Βουλευτές
Για μια ενεργητική πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική
Δεν τιμά καμία κυβέρνηση η εκκωφαντική «αφωνία», όταν π.χ. η Γερμανία, παραμερίζοντας το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, συγκαλεί στο Βερολίνο τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων – με απουσία τόσο της Ελλάδας, όσο και της Ιταλικής Προεδρίας της ΕΕ – θέτοντας ανάμεσα στους στόχους προς επίλυση το ονοματολογικό της FYROM, και μάλιστα όχι ως διεθνές, αλλά ως «διμερές θέμα». Ο αποτελεσματικός χειρισμός των «εθνικών θεμάτων» στο πλαίσιο μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, που διασφαλίζει τα συμφέροντα της Ελλάδας, είναι αναμφισβήτητα ένας από τους κυριότερους στόχους μας.
Η Ελλάδα πρέπει να στηρίξει αποφασιστικά τον Κυπριακό λαό απέναντι στους εκβιασμούς της τουρκικής κυβέρνησης, που συνδέει τη λύση του Κυπριακού με την απαράδεκτη αξίωση να θεωρηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία defunct, εκλιπούσα – «πεθαμένη». Ιδιαίτερα τώρα, που κλιμακώνονται οι τουρκικές προκλήσεις με τις εμπρηστικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού Νταβούτογλου και τις παράνομες ενέργειες έμπρακτης αμφισβήτησης της Κυπριακής ΑΟΖ. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει τη δίκαιη και σταθερή λύση του Κυπριακού, με πλήρη άρση των «τετελεσμένων» του 1974. Για μια Κύπρο με μια κυριαρχία και ιθαγένεια, χωρίς κατοχικά στρατεύματα, εγγυήτριες δυνάμεις και πολιτικές εποικισμού. Με δομές δικοινοτικής, διζωνικής Ομοσπονδίας και με λειτουργικούς θεσμούς, που θα στοχεύουν στην κοινή αρμονική διαβίωση και όχι στο διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων και των μειονοτήτων των Αρμενίων, Λατίνων και Μαρωνιτών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη σταθερή θέση ότι η Ελλάδα έχει αναφαίρετο δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, στην ανακήρυξη ΑΟΖ και στην αξιοποίηση του υποθαλάσσιου πλούτου της. Οι πολύπλευρες πρωτοβουλίες στον τομέα της ενεργειακής διπλωματίας και η προώθηση μιας συγκροτημένης και ενεργητικής στρατηγικής, που περιλαμβάνει και την υπογραφή διμερών συμφωνιών οριοθέτησης με τις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες, έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος.
Την ώρα που οι τζιχαντιστές, αποτέλεσμα καταστροφικών επιλογών της Δύσης και αραβικών κρατών, αναβιώνουν μεσαιωνικές φρικαλεότητες σε βάρος χριστιανικών, αλλά και μουσουλμανικών πληθυσμών στη Συρία και στο Ιράκ, δεν αρκούν μόνο οι δηλώσεις καταδίκης. Η παρουσία ελληνικής αντιπροσωπείας στο πλαίσιο αποστολής του ΚΕΑ τις επόμενες μέρες στα τουρκο-συριακά σύνορα έχει ακριβώς το νόημα της έμπρακτης εκδήλωσης αλληλεγγύης στους υπερασπιστές του Κομπάνι. Της κουρδικής πόλης, που αναδείχθηκε σε σύμβολο αντίστασης στη βαρβαρότητα και αποτελεί το απόλυτα αντίθετο υπόδειγμα: Ένα πείραμα ανεξιθρησκείας, δημοκρατίας και ισότητας των φύλων.
Χρειαζόμαστε επειγόντως μια άλλη εξωτερική πολιτική και επειδή η διεθνής θέση της Ελλάδας στα 4,5 χρόνια του Μνημονίου έχει υποβαθμιστεί βίαια και επικίνδυνα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, υιοθετώντας ως «εθνικό συμφέρον» την «ιδιοκτησία» των πιο βίαιων πανευρωπαϊκά «προγραμμάτων προσαρμογής», εφαρμόζοντας πρακτικά το «ο σκοπός (των δανειστών) αγιάζει τα μέσα», έκαναν επίσης μια θεμελιώδη επιλογή ως προς την εξωτερική πολιτική της χώρας: Το ρόλο του σιωπηλού κομπάρσου, που ψηφίζει «ναι σε όλα» όσα θέλουν οι ισχυρές χώρες.
Ενδεικτική είναι η στάση της κυβέρνησης στην ΓΣ του ΟΗΕ, όταν υπερψηφίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία 124 χωρών, ανάμεσα τους και η Ρωσία και η Τουρκία, η πρόταση που εισηγήθηκαν, με πρωτοβουλία της Αργεντινής, 77 χώρες μ’ επικεφαλής την Κίνα, με ένα τίτλο, που τα λέει όλα: «Για μια Πολυμερή Σύμβαση για τη δημιουργία ενός Νομικού Κανονιστικού Πλαισίου για τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης δημόσιου χρέους». Η υπερχρεωμένη Ελλάδα, απέναντι στη δρομολόγηση μιας συνθήκης-όπλο στα χέρια των μικρών χωρών, τι έκανε; Απείχε – κόντρα στα πιο ζωτικά εθνικά συμφέροντα!
