Λάμψη πάνω τού τενάγου
Θαμπή
Μισοχάθηκε στα νερά του.
Κουνούπια
σημαίες μαύρες,
ανέμιζαν
ως κάποιες απ’ αυτές,
να διπλώσουν
σε συρτάρια στόματα βατράχων.
Κοάσματα ζωής,
που φτιάχνεται με θάνατο
στο στάσιμο βασίλειο,
το φωτισμένο φως,
που άλλοτε ήλιος, άλλοτε φεγγάρι
αφηγείτο σε κάτοπτρο νερό
φυλαγμένα μυστικά του.
Ένα θαμπό παραμύθι ανατριχίλας με
μάγισες να πετούν ξυστά το νερό,
ξυστά το κεφάλι των ανθρώπων
με τις στριγγές φωνές τους
να συρίζουν ως μέσα των αυτιών τους.
Για χρόνια…
πέταξαν, πέταξαν,
στριγγά λαρύγγισαν,
ώσπου η συνήθεια τίς … μίκρυνε,
τις καταδίκασε
μαύρες σημαίες ποταπές να τριγυρνούν,
λάφυρα ξεθυμασμένου φόβου,
κραταιού άλλοτε,
ξεδοντιασμένου τώρα.
Παραμύθι.
Ωστόσο χιλιοειπωμένο,
που εσωτερικά ωρίμασε.
Οι μόνοι που το άκουγαν
κάτι βάτραχοι πρόθυμοι
και κάτι κότσυφες ντυμένοι ολόμαυροι,
σαν τις πένθιμες σημαίες τους
και άλλος κανείς
… και όλα έμεναν εκεί,
απωθημένες μνήμες.
Όμως κάποτε η αφήγηση ξέφυγε
του τενάγου… για άλλα μέρη.
Παλιές ιστορίες έγιναν τρεχούμενες,
φρέσκα λόγια,
που ξεβλάσταιναν το βάρος.
Κυλούσε ο χρόνος
κάτω απ’ την μύτη των ανθρώπων…
στα βαλτόνερα πιο αργά.
Νυσταλέος … σιγοδιάβαινε στην ακινησία τους
Η λάμψη όμως η θαμπή
τον ξεμπρόστιασε…
ξεσκάλισε με φως απωθημένα
σε βαλτόνερες κρυψώνες
και τα διάβασε
και τ’ αποκάλυψε.
Μύριζαν φορμαλδεύδη
Θανατερό μειδίαμα
Λίγο πριν σβήσει στο φως.
Σαν ανάμνηση θαμπή.
Στα χείλη ενός ανθρώπου ημέρεψε
το ενοχικό φορτίο.