Το μούχρωμα της χαράς ήταν εκείνο, που
πιο πολύ σου ταίριαζε.
Το μακρύ σου πρόσωπο, μάκραινε,
άμαθο για αχανείς κοιλάδες.
Τα ξέφωτα βαστούσε μόνο,
τις συγκοπές των άγονων δρόμων.
Τα μάτια σου μισάνοιχτα,
με βλέφαρα μολυβένιους φύλακες,
να φράζουν, όσα εικόνες σώσματα,
απότοκα τής συνήθειας.
Οι κόρες τους, πριγκίπισες που φτιάχναν φως,
στο φως που λιγοστεύει, ολοέν και λιγοστεύει,
ως να φύγει, σαν τον κιοτή,
τον άμαχο των μαχών.
Δεν σου πρεπε η χαρά που περίμενες,
τα ψίχουλα της,
στο τραπέζι που οι άλλοι θα ξεσπλάχνιζαν.
Σε γεύμα με περίσσευμα δεν ήσουν προσκεκλημένος.
Μόνος σου θα πεινούσες.
Την πείνα του αυτάρκους.
Το μούχρωμα της χαράς σε βρήκε να καταγράφεις
τις επινοημένες σου χαρές. Στις κόρες που πεινούσαν.
Δεν ήταν λίγες. Ήταν και άξιες να σε χορταίνουν.
Τα βλέφαρα ήταν εκεί. Να τις φυλάγουν.
Από τις εισβολές των ψεύτικων,
από τα μάτια τους, που… σε κοιτούν αλλήθωρα
και ας μην το υποπτεύονται καν.
Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!