ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Φαντασία
Στου γερακιού τη ράχη
πλάνευα τον κόσμο μου.
Τον έπλαθα από ψηλά,
με τα εργαλεία μου,
τα ελαττωματικά μου μάτια.
Ωραίον στη φαντασία μου,
όμηρο κάπως ακριβό,
για λίγο, για λίγη πτήση.
Ως την ξανα-προσγείωση.
Τις περισσότερες φορές
το γεράκι σύντομα κουραζόταν.
Είχε και το κακό να βλέπει,
καθαρά, δίχως τα μερεμέτια μου.
Ωστόσο, απ’ό,τι φαίνεται,
αυτό ουδόλως το ενοχλούσε.
Μάλλον η συνήθεια δεν είναι
προνόμιο των ανθρώπων.
Εικάζω πως αλλιώς,
δεν θα το ξανάβλεπα
να ψηλοπετά για χάρη μου.
Αυτό με καθησύχαζε και
στην ιδέα του και μόνο,
ζούσα ως φύλλο σε αιώρηση,
ανάμεσα μιας γης και ενός σύννεφου.