Η θέση αυτή ξένισε πολλούς και ομολογώ ότι μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δέχθηκα πολλά τηλεφωνήματα από φίλους που με εύλογη απορία ρωτούσαν γιατί ένας άνθρωπος εκ φύσεως συναινετικός και φιλελεύθερος αρνείται την εθνική συνεννόηση και τη σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων για να σωθεί η χώρα και επιζητεί εκλογές για να γίνει πρωθυπουργός.
Κατ’ αρχάς ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης με απόλυτη ειλικρίνεια, θα έλεγα σε βαθμό παρεξηγήσεως, δήλωσε ότι δεν βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός. Και όταν το δήλωνε δεν εννοούσε ότι δεν βιάζεται να αναλάβει τις ευθύνες της χώρας, αλλά ότι δεν πρόκειται να κάνει το λάθος που έκαναν οι κ.κ. Σαμαράς το 2012 και ο κ. Τσίπρας το 2015 που εκβίασαν τις καταστάσεις για να επισπεύσουν τις εκλογές ώστε να γίνουν μια ώρα αρχύτερα πρωθυπουργοί. Και πράγματι αν οι κ.κ. Σαμαράς και Τσίπρας είχαν αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν ομαλά και από τη μια ο τότε πρόεδρος της ΝΔ άφηνε την κυβέρνηση Παπαδήμου να πάρει μέτρα και να γίνουν μετά από ένα εξάμηνο οι εκλογές, αλλά και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έριχνε την κυβέρνηση Σαμαρά αλλά δεχόταν την συμφωνία που του πρότειναν να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας και να γίνουν εκλογές τον Νοέμβριο, τότε η Ελλάδα θα βρισκόταν σε διαφορετική θέση. Ίσως και μεις σήμερα, αν η εξέλιξη ήταν διαφορετική, να προετοιμαζόμασταν να βγούμε από τα μνημόνια… Ίσως…
Δεύτερον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι όντως φιλελεύθερος και πράγματι ο φιλελευθερισμός έχει μέσα του την έννοια της συναίνεσης. Για να υπάρξει όμως συναίνεση πρέπει να υπάρχει κοινός στόχος. Πρέπει να υπάρχει κοινή στρατηγική. Πρέπει να υπάρχει κοινή βούληση, αν μη τι άλλο… Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε μια εύθραυστη πλειοψηφία, αλλά μαζί με τους ΑΝΕΛ είναι πλειοψηφία. Αν υπάρξει ανάγκη κοινοβουλευτικής στήριξης αυτό θα έχει προκύψει γιατί θα έχει χάσει την πλειοψηφία, που σημαίνει ότι ένα μέρος της σημερινής πλειοψηφίας, δηλαδή κάποιοι βουλευτές θα αρνηθούν να συνεχίσουν να στηρίζουν την ίδια την κυβέρνησή τους. Σε αυτήν την περίπτωση πώς είναι δυνατόν εκείνοι θα αρνηθούν να στηρίξουν το δικό τους κόμμα σήμερα, θα στηρίξουν μια οικουμενική κυβέρνηση αύριο; Όταν θα τους έχει κοπεί και το πολιτικό «χαρτζιλίκι» του ρουσφετιού; Κι εν πάση περιπτώσει εάν υπάρξει απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ο κ. Τσίπρας, όπως επιβάλει το Σύνταγμα, θα δώσει την παραίτησή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα ξαναπάρει εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως και αν μπορέσει και πείσει άλλα κόμματα ή βουλευτές σε ένα κοινό πρόγραμμα και αυτά τον πιστέψουν ότι είναι ειλικρινής, τότε μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Πάντως η ΝΔ δεν πιστεύει στην ειλικρίνειά του γιατί και όταν του προσφέρεται η χείρα βοηθείας, ακόμα και τότε το μόνο που κάνει είναι να «δαγκώνει» το χέρι που του προσφέρει βοήθεια. Πολλές φορές μέχρι σήμερα η ΝΔ, με αποκορύφωμα την ψήφιση του μνημονίου που έφερε ο ίδιος στη Βουλή, έτεινε χείρα βοηθείας. Πάντα η συμπεριφορά του ήταν η ίδια. Ανειλικρίνεια και ψεύδος. Πώς λοιπόν να τον εμπιστευθεί, όταν μάλιστα αντί να περιορίζεται στην πολιτική αντιπαράθεση έχει βγάλει από τα αραχνιασμένα υπόγεια της ιστορίας πολιτική ώχρα και επαναφέρει την τακτική του «αυριανισμού» στην πολιτική;
Τρίτον, όσον αφορά την εθνική συνεννόηση η ΝΔ έχει αποδείξει ότι αποτελεί πάγια επιδίωξή της. Αλλά ακόμα και όταν ο πρόεδρος της ΝΔ βρίσκεται στις Βρυξέλλες και αγωνίζεται για εθνικού χαρακτήρα ζητήματα, όπως είναι το προσφυγικό –μεταναστευτικό υπηρετώντας μια εθνική στρατηγική, ακόμα και τότε βάλλεται. Και εθνική συνεννόηση δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει και κυβερνητική συνεργασία. Και σήμερα δεν συγκυβερνά με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά στήριξη σε εθνικά ζητήματα παρέχει. Ούτε βέβαια έχει αρνηθεί σε περίπτωση εθνικής κρίσης και ανάγκης να στηρίξει την οποιαδήποτε εθνική προσπάθεια για να βγει η χώρα από τον κίνδυνο. Αλλά αυτή η στήριξη δεν μπορεί παρά να έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και πλαίσιο δράσης.
