Τα όρια όμως στην οικονομία μεταξύ μύθου και πραγματικότητας είναι μικρά σε οικονομίες όπως είναι σήμερα η οικονομία της χώρας μας. Γιατί μια “στραβή”, όπως χαρακτηριστικά λέει ο λαός, μπορεί να μετατρέψει το κλίμα ευφορίας σε καταστροφή. Για τον λόγο αυτό και για να μη δικαιώσουν οι εξελίξεις τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ονειρεύεται να στευθεί βασιλεύς επί των ερειπίων της χώρας, η κυβέρνηση οφείλει ΤΩΡΑ να ενισχύσει τον μοναδικό τομέα που μπορεί να προσφέρει και να δώσει δυναμική στην οικονομία, και φυσικά εννοούμε τον ιδιωτικό τομέα.
Τώρα είναι η ώρα να ληφθούν αποφάσεις που θα κάνουν τις επενδύσεις στην Ελλάδα πιο ελκυστικές. Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει το κράτος να είναι σύμμαχος και όχι τροχοπέδη στην διάθεση Ελλήνων και ξένων να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στη χώρα μας.
Μια από τις βασικές κινήσεις που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση είναι να λάβει μέτρα που ως στόχο θα έχουν τη μείωση του κόστους παραγωγής για να είναι τα ελληνικά προϊόντα στο εξωτερικό πιο ανταγωνιστικά.
Θα πρέπει όμως να κατανοήσουν οι πάντες ότι όταν μιλάμε για μείωση του κόστους παραγωγής δεν πρέπει καν να σκεφτεται κανείς περαιτέρω μείωση μισθών. Το εργασιακό κόστος στη χώρα μας είναι είδη χαμηλό. Και η κοινωνία, ο ελληνικός λαός, δεν αντέχει άλλες μειώσεις στα μεροκάματά του. Εκεί που πρέπει να στρέψει την προσοχή της η κυβέρνηση είναι στη μείωση της φορολογίας. Η δήλωση του πρωθυπουργού για ενιαία φορολόγηση στο επίπεδο του 15% είναι το ιδανικό. Αλλά μέχρι οι συνθήκες το επιτρέψουν να φθάσουμε εκεί θα πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα σε μείωση της φορολογίας σε τομείς που, όπως η ζωή απέδειξε, οι αυξημένοι φορολογικοί δείκτες όχι μόνο δεν ενίσχυσαν την οικονομία, αλλά προκάλεσαν το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού και έσοδα στέρησαν και την ύφεση και την ανεργία ενίσχυσαν.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αρνητικών αποτελεσμάτων από την αύξηση της φορολόγησης από την αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση από 13% στο 23% ίσως δεν υπάρχει. Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας, για το 2012 – 2015 προβλέπονταν ότι η μετάβαση από το 13% στο 23% θα έφερνε 1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ωστόσο η απόδοση περιορίστηκε στα 800 εκατ. ευρώ και το αποτέλεσμα δείχνει ότι απέφερε 160 εκ ευρώ.
Το θέμα, βέβαια, έχει τεθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στην Τρόικα και αν επικρατήσει η κοινή λογική τότε θα πρέπει να αναμένουμε θετικά αποτελέσματα. Άλλωστε πώς είναι δυνατόν να είμαστε ανταγωνιστικοί στον συγκεκριμένο τομέα όταν χώρες όπως η Ιταλία και η Τουρκία, που εκτός από γειτονικές είναι και ανταγωνίστριες της Ελλάδος στον τουρισμό, έχουν ΦΠΑ στην εστίαση 13% και 9% αντιστοίχως;
Αλλά και σε άλλους τομείς όπως ο ΦΠΑ στα καύσιμα, πρέπει να υπάρξουν μειώσεις. Η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα στην Ευρώπη (σε απόσταση αναπνοής από την Σουηδία) σε ό,τι αφορά τη φορολογηση των καυσίμων. Για κάθε λίτρο αμόλυβδης βενζίνης που αγοράζουμε στην Ελλάδα, το 57,67% της τιμής αποτελείται από φόρους! Αυτό φυσικά μπορεί να βάζει κάποια έσοδα στα ταμεία του κράτους, αλλά θα πρέπει να σκεφθεί το κράτος πόσο έχει μειωθεί η κατανάλωση, δηλαδή πόσα αυτοκίνητα μένουν στα γκαράζ, πόσες οικογένειες δεν κάνουν πλέον ταξίδια γιατί σκέφτονται την υψηλή τιμή των καυσίμων, πόσο ανασταλτικά λειτουργεί στην κίνηση του χρήματος και, φυσικά, ότι όταν το χρήμα δεν κινείται, τότε η οικονομία πεθαίνει.
