ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
ΦΥΓΕ
(Γεννηθήκαμε στην όχθη της παραξενιάς ενός κόσμου
που μοιάζει να χαίρεται, που σύγκαιρα πενθεί την τάξη).
«Μη με κρατήσεις.
Άλλο, μη!
Στα κοντά σου χέρια κινδυνεύω
κατάδικος να γίνω του αέρα σου,
εγώ, ο μακρινός,
της δανεικής σου ανάσας,
των ματιών σου
που στενά με βάλαν να κοιτώ, να διώχνω
μούσες πολλές, ωραίες κι ανέγγιχτες
στου μυαλού μου το χαμό,
καθώς του λαχαίνουν, καθώς τις χάνει.
Εγώ που ερωτεύομαι βοριάδες,
μην με καις
στο λιγοστό σου αέρα.
Εγώ που φτιάχνω χίλια όνειρα,
μη μου στερείς μίλια μακρινά,
της ψυχής μου που τα βλασταίνει,
που τα πνίγει.
Άλλο, μη!».
(Στην τάξη του κόσμου πενθώ την τάξη.
Ως ψυχή που βιάζεται να την αποτινάξει).