από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά καθεστώτα (όπως η Συνθήκη Schengen και η ευρωζώνη), ορισμένα κράτη-μέλη ζήτησαν τη θεσμοθέτηση μιας «ρήτρας αποχώρησης» από την ΕΕ (το λεγόμενο exit clause), ώστε το κράτος ή τα κράτη που δεν επιθυμούσαν να προχωρήσουν σε περαιτέρω ολοκλήρωση να έχουν τη δυνατότητα ν’ αποχωρήσουν από την Ένωση. Μετά από αρκετές αμφιταλαντεύσεις, η πρόνοια αυτή θεσμοθετήθηκε τελικά το 2009 με τη Συνθήκη της Λισαβώνας, το Άρθρο 50 της οποίας προβλέπει ότι το κράτος-μέλος που επιθυμεί ν’ αποχωρήσει θα πρέπει να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτήσει διαπραγματευτική ομάδα που θα εκπροσωπεί τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα κράτη-μέλη, με σκοπό τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με το κράτος-μέλος που ενδιαφέρεται ν’ αποχωρήσει και την επίτευξη συμφωνίας αποχώρησης, η οποία θα πρέπει στη συνέχεια να εγκριθεί από το Κοινοβούλιο του ενδιαφερόμενου κράτους-μέλους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η θεσμοθέτηση του Άρθρου 50 φαίνεται να λειτούργησε ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα UKIP (United Kingdom Independence Party) άρχισε να αυξάνει την ορατότητά του και να διευρύνει την επιρροή του στο βρετανικό εκλογικό κοινό, καταλαμβάνοντας 24 από τις 73 έδρες του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωεκλογές του 2014. Θέλοντας ν’ ανακόψει την δυναμική αυτή, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δεσμεύτηκε κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2015 στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι θα πραγματοποιούσε νέο δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν επανεκλεγόταν. Η προεκλογική αυτή δέσμευση ήταν άστοχη, καθώς ο Βρετανός πρωθυπουργός δεν ήταν αντίθετος στη συμμετοχή της χώρας του στην ΕΕ, αλλά πίστευε ότι ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα καταδείκνυε την περιορισμένη απήχηση του αιτήματος για αποχώρηση από την ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, μετά τη νίκη του στις εκλογές ο Κάμερον δέχτηκε σημαντικές πιέσεις από τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του να υλοποιήσει τη δέσμευσή του. Το αποτέλεσμα ήταν το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 ως προς την παραμονή ή μη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο οποίο -προς έκπληξη πολλών- 51,89% των Βρετανών ψηφοφόρων τάχθηκαν υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ και 48,1% τάχθηκαν υπέρ της παραμονής σε αυτήν. Με δεδομένο ότι ο Κάμερον είχε ταχθεί υπέρ της δεύτερης επιλογής, μετά την επίσημη ανακοίνωση του αποτελέσματος παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από την έως τότε υπουργό Εσωτερικών της κυβέρνησής του, Τερέζα Μέι.
Στις 29 Μαρτίου 2017, η Μέι έστειλε επιστολή στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ζητώντας την εφαρμογή του Άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβώνας. Με την αναφορά αυτή ξεκίνησαν επίσημα οι διετείς διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο την αποχώρηση του πρώτου από τη δεύτερη. Τον Ιούλιο του 2018, η βρετανική κυβέρνηση δημοσίευσε ένα προσχέδιο συμφωνίας που ονομάστηκε Chequers Deal, από την ονομασία της εξοχικής κατοικίας της Βρετανίδας πρωθυπουργού όπου εκπονήθηκε. Το προσχέδιο προκάλεσε την παραίτηση δύο υπουργών της κυβέρνησης Μέι (του υπουργού για το Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις και του υπουργού Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον), ενώ ο κύριος διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μισέλ Μπαρνιέ δήλωσε ότι η ενότητα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς είναι αδιαπραγμάτευτη και η Βρετανία δεν μπορεί να επιλέξει όποια ή όποιες θέλει από τις τέσσερις στοιχειώδεις ελευθερίες της (διακίνησης ανθρώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων).
