Εκείνη:
Πριν κάμποσα χρόνια βρέθηκα να μετακομίζω σε ένα καινούργιο διαμέρισμα, έτσι πέρασα αρκετές μέρες πακετάροντας και αμπαλάροντας και ξεπακετάροντας, μεταξύ σχολής, δουλειάς και του απαραίτητου socializing της ηλικίας.
Μετά το μικρό χάος των πρώτων ημερών όπου κοιμόμουν αγκαλιά με κούτες και ξεσκονόπανα σε ένα στρώμα στο πάτωμα, απολάμβανα επιτέλους το νέο μου σπιτάκι. Θυμάμαι να γυρίζω γύρω-γύρω στα λίγα τετραγωνικά του και να σκέφτομαι εδώ θέλει ένα τέτοιο, εκεί θέλει ένα εκείνο, να βάζω πράγματα παραδώ, άλλα παρακεί και κάποια στιγμή σωριάστηκα στον τρισάθλιο μεταχειρισμένο καναπέ, κοιτώντας προς τη μεριά που φυσιολογικά θα υπήρχε μια τηλεόραση… αλλά δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο ένα καλώδιο κεραίας να κρέμεται κακάσχημο από μια τρύπα στον τοίχο.
Πανικός δευτερολέπτων. Αν και πρόλαβα ελάχιστα την εποχή που η ελληνική τηλεόραση δεν είχε ακόμα τα ιδιωτικά κανάλια, δεν έζησα ποτέ χωρίς τηλεόραση. Ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου. Όπως κι ο καναπές, ή το κρεβάτι μου. Πάντα υπήρχε μια τηλεόραση στο σπίτι και σε περίοπτη θέση, θα έλεγα μάλιστα ότι η τηλεόραση ήταν το σημείο αναφοράς του σπιτιού- πάντα ανοιχτή, πάντα να ακούγεται κάτι στο βάθος- ειδήσεις, πρωινές εκπομπές, μαγειρική, κουτσομπολιό, γυμναστική, σήριαλ- είτε παρακολουθούσε κανείς είτε όχι. Εικόνα και ήχος της οικογένειας, σαν το κρεβάτι που τρίζει, τη βρύση που στάζει ή τη μυρωδιά τηγανισμένων ψαριών, περιττό, συνηθισμένο και αδιάφορο κομμάτι της ζωής μας.
Προσπέρασα το γεγονός με μια αξιοθαύμαστη στωικότητα, σημειώνοντας νοερά να αγοράσω μια τηλεόραση το συντομότερο. Αλλά ακόμα και στην Ελλάδα προ κρίσης και με ένα περίεργο ωράριο στη σχολή, η τότε δουλειά μου δε μου επέτρεψε αυτό το «συντομότερο» να είναι και τόσο σύντομο. Όμως πολύ σύντομα ανακάλυψα την απόλυτη ευτυχία του να μην έχεις τηλεόραση στο σπίτι.
Η ακούσια και τυχαία αποχή μου από την άσκοπη πληροφόρηση και τις περιττές εικόνες και ήχους, μου χάρισε για πρώτη ίσως φορά μια υπέροχη και εθιστική ηρεμία, που αν και πέρασαν σχεδόν 15 χρόνια από τότε, καμία smart- tv και κανένα πρόγραμμα δεν μπόρεσε να εξαγοράσει. Ούτε καν η αγάπη μου για τα video games. Για αρκετό καιρό οι γνωστοί με ρωτούσαν «το είδες αυτό?», «το έμαθες εκείνο?» κι εγώ απαντούσα «όχι, δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι» και με κοιτούσαν σα να κατέβηκα από το διάστημα. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ούτε και τώρα μπορώ. Το να μην έχεις τηλεόραση είναι ένα μοναδικό αίσθημα που μόνο όταν το ζήσεις θα το νιώσεις.
Κι ύστερα εισέβαλλε το διαδίκτυο στις ζωές μας. Εκεί είχα την τύχη να το ζήσω καλά από τις πρώτες του μέρες στα σπίτια μας, τότε που υπήρχε ακόμα το Comic Chat και τα λεγόμενα κανάλια – με γνωστότερο το Cafeneio – ή κάπως έτσι, και που το πρώτο που ρωτούσες και σε ρωτούσαν πριν οτιδήποτε ήταν το ανεπανάληπτο a/s/l? (age/sex/location) και θυμάμαι πολύ καλά τη σαστιμάρα και το δέος μπροστά σε μια ορθάνοιχτη πόρτα που οδηγούσε σε ένα χαώδες περιβάλλον γεμάτο πληροφορίες που μέχρι τότε έπρεπε να έχεις μπάρμπα βιβλιοθηκάριο και να διαθέτεις χιλιάρικα – όχι αστεία- για εγκυκλοπαίδειες που ζύγιζαν κάτι… τόνους (άσε που τότε κάναμε και κόντρα – ποια έχεις? Δομή. – Ααααα, εγώ έχω Υδρία… Καλύτερη!)