Όλα αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να επανεξετάσει η κυβέρνηση και, για να λάβει την έγκριση της τρόικας, θα πρέπει στη νέα αξιολόγηση οι συζητήσεις να εξαντληθούν σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα και όχι στο αν είμαστε συνεπείς στην εφαρμογή των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει. Γιατί όταν οι διαπραγματεύσεις εξαντλούνται στο αν εφαρμόζουμε ή όχι σωστά τις μνημονιακές δεσμεύσεις μας, τότε όχι μόνο δεν μένει χρόνος να τεθούν άλλα ζητήματα, αλλά δεν έχουμε την αξιοπιστία να θέσουμε άλλα ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Είναι γεγονός ότι η αγορά διψά για καλές ειδήσεις που δημιουργούν ελπίδα εξόδου από την κρίση. Οι επαγγελματίες καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι η αξία των ακάλυπτων επιταγών και απλήρωτων συναλλαγματικών το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2013, ανήλθε στα 310 εκατ. ευρώ έναντι 682 εκατ. ευρώ στο αντίστοιχο περυσινό χρονικό διάστημα. Και αυτή η εξέλιξη έχει σχέση και με την έναρξη της διαδικασίας πληρωμής από την πλευρά του κράτους των χρεών του προς τους ιδιώτες. Αυτή η διαδικασία όμως πρέπει να συνεχισθεί με ταχύτερους ρυθμούς. Γιατί μνημονιακή υποχρέωση είναι και η αποπληρωμή κρατικών χρεών προς ιδιώτες ύψους 8 δις ευρώ έως το τέλος του 2013. Γιατί αν τα χρήματα αυτά πέσουν στην αγορά, τότε, σε ένα βαθμό, θα ξαναγυρίσουν στο κράτος, αφού κανείς σωστός επαγγελματίας δεν θέλει να έχει εκκρεμότητες.
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι από το ένα χέρι να τους δίνει το κράτος και από το άλλο να τους τα παίρνει. Γιατί απλούστατα θα αναζητήσουν άλλες αγορές όπου θα έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα κέρδους. Η ουσία είναι να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε το οποιοδήποτε κέρδος να επανεπενδύεται στον τόπο μας και να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και επί πλέον πλούτο.
Πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε όλοι ότι είναι ανάγκη να αναπροσαρμόσουμε άμεσα την φορολογική πολιτική μας. Το ύψος της φοροδιαφυγής στη χώρα μας έχει αποδείξει ότι όσο πιο υψηλή είναι η φορολογία τόσο μεγαλύτερη είναι η φοροδιαφυγή. Γιατί σε μια υψηλή φορολόγηση “αξίζει τον κόποι να ρισκάρεις” γιατί το κέρδος θα είναι μεγάλο ή, απλούστατα, ο φορολογούμενος θα δηλώσει αδυναμία πληρωμής. Σε μια χαμηλή φορολόγηση, όμως, κανένας δεν θα ρισκάρει να μη πληρώσει αλλά και εκείνοι που αδυνατούν να πληρώσουν θα καταβάλουν πιο εύκολα προσπάθειες για να φανούν, κατά το δυνατόν, συνεπείς.
Η προσπάθειά μας λοιπόν πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτή τη φάση στη μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ειδικών φόρων για τους έντιμους αλλά, βεβαιώς και στην πάταξη της φοροδιαφυγής για όλους εκείνους που ζουν εις βάρος του ελληνικού λαού.