Παρά τα εμπόδια και τις εντάσεις, οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν κατά τους επόμενους μήνες, με αποτέλεσμα την επίτευξη μιας Συμφωνίας για την Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ στις αρχές Νοεμβρίου 2018 (Agreement on the withdrawal of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland from the European Union). Αφού εξασφάλισε την έγκριση της κυβέρνησής της, η Μέι έθεσε τη συμφωνία ενώπιον του βρετανικού Κοινοβουλίου στις 15 Ιανουαρίου 2019, αλλά αυτό την καταψήφισε με 202 ψήφους υπέρ και 432 κατά. Ο επικεφαλής των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν την κάλεσε ν’ απορρίψει την προοπτική μιας αποχώρησης χωρίς συμφωνία (No Deal Brexit), έκκληση στην οποία η Μέι απάντησε ότι χωρίς συμφωνία, τίποτα δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί. Με δεδομένη την άρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επαναδιαπραγματευτεί μέρος ή όλη τη συμφωνία, η Μέι την έφερε και πάλι στο Κοινοβούλιο στις 12 Μαρτίου 2019, όπου και πάλι καταψηφίστηκε με 242 ψήφους υπέρ και 391 κατά.
Με δεδομένο ότι μένουν μόλις μερικές μέρες μέχρι τη λήξη της διετούς προθεσμίας των διαπραγματεύσεων, και συμφωνία εξακολουθεί να μην υπάρχει, τα σενάρια ως προς το τι μπορεί να συμβεί «την τελευταία στιγμή» είναι πολλά. Ορισμένοι να υποστηρίζουν ότι θα πρέπει ν’ αναβληθεί η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου για μια μεταγενέστερη ημερομηνία, ώστε να υπάρξει χρόνος για πρόσθετες διαβουλεύσεις και ει δυνατόν μια νέα συμφωνία αποχώρησης. Άλλοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να γίνει ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την αποχώρηση ή μη του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει ν’ ακυρωθεί νομικά, πολιτικά ή δικαστικά η επίκληση του Άρθρου 50, ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο να συνεχίσει να είναι κράτος-μέλος της ΕΕ, σαν να μην έγινε ποτέ το δημοψήφισμα του 2016. Με δεδομένη την πολυφωνία αυτή, αλλά και την αδυναμία των Βρετανών να συμφωνήσουν με τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη τους όρους και τον χρόνο της αποχώρησής τους, οποιαδήποτε πρόβλεψη ως προς τις μελλοντικές τους σχέσεις φαίνεται προς το παρόν παρακινδυνευμένη. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε και να παρακολουθούμε τις εξελίξεις, ευελπιστώντας ότι το αποτέλεσμα θα είναι μια μόνιμη και βιώσιμη διευθέτηση που θα καλύπτει τα συμφέροντα της Ένωσης, αλλά και της χώρας μας.
[1] Πέραν αυτού, τα κράτη-μέλη της ΕΟΚ ήταν διστακτικά στο να συνδεθούν πολιτικά και οικονομικά με άλλα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως έδειξε άλλωστε και η ελληνική εμπειρία που τελικά οδήγησε στην υπογραφή Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ στις 9 Ιουλίου 1961. Η συμφωνία κυρώθηκε από την ελληνική Βουλή στις 28 Φεβρουαρίου 1962 και τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Νοεμβρίου 1962, μόλις μερικούς μήνες μετά την πλήρη «αποχώρηση» της Αλγερίας από την ΕΟΚ.
[2] Το καθεστώς της υπερπόντιας χώρας ή επικράτειας έχουν επίσης (με φθίνουσα σειρά πληθυσμού) η Γαλλική Πολυνησία, η Νέα Καληδονία (Γαλλία), το Κουρασάο (Ολλανδία), η Αρούμπα (Ολλανδία), οι Βερμούδες (ΗΒ), τα Νησία Κέιμαν (ΗΒ), το Σιντ Μάρτεν (Ολλανδία), τα Νησιά Τερκς και Κέικος (ΗΒ), οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι (ΗΒ), το Μπονέρ (Ολλανδία), η Ανγκίλα (ΗΒ), τα Νησιά Ουώλις και Φουτούνα (Γαλλία), τα Νησιά Σεν Πιέρ και Μικελόν (Γαλλία), το Μονσεράτ (ΗΒ), η Αγία Ελένη (ΗΒ), τα Φώκλαντ (ΗΒ), ο Άγιος Ευστάθιος (Ολλανδία), το Νησί Σάμπα (Ολλανδία), το Νησί Πίτκαιρν (ΗΒ) και τα Γαλλικά Νότια και Ανταρκτικά Εδάφη.