γράφει η Δήμητρα Καραντζένη.
Πού σταματά η εθνική υπερηφάνεια και πού αρχίζει η εικονική πατριδοφιλία της στιγμής; Είναι τόση η ανάγκη του σύγχρονου Έλληνα να αισθανθεί εθνικά υπερήφανος, να μοιραστεί, να δανειστεί ή πολύ περισσότερο να καρπωθεί τα κατορθώματα άλλων ως αντιστάθμισμα των χαλεπών καιρών, μια ευκαιρία να γευτεί έστω και έμμεσα ή πρόσκαιρα τη γλύκα της διάκρισης και της καταξίωσης; Πόσο αυθόρμητες και ειλικρινείς είναι όλες αυτές οι μαζικές και διαδικτυακά οργανωμένες εξάρσεις χαράς και ποιο είναι στ’ αλήθεια το διακύβευμα;
Μέσα σε μία εβδομάδα σας θυμίζω, όλοι οι Έλληνες απ’ άκρη σ’ άκρη, μάθαμε τένις, προλάβαμε και αγαπήσαμε το άθλημα με ταχύρυθμα μαθήματα, κλέβοντας σκόρπιους όρους και ίσως τα πέντε πρώτα ονόματα της παγκόσμιας κατάταξης χάριν εντυπωσιασμού στις on και offline συζητήσεις κι ύστερα ορμήσαμε με φόρα και πάθος στα φιλέ. Ταυτόχρονα, αφήσαμε για λίγο στην άκρη τα ριάλιτι έρωτα και επιβίωσης, εξωτερικεύοντας τη βαθιά και εμπεριστατωμένη μας γνώση και την υψηλή κινηματογραφική κουλτούρα, ανακαλύπτοντας –και φέτος – το Λάνθιμο και το πολλά υποσχόμενο έργο του. Λίγο ακόμα θαρρείς και θα βγαίναμε με τις σημαίες και τα βεγγαλικά στους δρόμους, ως άλλοι φανς της Eurovision ή μνημονεύοντας τις χρυσές στιγμές του Ευρωμπάσκετ το ’87 και του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2004..
Οι ανοιχτοί, μαζικοί, λαϊκότροποι πανηγυρισμοί είναι αδιαμφισβήτητα συστατικό στοιχείο του Έλληνα, εμποτισμένο στο γενετικό του υλικό, ριζωμένο στην καρδιά της ελληνικής κοινωνίας, που ταξιδεύει από γενιά σε γενιά ανά τους αιώνες. Αυτή η έντονη, βροντόφωνη και συχνά αμετροεπής συλλογική εξωτερίκευση συναισθημάτων κάτω από ένα πρόσωπο, μια ιδέα, μια νίκη ή έστω μία προσδοκία, λειτουργεί λυτρωτικά, ακόμη και θεραπευτικά, ενώνοντας αποκλίνοντα στοιχεία, συμφιλιώνοντας διχαστικές ή ασυμβίβαστες τάσεις και αμβλύνοντας αιχμηρές γωνίες κάθε είδους.
Η ανησυχητική ωστόσο διαφορά με το παρελθόν είναι πως αυτή η συλλογική έκφραση φαίνεται να επιβιώνει με ψευδή και προσχηματικό τρόπο, μέσα σε μια οριακά αλαζονική κοινωνία που προτάσσει και προσκυνά το ιδιωτικό με φανατικό εγωκεντρισμό και γενναίες δόσεις χαιρεκακίας. Μάλλον σαν κατάλοιπο του παρελθόντος, αφού «έτσι μάθαμε», σαν μια παράδοση που ακολουθούμε και επαναλαμβάνουμε τυφλά έχοντας πια ξεχάσει στο δρόμο το νόημά της. Είναι η εποχή αυτή που ο Εαυτός, ο φιλτραρισμένος, επίπλαστος, προσεκτικά επεξεργασμένος εαυτός βρίσκεται στο επίκεντρο ως απόλυτο σημείο αναφοράς.
