Ανέβηκε στο ικρίωμα και κρεμάστηκε.
Το φως τής μέρας μίσησε την τερατογένεση των πρωινών δαιμόνων του.
Σύντονη η ομήγυρη κοίταζε θλιμμένα προς το θυσιαστήριο. Το ήξερε. Δεν ήταν αμέτοχη τού αποτρόπαιου θεάματος.
Οι πανηγύρεις δεν είχαν θέση στο σκηνικό τής πλατείας.
Η όρεξη στα πρόσωπα, αποτύπωμα κιτρινισμένων λεμονιών, πιο ξινή απ’ την ξυνίλα τους.
Ουδείς σηκώθηκε να φύγει εντούτοις. Ο αέρας που χνώτιζε θανατικό, τους νάρκωνε.
Το φως όμοια στου λεμονιού την χλωμάδα, συνωμοτικά συνταίριαξε στο σκηνικό τής παράστασης.
Άλλωστε ήταν ώρα του να φύγει. Άλλωστε ζούσε μονάχα με την άλω του. Στη γη που πότιζε φως καθαρό, έζεχνε τώρα η ξενόφερτη σκόνη. Η μίζερη θαμπάδα της.
Ήταν η τελική ήττα; Ετούτη η σκηνή τής πνιγμονής; Τής παραίτησης, τής αλλοτρίωσης;
Παρόντες στο θάνατο τους. Ήταν ό,τι γύρευαν, η έσχατη λύση τους;
Κάποιοι κατάπιαν τον εμετό τους, άλλοι τον εκτόξευσαν και γύρεψαν νερό.
Να εξαγνίσει τον ξύλινο λαιμό τους, για κάποια λόγια που κρατούσαν στην άκρη φυλαγμένα, για κάποια παραίτηση που είχε χτυπήσει άσχημα στο βρόντηγμα τής πόρτας τους.
Με αυτά θα καλούσαν το φως να ξαναφωτίσει. Σε πείσμα τής ασέληνης νύχτας που επέκειτο.