γράφει ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος.
Η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει από την κρίση αν πολιτικό σύστημα και κοινωνία δεν δούμε κατάματα τις πραγματικές αιτίες της χρεοκοπίας και δεν αποφασίσουμε να τις αντιμετωπίσουμε. Δύο είναι οι κύριες αιτίες:
ΠΡΩΤΟΝ, η αδυναμία πραγματοποίησης των αναγκαίων ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ, στο κράτος, στην οικονομία και στο εκπαιδευτικό σύστημα, που επέβαλε η ανάγκη προσαρμογής μας στις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες, αλλά και αξιοποίησης του ιστορικού επιτεύγματος των Κων. Καραμανλή και Κώστα Σημίτη, της ένταξης της χώρας στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Το πολιτικο-κομματικό σύστημα:
1) Αλώθηκε από κρατικοδίαιτα συντεχνιακά και επιχειρηματικά συμφέροντα. Διαμόρφωσε ένα πελατειακό, σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος. Χωρίς αξιολόγηση και αξιοκρατία, με επικυρίαρχους τους κομματικούς συνδικαλιστές, έγινε τροχοπέδη κάθε αναπτυξιακής πρωτοβουλίας και εστία διαφθοράς.
2) Διατήρησε ένα εσωστρεφές και καταναλωτικό οικονομικό μοντέλο, κατασπαταλώντας τους άφθονους κοινοτικούς πόρους που στόχο είχαν τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής μας βάσης.
3) Υπέταξε τη δημόσια εκπαίδευση στην εξυπηρέτηση κομματικών και συντεχνιακών συμφερόντων και όχι των αναγκών της κοινωνίας. Το «στέκι» του Ρουβίκωνα στη Φιλοσοφική Σχολή αποτελεί «φυσική» προέκταση της άλωσης των πανεπιστημιακών χώρων από τα κομματικά «στέκια», που προστατεύει το κομματικής έμπνευσης «πανεπιστημιακό άσυλο».
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, «η ρίζα της κρίσης ήταν η αδυναμία ή η απροθυμία του πολιτικού συστήματος να εξελιχθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του τέλους του 20ού αιώνα». Είναι η ετυμηγορία του Τόμας Βίζερ, τέως προέδρου του Euro Working Group.
Το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως πολιτικό. Τα πολιτικά κόμματα, από πυλώνες της δημοκρατίας και φορείς αρχών και αξιών, όπως προβλέπει το Σύνταγμα του 1975, σταδιακά εκφυλίστηκαν σε πελατειακά δίκτυα και μηχανισμούς άλωσης και νομής της εξουσίας. Ο κρατικός τομέας, ιδίως μετά το 1981, υπέστη τη λεηλασία των κομματικών επιδρομών και των τριών παρατάξεων. Κεντροαριστεράς, Κεντροδεξιάς, και σήμερα της «πρώτη φορά» Αριστεράς, που κατέκτησαν την εξουσία. Η κομματοκρατία προξένησε βαθιές αλλοιώσεις στους θεσμούς, στη Δημόσια Διοίκηση, στην Παιδεία, στην ίδια την κοινωνία. Το κομματικό συμφέρον αναδείχθηκε σε υπέρτατη αξία. Πάνω από το δημόσιο και το εθνικό συμφέρον. Ιδεολογίες και προγράμματα αποδεικνύονται ευχολόγια και συρραφή υποσχέσεων, με στόχο την ψηφοθηρία. Τα μνημόνια αποκαλύπτουν την πολιτική υποκρισία. Και οι τρεις παρατάξεις, αφού ως αντιπολίτευση τα εξόρκιζαν, μόλις κατέλαβαν την εξουσία, συναγωνίστηκαν ποια θα αποδειχθεί ο συνεπέστερος εφαρμοστής τους. Η εξουσία «λαμπικάρει» τα θολωμένα αντιπολιτευτικά μυαλά, όπως εξομολογήθηκε ο Α. Τσίπρας.
Και η συμβολή της ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ;
Η αναγόρευση της διαφθοράς ως της κύριας αιτίας της χρεοκοπίας, όπως επιχειρείται από το αριστερο-δεξιό λαϊκιστικό μόρφωμα που κυβερνά, αποτελεί άλλη μια απόπειρα αμαύρωσης των θετικών έργων των δύο ιστορικών παρατάξεων της μεταπολίτευσης, ΝΔ και ΠαΣοΚ, αλλά και αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα πραγματικά αίτια της χρεοκοπίας, τις κομματικές παθογένειες, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συντηρεί και διαιωνίζει. Αρκεί μια απλή σύγκριση του κόστους της διαφθοράς με το κόστος οικοδόμησης του πελατειακού-κομματικού κράτους στην οποία και οι σημερινοί κυβερνώντες συστηματικά επιδίδονται.
Το «ιστορικό προσύμφωνο» Τσίπρα – Ιερώνυμου θα «απελευθερώσει» 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων, που θα προσληφθούν στη θέση των 10.000 ιερωμένων, οι οποίοι θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν τους φορολογουμένους με 200 εκατ. ευρώ ετησίως. Υπολογιζόμενο επιπλέον κόστος 150-200 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Η κομματική επιδρομή στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, από το 2015 έως σήμερα, οδήγησε σε αύξηση του αριθμού προσλήψεων μονίμων, συμβασιούχων και μετακλητών υπαλλήλων, με συνέπεια η ετήσια μισθολογική δαπάνη να εκτιναχθεί κατά 1,7 δισ. ευρώ (από 15,9 δισ. ευρώ το 2015 στα 17,5 δισ. ευρώ το 2019).