Πριν από 15 ημέρες από την ίδια στήλη επισήμαινα τα εξής:
«Για να δημιουργηθεί μια κυβέρνηση συνεργασίας θα πρέπει όλοι όσοι θα μετέχουν να έχουν τον ίδιο στόχο. Την παραμονή της Ελλάδος στην Ευρώπη. Τέτοια πλειοψηφία στην παρούσα Βουλή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη συμμετοχή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ή μέρος αυτής, που σημαίνει διάσπασή του. Κάτι που δεν θα επιτρέψει να συμβεί ο κ. Τσίπρας, όπως επίσης δεν θα επιτρέψει να συγκροτηθεί κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό κάποιον άλλον εκτός από τον ίδιο, αφού αυτό θα σήμαινε πρόωρη συνταξιοδότησή του και στο κόμμα του.
Άρα πρέπει να αλλάξει η σύνθεση της Βουλής. Και αυτό μόνο μέσα από νέες εκλογές μπορεί να συμβεί.
Η Βουλή χρειάζεται μια νέα πλειοψηφία των υγειών ευρωπαϊκών δυνάμεων, από τις οποίες θα προκύψει μια ριζοσπαστική φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση.
Ακόμα και αυτοδύναμα να εκλεγεί η ΝΔ, ο πρόεδρός της Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να ενεργήσει ως πρωθυπουργός κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Γιατί η Ελλάδα έχει ανάγκη αυτήν την ενότητα για να μπορέσει, επιτέλους, να σταματήσει τον κατήφορο και να βγει από την κρίση.
Προς το παρόν όμως εκείνο που προέχει είναι να επικεντρώσει όλη την προσπάθειά της για να μη χαθεί ο έλεγχος και εν μέσω οικονομικής και προσφυγικής κρίσης, αλλά και με ρευστό τον περίγυρό της μη βρεθεί απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη. Και να σκεφθεί ότι ενίοτε οι εκλογές δεν είναι πολυτέλεια ή χόμπι, αλλά εθνική ανάγκη για τη σωτηρία της χώρας».
Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται μέρα με την ημέρα. Με την παρούσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία ακόμα και αν σχηματιστεί Οικουμενική Κυβέρνηση θα είναι θνησιγενής υπό την έννοια ότι θα έχει περιορισμένο χρόνο ζωής λόγω ακριβώς της σύνθεσής της. Λίγο πολύ η σημερινή σύνθεση της Βουλής σε επίπεδο πλειοψηφίας (θυμίζω ότι οι εκλογές του Σεπτεμβρίου έγιναν με λίστα και άρα οι βουλευτές που εξελέγησαν είναι ίδιοι με τους βουλευτές του Ιανουαρίου) είναι απόρροια μιας ακατάσχετης υποσχεσιολογίας και ανευθυνότητας που χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Άρα οι εκλογές, τις οποίες προτιμά ο κ. Μητσοτάκης από την Οικουμενική, θα φέρουν και την ανανέωση του κοινοβουλευτικού δυναμικού, υπό την έννοια ότι ακόμα και οι Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που θα εκλεγούν δεν θα μπορούν και πάλι να υποσχεθούν σχίσιμο του μνημονίου ή αύξηση μισθών ή καταβολή 13η σύνταξης.
Υπό τις σημερινές συνθήκες το ζητούμενο είναι η υπευθυνότητα, η ειλικρίνεια, η καθαρότητα πολιτικού λόγου, αλλά και η καθαρότητα πολιτικών πράξεων.
Σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλείται να πράξει ακριβώς αυτό που ζητάει η κοινωνία και η λογική.