γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Μισογυμνομνένες γυναίκες που εικονίζονται να κουνιούνται γύρω από έναν τύπο που δεν ξέρει να μιλάει. Ακριβά αυτοκίνητα βγαλμένα από μια φτηνή έκδοση του αμερικανικού ονείρου. Ναρκωτικά, πολλά ναρκωτικά, ακριβά ναρκωτικά. Ανύπαρκτη ομοιοκαταληξία σε υπολείμματα στίχων, τιθέμενη στον ρυθμό ενός μονότονου ήχου. Εμφανώς πλαστικά όπλα, αρκετά για να εξοπλίσουν συμμορία της Νέας Υόρκης. Όχι, το rap δεν έχει καμία σχέση με τα παραπάνω.
Η συγκεκριμένη μουσική δεν γίνεται να μην συνδέεται με πολιτική. Γεννήθηκε σε γειτονιές φτωχών ανθρώπων, έγινε πρόσφυγας και εγκαταστάθηκε στα μέρη που πριν υπήρχε το ρεμπέτικο. Ταυτίστηκε με μια συγκεκριμένη τάξη, συντρόφεψε φτωχά παιδιά στους πιο επικίνδυνους δρόμους της Αθήνας ή της επαρχίας. Σκληρή ήρθε στον τόπο μας και έγινε σκληρότερη, σκαλίζοντας τις ίδιες πληγές, σφυρηλατώντας χαρακτήρα από τα ίδια βιώματα. Δεν ήταν ποτέ τέχνη, μα κίνημα ενάντια σε όλους: τον φασισμό, την ταξική ανισότητα, τη βία που όποιος γνώρισε ξέρει να μισεί. Τη δημιούργησαν αυτή τη μουσική άνθρωποι γεννημένοι να πεθαίνουν κάθε μέρα μαζί της, άντρες και γυναίκες που τόλμησαν να εκφράσουν όσα σκόπιμα αγνοεί ο ευγενής πλην διόλου τίμιος μέσος όρος.
Κι εμείς μεγαλώσαμε μαζί της, ξεσπάσαμε μαζί της, γαλουχηθήκαμε μαζί της. Ανταλλάξαμε τους καρπούς της στα πάρκα που ονομάσαμε πατρίδες, εκεί που ματώσαμε τα χέρια και τα γόνατά μας. Κι αυτή πάντα εκεί: να μας δείχνει ψυχρά τον κίνδυνο, ουρλιάζοντας να χυθούμε πάνω του, μπας και λάβουμε το μάθημα που μας αρμόζει πέφτοντας. Θερμοκέφαλη καθώς ήταν, τη θέσαμε δίπλα στα όνειρα και τους φόβους μας, να χύνει λίγο δηλητηριώδες μελάνι όταν βλέπει πως ξεστρατίζουμε. Κάποιοι μάλιστα μπήκαν μέσα της, έγραψαν στίχους τους οποίους αργότερα κάναμε σημαία. Δίχως ιδιαίτερη μουσικότητα, στιγματισμένη με συνθήματα για τη γειτονιά, τον θάνατο, τα συναισθήματα της ντροπής. Και με εκείνες τις σημαίες μάθαμε να περπατάμε, δίχως πολλές κουβέντες και πέφτοντας δεξιά – αριστερά. Με τους στίχους των Ladose, του Anser, των Bong da City, των Active Member.
Αυτή είναι η μουσική των δικών μας δρόμων. Η μουσική των δρόμων που περπατούσαμε όταν ήμασταν παιδιά, μα και των δρόμων που κάθε μέρα επιστρέφουμε για να ξαναβρούμε το ποιοι είμαστε.