Και γέμισαν οι κάδοι σκουπιδιών Υδρίες και Δομές και γέμισε το μυαλό μου πάλι με σκουπίδια. Έχοντας ζήσει χωρίς κανένα μέσο εξωτερικής πληροφόρησης (τηλεόραση εξακολουθώ να μην έχω κι όσο περνάει από το χέρι μου δε θα μπει στο σπίτι) κι έχοντας πλέον μέτρο σύγκρισης, κατάλαβα πως τα κεφάλια μας είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους ατέλειωτες χωματερές που καπνίζουν αποσύνθεση.
Δικαιολογείται τον πρώτο καιρό και κάποιες φορές το διαδίκτυο μας εκπλήσσει τόσο, που ακόμα και οι πιο έμπειροι χρήστες παρασύρονται. Ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών και γνώσεων, αμέτρητες δυνατότητες, συνομιλίες, επαφές, μουσική, βιβλία, ταινίες, νέα από όλο τον κόσμο, ζωντανές εικόνες από όλο τον κόσμο, ειδικοί, γιατροί κι επιστήμονες, wannabe stars, ταλέντα που επιτέλους αποκτούν το κοινό τους, δραστήριοι τεχνίτες, άφοβοι δημοσιογράφοι, ευαίσθητοι bloggers και τόνοι σαβούρας. Όλα μαζί ένας αχταρμάς. Κι επειδή μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, καίμε και κάθε φορά λίγο από το μυαλό μας, θολώνει η κρίση μας και χωρίς να το καταλάβουμε γινόμαστε παπαγαλάκια. Σαν αυτά τα χαριτωμένα κι άκρως ενοχλητικά πετούμενα που σκούζουν και που για να σκάσουν πρέπει να τα σκεπάσεις με μια κουβέρτα.
Αυτό που χρειάζεται είναι κάτι πολύ απλό και ξέρω ότι στην αρχή είναι δύσκολο, όμως ευκολότερο από όσο νομίζουμε. Φίλτρο. Να βάλουμε φίλτρο. Και στις πληροφορίες που επιτρέπουμε να φτάσουν ως εμάς, και σε αυτές που διοχετεύουμε με τη σειρά μας κι αναπαράγουμε, κι αν θέλετε το δικό μου tip, βάλτε φίλτρο σε όλα τα πράγματα στη ζωή σας. Απίστευτη η ηρεμία και η αρμονία που θα κερδίσετε και θα διαπιστώσετε πως τίποτα μετά από αυτό δε θα μπορεί να τις εξαγοράσει.
& εκείνος:
Το διάβασα στον διαδικτυακό χώρο γνωστού βρετανικού εντύπου και αμέσως το είδα σε όλα σχεδόν τα ελληνικά σάιτ. «Ελληνίδες φοιτήτριες πουλάνε σεξ για φαγητό». Ακολουθήσαν καταγγελίες, διαψεύσεις και φυσικά η απαραίτητη πλάκα. Λίγες ώρες αργότερα και με το αναρτημένο κείμενο να πλημμυρίζει από κάθε μορφής σχόλια – πολλά δεν ήταν καθόλου αστεία για την Ελλάδα – το αγγλικό έντυπο πρόσθεσε ότι αυτό το άρθρο εκφράζει τη γνώμη και την έρευνα του συγγραφέα και μπήκε μόνο στο διαδίκτυο και όχι στην έντυπη έκδοση του.
Δηλαδή τι ήθελε να μας πει ο ποιητής; Ότι όταν βάζουμε κάτι στην έντυπη έκδοση το ελέγχουμε και το καρατσεκάρουμε ενώ όταν το πετάμε στο διαδίκτυο …ό,τι να ‘ναι πατσαβούρα; Ακολουθήσαν κι άλλα στοιχεία. Η αρθρογράφος είναι γνωστή για διασπορά παραμυθιών σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία σαν ανταποκριτής από Ελλάδα, με άρθρα συχνά κατά της Ελλάδος, και έχει περασιές από όλα τα γνωστά μέχρι να την πάρουν πρέφα και να πάει στο επόμενο. Η δε αρθρογραφία της περιορίζεται στο διαδίκτυο. Τόσο στη μπάζα το διαδίκτυο.
Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι άρθρα σαν αυτό εξυπηρετούν αυτούς που έχουν πρόβλημα πρόωρης εκσπερμάτωσης και την ανάγκη κάποιων εντύπων να ανταγωνιστούν σε επίπεδο επισκεψημότητας πορνό διαδικτυακούς χώρους που τα περνάνε με διαφορά μεγάλου στήθους. Άρθρα σαν αυτό δείχνουν δυο πράγματα, ότι το διαδίκτυο παρά την πραγματική του αξία ακόμα θεωρείται και χρησιμοποιήται σαν σκουπίδι και ότι στο διαδίκτυο ισχύει το ό,τι δηλώσεις είσαι. Και το λέω με μεγάλη απογοήτευση και πίκρα, αλλά πολύ φοβάμαι ότι σε αυτό το πρωτάθλημα η Ελλάδα κρατάει μια από τις πολύ πρώτες θέσεις.
