ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Φάντης μπαστούνι
«Αυτό που φοβάμαι είναι τα εύκολα συμπεράσματα».
Την κοίταξε στα μάτια για μια στιγμή και μετά σαν να ήθελε να τα αποφύγει, αφέθηκε να περιεργάζεται ένα μικρό κρυστάλλινο μπιμπελό που ήταν βαλμένο δίπλα στο φλιτζάνι με το τσάι του. Το πήρε από το τραπεζάκι μηχανικά και για τα επόμενα δευτερόλεπτα αφέθηκε να το περιεργάζεται.
Η Ίλια τον έβλεπε να χάνεται στις σκέψεις του και συμβιβάστηκε στην ιδέα να μην τον διακόψει. Ήταν γύρω στα εξήντα, καλοντυμένος και με φυσιογνωμία ευγενική. Καθόταν σε μία από τις δύο βελούδινες πολυθρόνες τού σαλονιού, τις τοποθετημένες διαγώνια, σε θέση …αμυντική, έτσι που να μη διασταυρώνονται άμεσα τα βλέμματά τους.
Η Ίλια πήρε το φλιτζάνι με το δικό της τσάι, το έφερε στο στόμα της και έμεινε να κοιτά κι εκείνη το τραπέζι, το ελαφρύ στρώμα σκόνης που είχε αφήσει ως αποτύπωμα το μπιμπελό με την απουσία του.
«Ώστε έτσι, σκέφτηκε, το συμπέρασμα μου ήταν … εύκολο».
Ήπιε μια γουλιά και μετά το επέστρεψε στην πορσελάνινη βάση του.
Η παύση της φάνηκε αφόρητη, αφού τα τελευταία λόγια θέριευαν στο κεφάλι της αντιστρόφως ανάλογα με τη σιωπή της … σιωπής τους.
Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Είχε μάθει να κοιτά έξω, τον κόσμο που περνούσε στον πολυσύχναστο δρόμο και να εκτονώνει μ’αυτόν τον τρόπο τα όποια δυσανεκτικά συναισθήματά της.
Η κίνηση ήταν ακόμα ζωηρή. Συνηγορούσε και το βράδυ που ήταν γλυκό, συνηγορούσε και η μέρα, αφού τα μαγαζιά ήταν ακόμα ανοιχτά.
Ο κύριος με το καλοσιδερωμένο κοστούμι κάποια στιγμή έπαψε να παίζει με το κρυστάλλινο «τοτέμ» του και γύρισε το βλέμμα του προς την πλάτη της Ίλιας.
«Τι θα έλεγες να περπατούσαμε λίγο έξω; Θα έκανε καλό και στους δύο».
Η Ίλια γύρισε και τον κοίταξε με το πιο ενοχλημένο βλέμμα της.
«Δεν βλέπω τον λόγο. Ό,τι είχαμε να πούμε, το είπαμε άλλωστε».
Ο άντρας σηκώθηκε και χωρίς να αλλάξει τον τόνο τής φωνής του κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα.
«Όπως νομίζεις, αν πάντως αλλάξεις γνώμη, πάρε με στο κινητό.
Ευχαριστώ για το τσάι»
Στα τελευταία λόγια του άνοιγε την πόρτα και περνούσε το κατώφλι τής εξόδου.
Η Ίλια τον έβλεπε σαν υπνωτισμένη. Δεν της περίσσευε ούτε η ΄΄καληνύχτα΄΄.
Ζούσε εδώ και καιρό μόνη. Αφότου χώρισε με τον άντρα της, είχε αποφασίσει να μη βιαστεί και να αφήσει για αργότερα την όποια σκέψη της για νέες δεσμεύσεις.
Βέβαια, αυτός ο χρόνος τεντώθηκε παραπάνω από τις αρχικές προθέσεις της και εδώ και καιρό την είχε εγκλωβίσει στη συνήθεια, που δεν της επέτρεπε να περάσει στην …επόμενη μέρα. Από την άλλη δεν είχε και πολλά καλά να θυμάται από την προηγούμενη εμπειρία της. Ούτε παιδί είχε για να μοιραστεί την ευθύνη του.
Στην αρχή αναζήτησε τη συντροφιά των φίλων, που είχε βάλει τον καιρό του έγγαμου βίου της στο περιθώριο, μέχρι που διαπίστωσε ότι κι εκείνοι είχαν αλλάξει. Οι περισσότεροι είχαν παντρευτεί και ακολουθούσαν τη δική τους πορεία, που δίσταζε να ξαναπιαστεί από τον ξαποσταμένο χρόνο τους. Άλλωστε και οι σύντροφοι τους, στην ουσία της ήταν άγνωστοι. Μετά τόσα χρόνια και οι ίδιοι οι φίλοι της είχαν ενστερνιστεί αυτόν τον δισταγμό των συντρόφων τους.
Δε θέλησε να επιμείνει. Κατά βάθος καταλάβαινε ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο.
