Αυτό υπενθυμίζει με ένα άρθρο του με τίτλο «Τώρα είναι η στιγμή να τεθεί ξανά στην ημερήσια διάταξη η συνεργασία ΕΕ – ΝΑΤΟ», ο συνεργάτης της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Atlantic Council, Λ. Σπεράνζα. Σύμφωνα με ανταπόκριση του ΚΥΠΕ από τη Νέα Υόρκη ο αναλυτής γράφει και τα εξής, στις 4 Φεβρουαρίου 2016:
«Προσπαθώντας να μετεξελιχθούν μέσα στο μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ έχουν κληρονομήσει μια διφορούμενη δέσμη επικαλυπτόμενων και ανταγωνιστικών καθηκόντων. Πέραν τούτου, κανένας οργανισμός δεν έχει ένα σαφές όραμα ή σχεδιασμό για να συντονίσουν τις δράσεις τους στο σημερινό πλαίσιο. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις για συνεργασία, το πρόβλημα Τουρκίας-Κύπρου συνεχίζει να αποτρέπει μια πραγματική εταιρική σχέση ΕΕ-ΝΑΤΟ», γράφει η ανάλυση.
Και παρότι αυτό ήταν πάντα σημαντικό, παραθέτει τους εξής τρεις λόγους για τους οποίους τώρα θα μπορούσε πραγματικά να είναι εφικτό- εταιρική σχέση ΕΕ-ΝΑΤΟ. Πρώτος, η ορατή πιθανότητα για λύση του Κυπριακού, δεύτερος η σύνταξη της Παγκόσμιας Στρατηγικής της ΕΕ που θα δημοσιοποιηθεί τον Ιούνιο και τέλος η επικείμενη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία, στις 8 και 9 Ιουλίου.
Στην αναφορά του με τίτλο «μία διευθέτηση του Κυπριακού στον ορίζοντα», ο Λ. Σπεράνζα εξηγεί ότι η παγωμένη σύγκρουση στην Κύπρο παραμένει ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για τη συνεργασία ΕΕ-ΝΑΤΟ. «Το νησί της Μεσογείου έχει διαιρεθεί μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων από το 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε μετά από μια απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος υποστηριζόμενου από την ελληνική κυβέρνηση. Η Τουρκία (μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά όχι της ΕΕ) έχει επανειλημμένα εμποδίσει προτάσεις της ΕΕ για συνεργασία με το ΝΑΤΟ, εξ αιτίας του διαρκούς αδιεξόδου στο Κυπριακό. Αν και οι ενδοκυπριακές διαπραγματεύσεις συνεχίζονται εδώ και δεκαετίες, το 2016 παρουσιάζει ένα νέο παράθυρο ευκαιρίας. Μια συμφωνία θα ανοίξει την πόρτα για νέα επίπεδα συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ στους τομείς της άμυνας, της διαχείρισης κρίσεων και σε πολιτικά ζητήματα».
Το πιο πάνω ζήτημα δείχνει τρία σημαντικά στοιχεία: πρώτο, ότι η επίλυση στο κυπριακό διευκολύνει την εξέλιξη πραγμάτων που ευνοούν τη συνεργασία διαφορετικών οργανισμών, δεύτερο, η Κύπρος ως μέλος της ΕΕ έχει ρόλο στη διαμόρφωση μιας αλλαγής, και τρίτο, η εξωτερική πολιτική της νήσου μπορεί να έχει περισσότερο βάρος στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, καθώς από ιδιόμορφο εταίρος θα εξελιχθεί σε αξιόπιστο παράγοντα συνεργασίας. Τα τρία αυτά στοιχεία είναι σημαντικά ως δημιουργικά επιχειρήματα και τώρα που οι συνομιλίες είναι εν εξελίξει. Αυτά τα επιχειρήματα βοηθούν την ευρύτερη κατανόηση πραγμάτων, και επιχειρημάτων για όσους ενδιαφέρονται σοβαρά για μεγάλες και μικρές αλλαγές στη γειτονιά μας και στον ευρύτερο χάρτη. Η θέση του Λ. Σπεράνζτα ότι «μια συμφωνία (στο κυπριακό) θα ανοίξει την πόρτα για νέα επίπεδα συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ στους τομείς της άμυνας, της διαχείρισης κρίσεων και σε πολιτικά ζητήματα» είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Πιο ειδικά θα έλεγα ότι η Κύπρος με την επίλυση του κυπριακού μπορεί πραγματικά να αξιοποιήσει κατά τρόπο ολοκληρωμένο τα γεωπολιτικά της πλεονεκτήματα, να είναι παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή. Η ακραία γεωγραφική και πολιτική έκταση της ΕΕ στην Α. Μεσόγειο, ότι καλύτερο για μια χώρα, όπως η Κύπρος, που κουβαλά στις πλάτες της όλες τις βασικές ατυχίες της γεωγραφίας της.