Από την αρχή του το διαδίκτυο και κυρίως τα κοινωνικά δίκτυα – και δεν μιλάω για το φατσοβιβλίο αλλά κυρίως τα προσωπικά blogs – έγιναν πηγή ενημέρωσης σε μέρη που δημοσιογράφοι δυσκολευόντουσαν ή αδυνατούσαν να πλησιάσουν. Από τη Κίνα, το Αζερμπαϊτζάν, τις πολύχρωμες επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη και τους ξεσηκωμούς στη Μέση Ανατολή και τις Αραβικές χώρες – το διαδίκτυο έγινε πολλές φορές η μόνη πηγή ενημέρωσης και εικόνας.
Παράλληλα το διαδίκτυο έδωσε και την ευκαιρία σε αποκαλύψεις που συγκλόνισαν. Χάρις στις αποκαλύψεις των WikiLeaks και του Edward Snowden μάθαμε ανατριχιαστικά πράγματα για το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τις παρακολουθήσεις τηλεφώνων. Όλα αυτά χάρις στο διαδίκτυο. Αλλά χάρις στο διαδίκτυο μάθαμε και τον άγιο παστίτσιο, τις κατασκευασμένες ειδήσεις, τους διαδικτυακούς εκβιασμούς, τις στρατολογήσεις τζιχαντιστών, τη μαύρη προπαγάνδα της κάθε ναζιστικής Χρυσής Αυγής και τις φοιτήτριες που ψωνίζονται για μια τυρόπιττα. Και στη μέση οι αναγνώστες, διψασμένοι για πληροφόρηση. Σωστή ενημέρωση.
Αλλά δεν είναι μόνο τα μεγάλα και «έγκυρα» πρακτορεία ειδήσεων που αντιμετωπίζουν το διαδίκτυο σαν σκουπίδι αλλά κι εμείς οι ίδιοι. Για κάποιο λόγο το διαδίκτυο σαν να στρέβλωσε τη κρίση μας. Όταν δεν υπήρχε το διαδίκτυο και τα δήθεν ειδησεογραφικά blogs, υπήρχε ο κίτρινος τύπος, υπήρχαν οι πορνοφυλλάδες, οι κωλοφυλλάδες, τα σκουπίδια. Πολλοί μπορεί να διαβάζανε τις «ειδήσεις» τους και τις «αποκαλύψεις» τους αλλά λίγοι τα αναμετέδιδαν και οι πολλοί ντρεπόντουσαν να πουν τι και που είχαν διαβάσει. Για τον απλό λόγο ότι ήξεραν ότι είναι παραμύθια και συκοφαντίες. Τι άλλαξε σήμερα;
Στην εποχή μου υπήρχε ένα πολύ γνωστό ανέκδοτο για εφημερίδα που δεν υπάρχει πια. Γιατί οι Πόντιοι πριν κάνουν σεξ βάζουν κάτω από το στρώμα την τάδε (πολύ συγκεκριμένη) εφημερίδα; Γιατί κάνει το τόσο, τοοοοοοοοοοοοοοοοοόσο! Σήμερα τι ελπίζουμε αναμεταδίδοντας και μεταφέροντας παραμύθια που διαβάζουμε στο διαδίκτυο; Κάτω από το στρώμα το κομπιούτερ δεν μπαίνει.
Όσο για τον «δημοσιογράφο». Η δημοσιογραφία δεν είναι έτσι απλά γράφω καλά και να, μου το λένε όλοι οι φίλοι μου. Η δημοσιογραφία έχει ευθύνες, τις περισσότερες φορές πολύ πιο πολλές από όσα δικαιώματα. Μάλιστα θα έλεγα ότι όποιος έχει συναίσθηση των ευθυνών του δεν έχει καθόλου δικαιώματα. Για χάρη της δημοσιογραφίας ακόμα και σήμερα – όπως αποδείξαν οι συλλήψεις στη γειτονική Τουρκιά – δεκάδες συνάδελφοι σε όλα τα μέρη του κόσμου φυλακίζονται, βασανίζονται και δολοφονούνται.
Κανένας από αυτούς δεν είναι «αλήτης, ρουφιάνος, δημοσιογράφος», αλλά άνθρωποι σαν εμάς που θυσιάζονται για τη δική μας σωστή ενημέρωση. Πολύ περισσότερο σήμερα που έχουν προστεθεί και αυτοί του διαδικτύου – γνωστό το παράδειγμα Σαουδάραβα blogger που κινδυνεύει αυτή τη στιγμή με μαστίγωση μέχρι θανάτου επειδή έγραψε την αλήθεια. Ας κάνουμε λοιπόν την κρίση μας να δουλέψει όπως δουλεύει και στον έντυπο τύπο και ας είμαστε εμείς που θα απομονώσουμε τον κίτρινο τύπο που λυμαίνεται το διαδίκτυο όπως κάναμε για δεκαετίες με τον αντίστοιχο έντυπο κίτρινο και σκανδαλοθηρικό τύπο κι ας ξεκινήσουμε σταματώντας να ανακυκλώνουμε τα ψέματα τους, τη διαστροφή και την προπαγάνδα τους από τα κοινωνικά δίκτυα.
Μην καταστρέφουμε την ενημέρωση και την αλήθεια που μας δίνεται μάλιστα δωρεάν.