γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Στην εποχή μας, πολιτικοί και οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες οδηγούν στην αθρόα μετανάστευση, παράνομη κυρίως, αλλά και στην προσφυγιά εξαιτίας των πολέμων. Η κομβική θέση της χώρας μας, την καθιστά πόλο έλξης.
Την πρώτη πλημμυρίδα υποδεχτήκαμε τη δεκαετία του ΄90 και κατόπιν κι άλλες. Στο πρόσφατο μάλιστα παρελθόν, η κυβερνητική πολιτική ενίσχυε τις παράνομες αφίξεις με τις θεωρίες των ανοικτών συνόρων και τις κατάπτυστες ταμπέλες του ρατσιστή σε όσους αγωνιούσαν για το μέλλον των κοινωνιών ή του έθνους. Τα αποτελέσματα στη Μυτιλήνη, τη Σάμο, τη Λέρο, στα Διαβατά και αλλού είναι πλέον γνωστά. Έφτιαξαν τα hot spot κολαστήρια.
Ο υποκριτικός ιδεολογικός αντιρατσισμός της γης της Επαγγελίας, διανθισμένος με ανθρωπιστικές κορώνες και συνεπικουρούμενος από διεθνιστικούς και αναρχοαριστερούς κύκλους προσπαθεί να πείσει τις δυτικές κοινωνίες για την ενοχή τους, απέναντι στα φαινόμενα λαθρομετανάστευσης. Οι αριθμοί όμως των πληθυσμών είναι μεγάλοι και η κοινωνικο-οικονομική κρίση ευνοεί την αναζήτηση εχθρών και αποδιοπομπαίων τράγων.
Έως έναν βαθμό οι αντιδράσεις είναι αιτιολογημένες. Σε αγροτικές μάλιστα περιοχές, όπου ακόμη ο “μαγικός” τρόπος σκέψης επιδρά, η ψευδαίσθηση της αλλοτρίωσης είναι τρομερή. Ωστόσο, με αφορισμούς, ευχολόγια και παραληρήματα καθαρότητας το πρόβλημα δεν λύνεται. Ούτε βέβαια με εκδηλώσεις κοινωνικού άγχους, καταδίωξης και συνωμοσιολογίας.
Το μεταναστευτικό είναι εδώ, δεν εξαλείφεται. Μπορεί μόνο να περιοριστεί με αυστηρότερες πολιτικές και να απαλυνθεί. Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Καλαμπάκας είναι απαράδεκτη. Τίποτε δεν διακινδυνεύουν να χάσουν οι αυτόχθονες Εύμαιες φυλές των χοίρων στην Καλαμπάκα, εκτός ίσως από την υποκρισία.
Σάββα Λίκα, Καχιασβίλι, Αντετοκούνµπο, Μιρέλα Μανιάνι, Ηλιάδης, Καρντάνοφ, Τσακαλίδης και πόσους ακόμη αγκαλιάσαμε. Το παράδειγμα του Δήμου Τρικκαίων και των πολιτών του αποτελεί τεκμήριο μίμησης, προοδευτισμού και αλληλεγγύης. Αντίθετα, οι κατ’ επίφαση προοδευτικοί, επί άμβωνος σταλινοποιούνται. Υποκριτικά λοιπόν τα φίλια πυρά στον Δήμαρχο. Και αν μας πέφτει βαριά η έλευση λίγων οικογενειών, η κοινωνία μας, οι Δήμοι του νομού μας και οι Μητροπόλεις, κάλλιστα μπορούνε να φιλοξενήσουν ένα μικρό αριθμό από τις 4800 ασυνόδευτα και ορφανά παιδιά. Ενδεχομένως να αξιοποιούσανε πόρους από το Ταμείο Ασύλου και Μετανάστευσης της Ε.Ε. ή της Ύπατης Αρμοστείας.
Η αποστολή της Εκκλησίας είναι η διακονία των καταφρονημένων. Ας κάνουν λοιπόν ένα βήμα εμπρός οι τοπικοί “Άγιοι”, ξεπεζεύοντας τον εκκοσμικευμένο ναρκισσισμό τους και ας αναζητήσουν παιδιά που φιλοξενούνται ακόμη και σε παιδιατρικά ιδρύματα, ταξιδεύοντάς τα εκεί όπου δεν θα φοβούνται πια. Οι υποδομές υπάρχουν. Η ενσωμάτωσή τους, μια συγκρουσιακή διαδικασία κοινωνικών αποκλεισμών και αποδοχής, αποτελεί ένα κοινωνικό στοίχημα που μας αφορά όλους.