Δεν ήταν οι τυπικές ανταλλαγές επισκέψεων, η ανάγκη της. Αν επιθυμούσε σχέσεις ρηχές, τις είχε και στη δουλειά της. Στο μισό της μέρας, στους μισούς συναδέλφους της, στη μισή ανάγκη τους για επικοινωνία. Ο «κόσμος» της είχε νιώσει καιρό τώρα αυτή τη σκληράδα τής μοναξιάς και μάλιστα ντυμένη με χίλιες διαφορετικές φορεσιές της. Την έβλεπε στους κινηματογράφους, στα θέατρα, στα εστιατόρια, στα υπερμάρκετ, παντού. Άνθρωποι βλοσυροί επί το πλείστον, να βλέπουν, να καταναλώνουν, να αγοράζουν, το υποκατάστατο που βόλευε τον καθένα, μέχρι το βράδυ της τηλεόρασης, της μουσικής, του βιβλίου.
Είχε βρει συντροφιά σε όλα αυτά και πολλές φορές μαζί τους βολικά ξεχνιόταν, αφού η σκέψη που στριφογυρίζει συνεχώς στα προβλήματα, γίνεται παρέα δυσάρεστη. Κάποιες στιγμές συνειδητοποιούσε το αόρατο κλουβί, με πόρτες που ωστόσο της φαίνονταν απαραβίαστες.
Η Ίλια εντούτοις ήλπιζε. Είχε τους λόγους της.
Υπήρχαν φορές που είχε ακούσει στο μετρό ή και στο δρόμο, κάποια παιδιά να γελούν τρανταχτά. Με τη φυσική ρώμη της νιότης τους, να αυθαδιάζουν στο θηρίο του καθωσπρεπισμού και να το σκούνε. Εκείνο το θηρίο που ζήλευε τη τόλμη τους, την αυθάδεια που έδειχναν στους δεσμοφύλακες. Δεν ήταν αποτέλεσμα της ανωριμότητας τους, άλλωστε κι εκείνα εκπαιδεύονταν να …μεγαλώνουν, να γίνουν βλοσυροί κύριοι και βλοσυρές κυρίες. Υπέθετε όμως βάσιμα, ότι είχαν το κουράγιο τους αφάγωτο, εκείνο που τους υποκινούσε. Θυμόταν άλλωστε και τον εαυτό της παιδί, πως ήξερε κι εκείνη να γελά και μάλιστα ανεπιτήδευτα. Κάποια στιγμή λοιπόν έκανε τη τρελή σκέψη να ξαναγίνει νέα. Όχι με πονηρά υποκατάστατα. Εκείνα που ξεγελούν την όψη και νομίζεις ότι η φτιαχτή φρεσκάδα θα περάσει και στα εσώτερα τού δέρματος. Με άλλα. Με ποιά; Με άλλα.
Ήταν κάποια στιγμή, ένα ανύποπτο βράδυ, με τις σονάτες τού Σοπέν για μοναδική της συντροφιά, που πετάχτηκε από τη βαθειά πολυθρόνα τής συνήθειας και έτρεξε ξαναμμένη στο γραφείο της, στο διπλανό δωμάτιο. Άρπαξε ένα τετράδιο και ένα μαρκαδόρο και έγραψε βιαστικά και μεγαλογράμματα στην λευκή σελίδα του … «να μη ξεχάσω να ξαναγίνω νέα».
Κάποια στιγμή δείλιασε για τα αν θα έπρεπε να γράψει το ΄΄ξανά΄΄. Θα της ήταν αφόρητη όμως η παραδοχή, πως δεν είχε ζήσει ποτέ την φρεσκάδα της νιότης. Κουράγιο έψαχνε. Είχε ανάγκη να πατήσει κάπου. Όχι, ήταν κι αυτή παιδί κάποτε. Μετά σκέφθηκε ότι υπήρχαν παιδιά, που όντως δεν πρόλαβαν να γευτούν την … παιδικότητα που είχε κατά νου και κοντοστάθηκε.
Ήταν υπερφίαλο αυτό που ζητούσε; Ήταν ανώριμο μήπως;
Δεν είχε όμως τι άλλο να περιμένει. Το τετράδιο ήταν δικό της.
Το έκλεισε μην και από αποκοτιά έσκιζε τη σελίδα του και ξέμενε από ελπίδα.
Το έβαλε σε θέση περίοπτη. Να το βλέπει και να της θυμίζει.
Να μην περνά μέρα που να μην της θυμίζει.
Είχε τότε θεωρήσει τη σκέψη της εκείνη ως τη διαυγέστερη, που είχε κάνει ποτέ στη ζωή της. Το κρυστάλλινο «τοτέμ» στο τραπεζάκι, το μικρό λατρευτικό της κτέρισμα, ήταν η ίδια η σκέψη της. Η δύναμη τού συμβολισμού, που εκείνη του είχε προσδώσει, ένιωθε ότι της επέστρεφε πολλαπλάσια.
