ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Η Μπάντα
Ένα βιολί έκλαιγε με λυγμούς στα χέρια ενός,
μια κιθάρα ονειρευόταν να παίξει σε ρεσιτάλ,
μπαγκέτα χτυπούσε με λύσσα ατίθασο δίσκο,
ένα πιάνο λιγωνόταν σε δάκτυλα ερωτύλου.
Η μουσική έπαιζε τα παιχνίδια της στη σκηνή.
«Αλύτρωτοι» κολλούσαν αυτιά σαν βλέμματα,
και ως θεατές παρίσταντο στο έργο που εν όλω εκτραχυνόταν
και διαρκώς εξέθετε σε ποικίλες αναστατώσεις.
Παράδειγμα: ένας, αυτός με το συγκινημένο βιολί,
συνέθετε τα ξύλινα δάκρυά του σε μετωπιαίες δικές του σταγόνες.
Στη σειρά έπονταν οι οσμές μασχαλιαίων απολήξεων ενός,
που παρότρυνε μπαγκέτα για βασανισμό ράχης,
μεταλλικά υπομένουσας με κραυγές ψαλίδια.
Δίπλα του, ο ένας, -της άφατης επιθυμίας για ρεσιτάλ κιθάρας-,
εικόνα έδινε υπνωτισμένου στα ανεβοκατεβάσματά της.
Κλασσική περίπτωση κλασικής κιθάρας.
Κλασσική περίπτωση επίσης η επίβλεψη άνωθεν,
όλων, εννοείται και ενός, εκείνου που χαριεντιζόταν με το πιάνο.
Οι «αλύτρωτοι» τον συνελάμβαναν διακριτικά,
με τα πλαϊνά τους βλέμματα.
Σε χρόνο επίκαιρο εν τω μεταξύ,
το κύμα ιδρωδότησης με «γιώτα»,
κατέλαβε και τους ίδιους, που παρίσταντο της ακρόασης
ως συμπάσχοντες επιθεωρητές·
μερικοί μάλιστα εξ’αυτών συντονίστηκαν με την κοινή ευωδία.
Ήτο ζεστή η βραδιά στη σκηνή και έξω της.
Ευεπίφορη μεταφορών.
Η μουσική το εκμεταλλεύτηκε δεόντως.
Λυτρώθηκε σύντονη των λυγμών του βιολιού
και ξέσπασε πάνω στα ντραμς
που δεν ήξεραν για το κρυφό όνειρο της κιθάρας,
που ζηλότυπα ανέχονταν τα μέλια του πιάνου.
Στα χέρια ενός και ενός και ενός και ενός,
η μουσική κοίταξε προς τους θεατές,
που συντηρούνταν αλύτρωτοι.
Διαχύθηκε από πάνω τους.
Απλωμένη μπουγάδα.