γράφει ο Γιώργος Κατρούγκαλος.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ως πρωθυπουργός της χώρας το 2015, συνυπέγραψε με τον Πρόεδρο Ολάντ συμφωνία στρατηγική εταιρική σχέση μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Στη βάση της τελευταίας η κυβέρνηση μας διαπραγματεύθηκε τη σύναψη αμυντικής συμφωνίας, θεωρώντας ότι υφίσταται σύγκληση στρατηγικών συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών.
Η Γαλλία, ως μεσογειακή, ναυτική δύναμη έχει ίδια εθνικά συμφέροντα να αντιταχθεί στην προβολή ισχύος και στην παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας εκ μέρους της Τουρκίας, υποστηρίζει τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ και προωθεί την ιδέα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας που -όταν ολοκληρωθεί, όχι αύριο- θα κατοχυρώνει τα σύνορα κάθε χώρας ως σύνορα της ΕΕ.
Η Συμφωνία, όμως, που ήρθε στη Βουλή, μετά από πολλές ταλαντεύσεις και παλινωδίες του πρωθυπουργού που είχαν ένα πολύ ακριβό αντίκτυπο στον τελικό λογαριασμό των αμυντικών προμηθειών, χωρίς να εξασφαλίζουν «επαρκή άμυνα», δεν είναι αυτή που διαπραγματευόμασταν εμείς.
Πέραν άλλων αδυναμιών (πχ. Εμείς διαπραγματευόμασταν το «κτίσιμο» των φρεγατών σε ελληνικά ναυπηγεία), έχει δύο πολύ σημαντικά προβλήματα.
Το πρώτο, είναι ότι δεν εξασφαλίζει στρατιωτική αρωγή εκεί που ασκείται το τελευταίο διάστημα κυρίως η πίεση της επιθετικότητας της Τουρκίας: στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα, ακόμα και στην ΑΟΖ που πρόσφατα οριοθετήσαμε με την Αίγυπτο. Ρητά διευκρίνισε το Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας σε γραπτή απάντηση του EURACTIV, ότι η συμφωνία αφορά αποκλειστικά στο έδαφος και τα χωρικά ύδατα, δεν περιλαμβάνει την ΑΟΖ.
Το δεύτερο αφορά την εμπλοκή μας, για πρώτη φορά ουσιαστικά μετά τον πόλεμο της Κορέας, με μάχιμο εκστρατευτικό σώμα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Γαλλίας στο εμπόλεμο Σαχέλ. Η συμμετοχή μας αυτή, σε συνδυασμό με την αποστολή στρατευμάτων στη Σαουδική Αραβία, σε μια ενδοαραβική σύγκρουση σιιτών-σουνιτών, σε ένα πόλεμο άσχημο, που έχει θύματα κυρίως μικρά παιδιά, ανατρέπει σταθερές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Καταργείτο πάγιο δόγμα της διπλωματίας μας, κατά το οποίο η Ελλάδα, ως φιλειρηνική χώρα πρέπει να είναι πάντα πυλώνας σταθερότητας και εξαγωγέας σταθερότητας στην περιοχή.
Η στρατιωτική αυτή εμπλοκή σε επιχειρήσεις της Γαλλίας σε πρώην αποικίες της διαφοροποιείται απολύτως από τη συμμετοχή μας σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, πράγματι, υποστήριξε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης. Άλλο να στέλνει η Ευρώπη συμβούλους στο Σαχέλ για να βοηθήσει τις χώρες του να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της μετανάστευσης, άλλο να συμμετέχει η πατρίδα μας σε επιχειρήσεις που την ξεπερνούν, σε μία εκστρατευτική δύναμη εναντίον τζιχαντιστών, όπου μπορεί να έχουμε νεκρούς Έλληνες στρατιώτες εκεί όπου δεν έχουμε εθνικά συμφέροντα. Ο Υπουργός Εξωτερικών σε άρθρο του στην εφημερίδα αυτή «Τα Νέα» στις 2-1-2021 ισχυρίσθηκε ότι έτσι η Ελλάδα αναβαθμίζει την γεωστρατηγική της θέση και αναδεικνύεται ως δυνάμει γέφυρα μεταξύ των περιοχών αυτών και της Ευρώπης.
Συμβαίνει ακριβώς, το αντίθετο: ακρωτηριάζουμε τη δυνατότητα της χώρας μας να λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο πολιτικό μας σπίτι, την Ευρωπαϊκή Ένωση και περιοχές του κόσμου, όπου το όνομα της Ελλάδας ήταν πάντα σεβαστό ως μια δυτική δύναμη που δεν υπήρξε ποτέ αποικιακή, αποδεκτή στον ρόλο του καλού συνομιλητή και μεσολαβητή, από την Τεχεράνη ως το Ριάντ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στα «ΝΕΑ»
Φωτογραφία από katrougalos.gr