Αυτή η κυρίαρχη ανάγκη για αδιάκοπη, σχεδόν εμμονική έκθεση του Εαυτού σε λαϊκό προσκύνημα στο βωμό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όσο αρρωστημένα εγωιστική κι αν αξιολογείται κατά περιπτώσεις, άλλο τόσο ειλικρινής, ωμή και αποκαλυπτική είναι ως προς την ποιότητα και τον τρόπο ζωής της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα. Η δύναμη της άρτια επεξεργασμένης, τελειοποιημένης Εικόνας που εξαφανίζει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κάθε ατέλεια μη αποδεκτή, τις ρυτίδες από το άγχος και τα χρόνια που πέρασαν, τα κουρασμένα από το ξενύχτι μάτια, τα θαμπά και χλωμά πρόσωπα που έχουν ξεχάσει να χαμογελούν, εξοστρακίζει με ευκολία και τον ίδιο το Λόγο, ο οποίος αφήνεται στην άκρη ισχνός, αδύναμος, ξεψυχισμένος, αφού η παρουσία του είναι τις πιο πολλές φορές συμπληρωματική, ανώφελη, σαν διακοσμητική. Είναι πιο δύσκολο γι’ αυτόν βλέπετε να φέρει τα πολυπόθητα likes και τους followers και κυρίως να θρέψει την ακατανίκητη και ακόρεστή μας φιλαυτία…
Όταν λοιπόν τα καλά νέα ξεφουσκώσουν, όταν πάψουν οι χοροί και τα φώτα σβήσουν, ο καθένας από εμάς θα επιστρέψει στη δική του αλήθεια. Στη δική του προσωπική ιστορία, στην πορεία κάθε μέρας, με τις ήττες και τις νίκες, στην ιδιωτικότητα, τις σωστές και τις λάθος επιλογές. Σε αυτή είναι που πρέπει να αναζητήσει κανείς λόγους ψυχικής ανάτασης και προσωπικής υπερηφάνειας ή διαφορετικά, να παλέψει με την αδράνεια και την έμφυτη μιζέρια του με νύχια και με δόντια, για κάτι που αυτή τη φορά θα αξίζει πραγματικά τον κόπο.
Ο Τσιτσιπάς, ο Λάνθιμος και τόσοι άλλοι Έλληνες – οι περισσότεροι δε εκ των οποίων άσημοι – που καταξιώνονται και επιβραβεύονται διεθνώς για το έργο τους, τη δημιουργικότητα, το μόχθο, την υπομονή και επιμονή τους, τις νίκες, τα ρεκόρ και τις επιτυχίες τους, έφτασαν στο σημείο αυτό μόνοι τους, χωρίς κανέναν από εμάς. Αυτό που τώρα εμείς – ορθώς – χειροκροτούμε είναι η δική τους ιδιωτικότητα, οι προσωπικές τους επιλογές, ο αληθινός τους Εαυτός, αυτός που έκανε όταν έπρεπε την υπέρβαση χτίζοντας όνειρα και μέλλον, την ώρα που οι πολλοί έπαιζαν με τα χρώματα στις εικόνες παζαρεύοντας τα εν οίκω όσο όσο…
Δεν ήταν κανείς όμως εκεί στις αποτυχίες τους, στην απογοήτευση, στο σωματικό και ψυχικό πόνο, δεν τους σηκώσαμε εμείς κάθε φορά που λύγιζαν. Κι αν έχουμε τόση ανάγκη από influencers στη ζωή, τότε ναι αυτοί οι σπουδαίοι, φωτισμένοι άνθρωποι, ο καθένας στον τομέα του, θα ένιωθαν διπλά υπερήφανοι αν κατάφερναν να μας επηρεάσουν θετικά, να μας βοηθήσουν να χαράξουμε προσανατολισμό, να γεμίσουμε όρεξη και έμπνευση και πάθος για το αύριο. Και μόνο έτσι έχει νόημα, μόνο τότε έχει αξία η έμπνευση και η επιρροή, όταν γίνεται τροφή για σκέψη και σκαλοπάτι για ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον.
Καταλαβαίνω πως στη χώρα του «μαζί τα φάγαμε» επικρατεί υπέρ όλων η νοοτροπία που θέλει τα πάντα, καλά ή στραβά να είναι κοινόχρηστα, διαθέσιμα στον καθένα να τα οικειοποιείται και να τα χρησιμοποιεί όπως και όποτε τον βολεύει και εξυπηρετεί το εθνικό του γόητρο. Έτσι λοιπόν, φίλε Έλληνα, πατριώτη, είσαι ελεύθερος να χορέψεις, να γλεντήσεις ξέφρενα, να φωνάξεις, να γεμίσεις τους social λογαριασμούς σου με όσα τσιτάτα, δημοφιλή hashtags και ελληνικές σημαίες θέλεις. Όμως αν δεν ιδρώσεις κι αν δεν ματώσεις, Τσιτσιπάς ΠΟΤΕ δε θα γίνεις.