γράφει ο Δημήτρης Κοντογιάννης.
Δεν θυμάμαι πιο βαρετή παρουσία Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Όσο και να προσπαθώ, δεν καταφέρνω να θυμηθώ κάποιον πιο αδιάφορο, άνοστο, άχρωμο και άοσμο Πρωθυπουργό. Ακόμα και στην συνέντευξη τύπου, όπου υπήρχε ο απρόβλεπτος παράγοντας των δημοσιογράφων, το ενδιαφέρον παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με την οικονομία μας. Γιατί όμως ξαφνικά βαθερήκαμε τόσο τον άκρως επικοινωνιακό Αλέξη Τσίπρα;
Ίσως κουραστήκαμε από όλη αυτή τη στείρα επικοινωνία.Πότε θα γίνουν εκλογές; Στο τέλος της τετραετίας, εκτός αν γίνουν νωρίτερα. Θα κοπούν οι συντάξεις; Όχι, εκτός αν αναγκαστούμε να τις κόψουμε. Θα ρίξει την κυβέρνηση ο Πάνος Καμμένος; Όχι, εκτός αν την ρίξει, αλλά δεν θα την ρίξει, που μπορεί να το κάνει αλλά δεν θα το κάνει. Ωωωωώχου, βαρέθηκα και μόνο που έγραψα αυτή την παράγραφο. Θα προτιμούσα να έβλεπα μπογιά να στεγνώνει ή γρασίδι να μεγαλώνει σε σλόου μόσιον. Είπαμε, καλή η επικοινωνία και οι αοριστίες, αλλά κάπου πρέπει να υπάρχει και κάποιο μέτρο, κάποιο όριο.
Ίσως μετά να βαρεθήκαμε επειδή ο Πρωθυπουργός από τον κυρίαρχο του παιχνιδιού έχει μετατραπεί σε μια σαλούφα που την πάει το ρεύμα όπου θέλει. Παλιά δημιουργούσε πολιτική –έφτιαξε από το μηδέν ένα παράλογο δημοψήφισμα σχετικά με το αν θα αποδεχτούμε μία πρόταση που δεν υπήρχε και έπεισε και εκατομμύρια ανθρώπων ότι είχε νόημα να ψηφίσουν για το αν ο γάιδαρος πετάει ή όχι! Όταν τις προάλλες ακούστηκε από τις ειδήσεις σαν ιδέα ένα δημοψήφισμα την άνοιξη για την ονομασία των Σκοπίων, ένας διπλανός μου αυθόρμητα είπε «Πωω, δε μας χέζεις ρε Αλέξη;» συμπυκνώνοντας μέσα σε μία πρόταση το αίσθημα ενός ολόκληρου λαού. Πάει ο Αλέξης που ξέραμε, που μπορούσε και όριζε την επικαιρότητα. Τώρα η επικαιρότητα ορίζει τον Αλέξη, όπως όριζε τον Σαμαρά ή τον Σημίτη. Το έχουμε ξαναδεί το έργο και ήταν αρκετά βαρετό από τις πρώτες φορές. Από το να δω μια συνέντευξη όπου ο Πρωθυπουργός είναι μια επανάληψη της επανάληψης θα προτιμούσα να ξαναδώ επαναλήψεις του «Κωνσταντίνου και Ελένης», ακόμα και τρεις φορές σερί το ίδιο επεισόδιο.
Το χειρότερο όμως για τον Πρωθυπουργό μας ίσως είναι ότι όλη αυτή η βαρεμάρα μπορεί να έχει προκύψει ως επακόλουθο της οργής. Ποτέ δεν τον συμπαθησα ιδιαίτερα. Όταν λοιπόν κατέστρεψε την όποια οικονομία είχαμε, με εξόργισε. Όταν δίχασε τον λαό σε εμφυλιοπολεμικό επίπεδο με το δημοψήφισμα, ξανά με εξόργισε. Όταν κατέστρεψε την εξωτερική πολιτική δεκαετιών και κατάφερε ό,τι κατάφερε με τα Σκόπια, και πάλι με εξόργισε. Όταν τον είδα τη βραδιά της καταστροφής στο Μάτι να κάνει αυτό το επικοινωνιακό σόου για να καλύψει τον Πρωθυπουργικό πισινό του από τη ζημιά που θα του έκαναν οι νεκροί… απλά παραιτήθηκα. Σταμάτησα να τον αντιπαθώ. Για λίγο τον λυπήθηκα για το μίζερο εγωκεντρικό ανθρωπάκι που κατάντησε, αλλά και αυτό μου πέρασε γρήγορα. Μετά από λίγη ώρα μου ήταν απλά αδιάφορος.
Θα μου τάξει φοροελαφρύνσεις; Δεν με νοιάζει. Θα μου υποσχεθεί λεφτά; Δεν με νοιάζει. Θα κάνει νέο δημοψήφισμα; Πρόβλημά του. Θα κάνει εκλογές νωρίτερα; Ας κάνει ό,τι θέλει.
Τον Αλέξη Τσίπρα τον βαρέθηκα γιατί δεν με νοιάζει πλέον ως πολιτικός ή ως άνθρωπος. Ας κάνει ό,τι θέλει, ας πει ό,τι θέλει, ας υποσχεθεί ό,τι θέλει. Οι αντίπαλοί του τον βαρέθηκαν, οι σύμμαχοί του τον βαρέθηκαν, ακόμα και μέσα στο ίδιο του το κόμμα άρχισαν πλέον να ψάχνουν τον επόμενο γιατί τον βαρέθηκαν. Από το πιο επικοινωνιακό άτομο που κυβέρνησε την χώρα μας μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, έμεινε μόνο η επικοινωνία. Ποιος θα φανταζόταν ότι θα την βαριόμασταν τόσο;