ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Η άμοιρη καρέκλα
Σηκώθηκε αέρας κι έσπρωχνε την άμοιρη καρέκλα.
Για λίγο την μετακίνησε.
Την βρήκε άδεια.
Ο καλός της κύρης την είχε αφήσει χήρα.
Μιαν ακόμα μετά τον αδόκητο χαμό του.
Κι είχε πολλά να θυμηθεί.
Τα γραφτά του πως τα’ φτιαχνε στην αγκαλιά της
πως τη ζέσταινε με το σώμα του,
μα πιο πολύ απ’όλα αυτά που έγραφε,
που άθελα του ίσως
της μετέφερε φωναχτά.
Έκτοτε πάγωσαν τα λόγια του.
Μπήκαν σε νεκροθάλαμο, και ίσως
κάποιοι άλλοι να τα διάβαζαν,
ως σε επιτύμβια πλάκα.
Όμως η φωνή του…
εκείνη που χρωμάτιζε,
που γαλήνευε την πλάση του…
Τώρα κάπου αλλού,
ίσως σε άλλο Σύμπαν Λόγου.
Η καρέκλα πάγωνε
και ο αέρας έσπρωχνε ανυπόμονος.
Γιατί κάποτε τον είχε ακούσει να μιλά.
Τι έφταιγε κι η καρέκλα η άμοιρη;