Δεν πρόκειται να αναλύσουμε το ότι δεν υπάρχει καθαρή έξοδος, αφού η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην αποδρομή τους από την εξουσία φρόντισαν να δεσμεύσουν τις επόμενες κυβερνήσεις με ένα ακόμη, τέταρτο κατά σειρά, πολυετές μνημόνιο, χωρίς οικονομικές απολαβές, παρά μόνο με δεσμεύσεις. Θα επικεντρωθούμε στην επόμενη μέρα του μνημονίου. Στη μέρα που η Ελλάδα θα βρεθεί στις αγορές και θα πρέπει να αντιμετωπίσει την ωμότητα των αγορών και του δανεισμού χωρίς στηρίγματα.
Το ερώτημα, πλέον, και αυτό θα είναι το διακύβευμα των εκλογών, θα είναι ποιος θα μπορέσει να προσφέρει περισσότερη οικονομική ασφάλεια στη χώρα στα πρώτα της βήματα, ξανά στις αγορές: Ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Για την έξοδο στις αγορές ο Αλέξης Τσίπρας έχει απορρίψει την προληπτική γραμμή στήριξης και προσανατολίζεται στο ταμειακό απόθεμα (cash buffer) που συγκεντρώνει η Κυβέρνηση αφαιμάζοντας την ελληνική οικονομία, με κίνδυνο να διαρρήξει πλήρως τον κοινωνικό ιστό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την άλλη, προκρίνει μια τρίτη λύση: Την αξιοποίηση των 27,4 δις που είναι αναξιοποίητα κεφάλαια από το τρίτο δανειακό πρόγραμμα των 86 δις ευρώ που συμφώνησαν οι εταίροι να διαθέσουν στην Ελλάδα.
Είναι σαφές ότι ο κ. Τσίπρας δεν θέλει να δυσαρεστήσει τους πιστωτές οι οποίοι όπου βρεθούν κι όπου σταθούν έχουν έναν καλό λόγο για τον καλύτερο μνημονιακό πρωθυπουργό.
Για το χρέος ο πρόεδρος της ΝΔ σε όλα τα ευρωπαϊκά for a υπενθυμίζει ότι οι εταίροι της χώρας μας έχουν δεσμευθεί για μείωση του χρέους από το 2012. Και τους καλεί να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει από τότε έναντι της Ελλάδας.
Είναι σαφές ότι η συμφωνία αυτή θα είχε ολοκληρωθεί αν ο κ. Τσίπρας δεν έριχνε, στα τέλη του 2014, την κυβέρνηση Σαμαρά. Τώρα ουσιαστικά οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προσπαθούν να εξασφαλίσουν εκείνα που οι ίδιοι ματαίωσαν.
Υπενθυμίζεται ότι το 2014 το χρέος ήταν στο 180 % του Α.Ε.Π. και το 2018 αναμένεται να φτάσει το 191,3% του Α.Ε.Π..
Από το 2016, σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση του χρέους, η Νέα Δημοκρατία είχε επισημάνει ότι οι λύσεις πρέπει να κινούνται στην κατεύθυνση επιμήκυνσης της περιόδου χάριτος, επιμήκυνσης της περιόδου αποπληρωμής, χαμηλότερων επιτοκίων και μετατροπής των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά.
Τι προτείνει ο κ. Τσίπρας; Άγνωστο. Φυσικά και δεν ισχύει η προεκλογική του δέσμευση για διαγραφή του χρέους ή του 50% του χρέους ή δεν ξέρω τι άλλο υποστήριζαν εκείνη την περίοδο. Μετά τις εκλογές και αφού προσγειώθηκαν στην σκληρή πραγματικότητα, άρχισαν να κάνουν λόγο για «επιμήκυνση» κλπ… Και σε αυτό το μείζον ζήτημα, η κυβέρνηση «πηγαίνει στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα»
Πάντως σε κάθε περίπτωση η όποια συμφωνία για το χρέος από μόνη της δεν είναι επαρκής για να θέσει την ελληνική οικονομία σε μια διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης.
Η χώρα χρειάζεται αλλαγές. Χρειάζεται τομές. Χρειάζεται μεταρρυθμίσεις που μόνο μια κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός που πιστεύουν σε αυτές μπορούν να πετύχουν. Η χώρα χρειάζεται ένα φιλελεύθερο αναπτυξιακό πρόγραμμα που θα της ξαναδώσει την χαμένη αξιοπιστία της , μετά τις τριετής παλινωδίες Τσίπρα.