Ο κ. Παπαντωνίου διώκεται, και ορθώς, για πιθανολογούμενη μίζα 2,8 εκατ. ευρώ «εφάπαξ». Για την ενοχή του όμως αρμόδια να αποφανθεί είναι η Δικαιοσύνη, και όχι οι πολιτικοί του αντίπαλοι, που έσπευσαν να προκαταλάβουν την ετυμηγορία της.
Η ανάδειξη πραγματικών ή μη σκανδάλων, έπειτα από τέσσερα χρόνια άσκησης εξουσίας και λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, δεν έχει στόχο την πάταξη της διαφθοράς. Στόχος είναι η εργαλειοποίηση ενός ενδημικού φαινομένου της δημόσιας ζωής, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, με στόχο να πληγούν οι πολιτικοί αντίπαλοι. Η διαφθορά ήταν, είναι και θα παραμείνει παρούσα στη δημόσια ζωή, όσο ο ανταγωνισμός οικονομικών συμφερόντων ρυθμίζεται από κυβερνητικές αποφάσεις και όχι από διαφανείς κανόνες ανταγωνισμού. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ λειτουργεί στις ίδιες ακριβώς συνθήκες που επώασαν τα φαινόμενα διαφθοράς. Χειρότερα, κωφεύει ακόμη και σε καταγγελίες που διατυπώνονται εντός του Υπουργικού Συμβουλίου.
Πόσο αμέτοχη είναι η Αριστερά στη χρεοκοπία της χώρας;
Η Αριστερά, με όλες τις εκδοχές της, με εξαίρεση την Αριστερά των Κύρκου και Παπαγιαννάκη, ως αντιπολίτευση αντιτάχθηκε λυσσαλέα σε κάθε μεταρρύθμιση του κράτους, της οικονομίας και της παιδείας. Συντάχθηκε με κάθε προκλητικό συντεχνιακό προνόμιο ή αίτημα. Εξέθρεψε την ανομία. Ανέχθηκε ή και υπέθαλψε την πολιτική βία.
Ως «κυβερνώσα Αριστερά» αποτυπώνει τη σύγκλιση δεξιού και αριστερού εθνολαϊκισμού. Οι πρακτικές της ενσωματώνουν όλες τις μεταπολιτευτικές παθογένειες: κομματοκρατία, νεποτισμός, πελατειακές σχέσεις, διαπλοκή. Ο «ταξικός ιδεασμός» την οδήγησε στη διάλυση της μεσαίας τάξης στερώντας την οικονομία από την ατμομηχανή τής ανάπτυξης και την κοινωνία από το αμορτισέρ απορρόφησης των κοινωνικών εντάσεων και ανισοτήτων.
Ως σύστημα πολιτικής εξουσίας επιχειρεί να θεμελιωθεί και να αναπαραχθεί με απόπειρες ελέγχου των θεσμών, της Δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, που παραπέμπουν σε ασκήσεις προσομοίωσης προς τις λαϊκιστικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Τουρκίας, της Βενεζουέλας.
Και η ευθύνη της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ;
Στη δημοκρατία ο πολίτης έχει μερίδιο ευθύνης για την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού. Εχει όμως τη μικρότερη. Προηγείται η ευθύνη των ελίτ και των ηγετών, που επιλέγουν τους κομματικούς υποψηφίους. Οταν όμως ο εργαζόμενος εμπιστεύεται τον ιδρώτα του και οι συνταξιούχοι τους κόπους μιας ζωής σε χέρια ανεπάγγελτων και τσαρλατάνων, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, είναι αυτός που καταβάλλει το τίμημα των επιλογών του.
Η ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ και η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ της χώρας επιτάσσουν ριζικές τομές και μεταρρυθμίσεις, σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής, με αφετηρία τον δομικό μετασχηματισμό του πολιτικο-κομματικού συστήματος.
Είναι ώρα να επανεφεύρουμε την ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ως φορέα αξιών, οραμάτων, ελπίδας και προοπτικής. Να επανεφεύρουμε τα κόμματα ως κυψέλες ενεργών πολιτών και όχι ως δίκτυα πελατών.
Κατάργηση της απλής αναλογικής και του σταυρού προτίμησης. Καθιέρωση μονοεδρικού εκλογικού συστήματος, κατά το γερμανικό ή το γαλλικό μοντέλο. Ασυμβίβαστο βουλευτικού και υπουργικού αξιώματος. Κατάργηση του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος, με ενίσχυση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εκλογή του ανώτατου άρχοντα από ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα από αιρετούς εκπροσώπους δημοκρατικών θεσμών, σε περίπτωση που δεν συγκεντρώσει πλειοψηφία 180 βουλευτών. Είναι λυτρωτικές τομές για την αναγέννηση της χώρας και της πολιτικής. Αποτελούν προϋπόθεση για την απεξάρτηση της πολιτικής ζωής από ολιγαρχικά-μιντιακά συμφέροντα και όρο επιβίωσης της Δημοκρατίας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στο Βήμα