Η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει σταθερές και ισότιμες σχέσεις στρατηγικού χαρακτήρα με τις χώρες BRICS, πριν απ’ όλες με τη Κίνα και με τη Ρωσία. Δεν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του λαού και της χώρας μας, όταν η Ελλάδα ταυτίζεται με την κυρίαρχη γραμμή ενός ιδιόμορφου οικονομικού ψυχρού πολέμου σε μια Ευρώπη, που φλερτάρει για τρίτη φορά με την ύφεση, με οικονομικές κυρώσεις ενάντια στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χώρα, τη Ρωσία, για να εισπράξει ρωσικά αντίμετρα. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία, οι ελληνικές εξαγωγές βυθίστηκαν κατά 5,9% λόγω του εμπάργκο τον Αύγουστο.
Υπάρχουν κύκλοι που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Φυσικά και υπάρχει: Η νατοϊκή Τουρκία δεν υποστήριξε κανένα γύρο αντιποίνων. Μέσα από την ΕΕ η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία διακήρυξαν την αντίθεση τους σε όλους τους τόνους. Η Φινλανδία δήλωσε στην Κομισιόν ότι επειδή διακυβεύονται κρίσιμα οικονομικά συμφέροντα της, δε θα εφαρμόσει τις κυρώσεις – σύμφωνα με το άρθρο 31 της Συνθήκης για την ΕΕ, που δίνει τη δυνατότητα αποχής χωρίς άσκηση βέτο – κι απόσπασε από τη Ρωσική ηγεσία δήλωση ότι τα αντίμετρα δε θα ισχύσουν για αυτήν. Και μέσα σ’ ένα περιβάλλον κυρώσεων, οι σύμμαχοι της Γερμανίας, Αυστρία και Σλοβενία, μόλις υπέγραψαν με την Ρωσία για τον αγωγό φυσικού αερίου Southstream.
Απέναντι στην κυβερνητική άποψη ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας ταυτίζονται με τα συμφέροντα της Ευρώπης, τίθενται ερωτήματα, όπως: Υπάρχει άραγε κάποιο ενιαίο Ευρωπαϊκό συμφέρον, με το οποίο ταυτίζονται αυτομάτως τα συμφέροντα όλων, λαών και κρατών; Είναι τυχαίο ότι στο πρόσφατο Μανιφέστο τους με τίτλο «Κάλεσμα για αλλαγή», 6 νομπελίστες οικονομολόγοι με πρώτο τον Στίγκλιτς, μετονομάζουν την ΕΕ σε «Ένωση Λιτότητας»; Ότι στην πρόσφατη Διακοινοβουλευτική Συνέλευση της ΕΕ για την Οικονομική Διακυβέρνηση στη Ρώμη υπήρξε γενικευμένη αμφισβήτηση βουλευτών για τη συνέχιση της λιτότητας και της άτεγκτης δημοσιονομικής πειθαρχίας; Όταν τα έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ, η Κυβέρνηση έλεγε ότι είναι ο τρελός του ευρωπαϊκού χωριού. Τώρα, που ανοίγουν χαραμάδες ελευθερίας στον ευρωπαϊκό δημοσιονομικό κορσέ, τι θέση παίρνει η Κυβέρνηση; Επιμένει, δυστυχώς, μέσα από μια λεηλατημένη Ελλάδα, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος…
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι της συγκυβέρνησης αντιμετωπίζουν μικρόψυχα και κομπλεξικά τη διεθνή δραστηριότητα του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, όπως η συμμετοχή στο ντιμπέιτ των υποψηφίων για την Προεδρία της Κομισιόν και στη συζήτηση στο Κόμο, η συνάντηση με τον Πάπα και άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες, ενώ γνωρίζουν ότι συμβάλουν ουσιαστικά στην προώθηση των άμεσων συμφερόντων του λαού και της χώρας, πριν απ’ όλα για να τερματιστεί η μέγγενη των καταστροφικών πολιτικών λιτότητας στην Ευρώπη.
Για όλους αυτούς τους λόγους, πολύ περισσότερο στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, χρειαζόμαστε μια εξωτερική πολιτική με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του λαού και του τόπου: Την εξωτερική πολιτική που θα εφαρμόσει η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το παραπάνω άρθρο βασίζεται στην ομιλία της Ν.Β. κατά τη συζήτηση για ψήφο εμπιστοσύνης στη Κυβέρνηση στην Ολομέλεια της Βουλής στις 10.10.2014. και δημοσιεύτηκε και στην «Αυγή της Κυριακής».