Ήδη ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις επαφές του με ξένους ηγέτες καθιστά σαφές ότι ως πρωθυπουργός δεν πρόκειται να αλλάξει την πολιτική και οικονομική φιλοσοφία του, εξ αιτίας ενός πρόσκαιρου πολιτικού κόστους, το οποίο ωστόσο θα γίνει μόνιμο για την παράταξη αν δεν αξιοποιηθεί η εμπιστοσύνη του λαού και δεν ληφθούν οι αναγκαίες πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις.
Η μεγαλύτερη ωστόσο πολιτική απόφαση είναι η δημιουργία κράτους. Κράτους λειτουργικού και δίκαιου.
Αν ο κάθε επενδυτής γνωρίζει ότι η ελληνική οικονομία έχει ξεφύγει από τη λογική του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού και αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις τους επιχειρηματίες, τότε θα τολμήσει να έλθει στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο αν το κράτος είναι δίπλα του και όχι απέναντί του και η φορολογία του δίνει τη δυνατότητα να επανεπενδύει και να πολλαπλασιάζει τα κέρδη του. Γιατί πρέπει επιτέλους να γίνει συνείδηση σε όλους ότι ελεύθερη οικονομία χωρίς κέρδος δεν μπορούν να συμβαδίσουν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην αναμέτρησή του με τον Αλέξη Τσίπρα πρέπει να αποδείξει ότι είναι ικανός να κάνει το κράτος να λειτουργήσει με νέους κανόνες και νέο πλαίσιο, που θα στηρίζεται στην ισονομία, στην παροχή ίσως ευκαιριών για όλους και όχι στην προώθηση ημετέρων ή κομματικών φίλων. Ίσως για να το πετύχει χρειαστεί να εναντιωθεί με συμφέροντα δεκαετιών που έχουν τεράστια ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας. Πρέπει όμως να το κάνει. Ό,τι και όποιος αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη της οικονομίας, πρέπει να φύγει από τη μέση.
Τα δείγματα που έχει δώσει μέχρι τώρα κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν είναι τυχαία η αναφορά του προς τον ΣΕΒ:
«Οι επιχειρηματίες συχνά μερίμνησαν μόνο για τα συμφέροντα των μετόχων και όχι για τη συνολική ευρωστία της αγοράς. Ελπίζω να συμφωνείτε ότι χρειάζεται να αλλάξουμε νοοτροπία συλλογικά. Να τελειώσουμε με τις συνήθειες του παρελθόντος. Να κάνουμε μια νέα αρχή. Ο καθένας να κάνει τη δουλειά του. Εμείς οι πολιτικοί θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον για επενδύσεις, με χαμηλή φορολογία και μηδενική γραφειοκρατία. Κι εσείς οι επιχειρηματίες θα πρέπει να βοηθήσετε τη χώρα σας τώρα που σας έχει ανάγκη. Με επενδύσεις».
Η Ελλάδα έχει όντως ανάγκη από αλλαγές. Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι απλά να γίνει πράξη το σύνθημα «άλλαξέ τα όλα» γιατί τότε φθάνουμε στο άλλο άκρο. Το ζήτημα είναι να αλλάξουν εκείνα που πρέπει να αλλάξουν και να διατηρηθεί ό,τι καλό υπάρχει από το παλιό σύστημα.
Ο λαός έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν πρόκειται να υποστείλει τη σημαία των αλλαγών και στην προσπάθειά του αυτή θα τον στηρίξει.
Την στήριξη του λαού αντιλαμβάνονται και οι ξένοι παράγοντες. Δεν είναι τυχαία η αντιμετώπιση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο ΕΛΚ, αλλά και στις συναντήσεις του με ευρωπαίους ηγέτες.
Σε κάθε συνάντησή του ωστόσο βρίσκει την ευκαιρία να στηρίξει τα συμφέροντα της Ελλάδος, έστω κι αν γίνεται δυσάρεστος, τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας το μόνο που επιδιώκει είναι να γίνεται ευχάριστος σε εκείνους που όταν ήταν στην αντιπολίτευση εξύβριζε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σχέση του με την κυρία Μέρκελ.