Η μυστική της απόφαση είχε αρχίσει να κινητοποιεί ξανά τις αισθήσεις της, που καιρό τώρα είχαν περιπέσει σε λήθαργο. Στην αρχή δειλά, αργότερα με μεγαλύτερη συχνότητα, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει και η ίδια τον λόγο, άρχισε να χαμογελά. Μετά, να αγαπά τα ελαττώματα των ανθρώπων που την περιστοίχιζαν και να τα εξαγνίζει μεσ’ στην κρυστάλλινη σκέψη της. Έπειτα άρχισε να εισπράττει την αλλήθωρη ανταπόδοση των όσων μοίραζε. Δεν ήθελε να επιστρέφει σπίτι, χωρίς να έχει κάτι να σημειώσει στο τετράδιο της. Το τετράδιο γέμισε.
Πήρε άλλο. Να έχει πολλές σελίδες για να γράφει. Είχε μάθει να ανακαλύπτει και τα πιο κρυμμένα μυστικά κάθε λανθάνουσας λύπης και να τα μεταγγίζει ως χαρά, ως θαύμα ζωής. Το φως, που θα την έκανε νέα, μέρα με τη μέρα έφτανε και πιο μέσα της. Ήταν έτοιμη να ερωτευτεί. Ίσως για πρώτη φορά τώρα.
Ήταν ένας ώριμος κύριος. Έδειχνε άνθρωπος καλλιεργημένος. Πίστεψε στα μάτια του. Στην αλήθεια τους. Στην κοινή τους αλήθεια. Πόσο πρόστυχα μπορεί να φερθεί μια λέξη;
Όλα πήγαιναν από το καλό στο … καλύτερο. Δεν ήταν η ζωή της Ίλιας χωρίς διακυμάνσεις, ωστόσο το σημαντικό ήταν, ότι το βλέμμα της είχε χάρτη.
Με τοπία ξεκάθαρα. Τα τοπία δεν ήταν μόνο γεωγραφικά. Είχαν και ανθρώπινη διάσταση. Κάποια εξ’ αυτών είχαν σχηματοποιηθεί σε σχήμα ανδρός.
Εκείνου που είχε διαλέξει.
Εισέβαλε στη ζωή της σαν «φάντης μπαστούνι». Με εμπειρίες από τον δικό του χάρτη. Με ευαισθησίες από τις δικές του αισθήσεις.
Ήθελαν και οι δύο. Προχώρησαν …κοινή συναινέσει.
Ωστόσο ο δρόμος που σημείωνε ο ένας χάρτης διέφερε από τον δρόμο του άλλου. Οι μικρές αντιρρήσεις για τα «μικρά» στην αρχή, άρχισαν να γίνονται μεγάλες για όλα. Η Ίλια, που είχε εξασκηθεί χρόνια στη μοναξιά της, άρχισε να βλέπει πράγματα, που ολοέν και περισσότερο της την θύμιζαν. Την έπιασε πανικός.
Δεν τον συμμερίστηκε κανείς, ειδικά ο άνθρωπος που την ενδιέφερε. Από ένα σημείο και μετά άρχισε να μιλά ανοιχτά για τις επιθυμίες της, που λεηλατούντο όλο και συχνότερα. Τα ερωτήματά της άρχισαν να πληθαίνουν, όσο και οι αμφιβολίες της ότι κάτι επιτέλους θα διορθωνόταν. Αντιθέτως, ισόποσα με τα ερωτήματα που πλήθαιναν, μεγεθύνονταν και τα χαμένα βλέμματα. Δεν υπήρχαν απαντήσεις. Από πουθενά.
Η Ίλια άρχισε να τις ψαχουλεύει μόνη της, ερήμην του ανθρώπου που πίστεψε. Κάποια στιγμή πέρασε στην επίθεση. Η αμηχανία της έγινε κατηγόρια.
Ο άνθρωπος της δεν ένιωθε τις ανάγκες της, δεν έκανε προσπάθεια καν να τις καταλάβει. Έτσι νόμιζε.
Το κρυστάλλινο «τοτέμ» έκτοτε παρέμενε στη θέση του σαν επιτάφια πλάκα. Άρχισε να θαμπώνει μέρα τη μέρα από τη σκόνη της απελπισίας της. Όμως και τα λόγια της έγιναν αιχμηρά. Τα συμπεράσματα της κρίσης της, θέσεις αυταπόδεικτες. Είχε ήδη περάσει τη γραμμή της αυθαιρεσίας τους. Σπασμωδικά τα υιοθετούσε σαν βάλσαμο στις αγχωμένες ερωτήσεις της.
Ώσπου κάποια στιγμή εισέπραξε εκείνο που ποτέ δεν ήθελε.
Τον φόβο των …γηρατειών τους, της αναπότρεπτης ωρίμανσης.
Τα λόγια του ανθρώπου της, που έφευγε.
«Αυτό που φοβάμαι είναι τα εύκολα συμπεράσματα».