Το θέμα του χρέους όμως δεν ήταν το μόνο ζήτημα που έθιξε ο Πρόεδρος της Ν.Δ. για να υποστηρίξει τα ελληνικά συμφέροντα στην ΚΟ του ΕΛΚ, αλλά και στις συναντήσεις του με τους Ευρωπαίους ηγέτες. Ο Πρόεδρος της Ν.Δ. υπενθύμισε ότι τα ελληνικά σύνορα είναι και εξωτερικά ευρωπαϊκά σύνορα και ζήτησε να υπάρξει αύξηση των πόρων της Frontex, ενώ επί πλέον ζήτησε την εφαρμογή μέτρων για την καταπολέμηση του «asylum shopping». Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, έθεσε στη συνάντηση της ΚΟ του ΕΛΚ και το ζήτημα των αυξημένων ποσών που η Ελλάδα αναγκάζεται να δαπανά για την Άμυνα (ελάχιστες χώρες ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα). Για το λόγο αυτό, ζήτησε τη λήψη τολμηρών αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την κοινή πολιτική άμυνας, που θα περιλαμβάνουν και την αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών που σήμερα δαπανούν σημαντικά λιγότερα ποσά από την Ελλάδα.
Στην ίδια λογική θα κινηθεί και στη συνεδρίαση της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ στην οποία είναι προσκεκλημένος.
Και για όσους έχουν δαιμονοποιήσει τη συγκεκριμένη Λέσχη οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι τελικά δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από μια συνάντηση πολιτικών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων, επιφανών ανθρώπων, που συζητάνε -και δεν αποφασίζουν ασφαλώς- για σημαντικά ζητήματα. Είναι δηλαδή μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για έναν πολιτικό να διατυπώσει με ευκρίνεια τις θέσεις της χώρας. Ο κύριος Μητσοτάκης θα υπογραμμίσει στους διακεκριμένους συνομιλητές του τα αυτονόητα δίκαια της χώρας μας. Μεταξύ άλλων δηλαδή την ανάγκη να ρυθμιστεί το δημόσιο χρέος της Ελλάδος, όπως έχουν ήδη δεσμευτεί οι Ευρωπαίοι εταίροι μας από το 2012, αλλά και το αυτονόητο αίτημα της επόμενης κυβέρνησης της ΝΔ, όταν ισορροπήσει η οικονομία, να εκλογικευθούν τα υπερβολικά πλεονάσματα για τα οποία έχει δυστυχώς δεσμευθεί ο κ. Τσίπρας υπονομεύοντας την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση η νέα πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται τόσο στην παγκόσμια οικονομία όσο και μέσα από τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο κ. Τσίπρας για λογαριασμό της χώρας, κυρίως με το 4ο μνημόνιο, επιβάλλει όχι μόνο σωστή διαχείριση και νοικοκυροσύνη. Επιβάλλει κυρίως αποφασιστικότητα και τόλμη που μπορούν να προκύψουν μόνο όταν ένας ηγέτης γνωρίζει πραγματικά τι θέλει αλλά και πώς και με ποιους θα το εφαρμόσει.
Εκεί βρίσκεται η μεγάλη διαφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αλέξη Τσίπρα. Τη διαφορά την αντιλαμβάνονται πλέον και οι δανειστές, οι οποίοι βλέπουν έναν Τσίπρα έτοιμο να ξανακάνει βουτιά στις αμαρτίες του παρελθόντος και στην πολιτική του λαϊκισμού και των υποσχέσεων που απειλεί την Ευρώπη, δηλαδή και το δικό τους σπίτι. Και δεν θέλουν να υπονομεύσουν –ειδικά τώρα, με όσα συμβαίνουν στον ευρωπαϊκό νότο- την πορεία της Ελλάδος.
Ο σημερινός πρωθυπουργός όταν ανέλαβε τα ηνία της χώρας, αποκαλύφθηκε ότι ήταν «γυμνός» τόσο από σχέδιο και πρόγραμμα, όσο και από ικανούς συνεργάτες. Επί τρία χρόνια βαδίζει στα τυφλά. Γι’ αυτό και είναι εύκολο στους δανειστές να επιβάλλουν τις θέσεις και τις απόψεις τους, μιας και ο ίδιος δεν έχει δική του πρόταση, οπότε πειθήνια ακολουθεί τις εντολές τρίτων, μη έχοντας άλλη λύση.
Η Ελλάδα όμως δεν χρειάζεται, πλέον, τέτοιον πρωθυπουργό… Φτάνει πια. Αξίζουμε μια καλύτερη Ελλάδα.