Οι μεταρρυθμίσεις που αναφέρονται από την ελληνική πλευρά και θα συμπληρωθούν από την πλευρά των δανειστών δεν είναι καινούργιες: Είναι οι ίδιες στις οποίες είτε απέτυχε η προηγούμενη κυβέρνηση είτε πέτυχε πολύ λίγα, πολύ αργά και με κόστος δυσανάλογο προς το όφελος. Το ζητούμενο είναι εάν η παρούσα κυβέρνηση, μαθαίνοντας από τα λάθη της προηγούμενης, θα μπορέσει να επιτύχει περισσότερα, καλύτερα και ταχύτερα.
Γιατί, όμως, απέτυχε η προηγούμενη κυβέρνηση;
Πρώτον, διότι δεν είχε σχέδιο, δηλαδή, ακριβέστερα: Δεν είχε ούτε τη γνώση ούτε τη μέθοδο να δημιουργήσει το σχέδιο. Πολύ συχνά, εμφανίζονταν τίτλοι κενοί περιεχομένου ή εξαιρετικά τετριμμένες περιγραφές ιδεών/ευχών χωρίς κανέναν επιχειρησιακό χαρακτήρα ως δράσεις υλοποίησης του προγράμματος. Οι περισσότερες εξ αυτών προστίθονταν για λόγους εντυπωσιασμού και απορρίπτονταν, συνήθως, αυθωρεί. Μαζί με την εξίσου παχυλή γνωστική ένδεια της τρόικας, οδηγηθήκαμε στο τέλος του δεύτερου μνημονίου στον απίθανο κατάλογο των 600 και πλέον μικρών, μεσαίων και μεγάλων δράσεων που συνωθούνταν, προκειμένου να αποσπάσουν το περίφημο «observed» στο αντίστοιχο κελί του XLS που παρακολουθούσε το Μνημόνιο. Θα ήταν φαιδρό, αν δεν ήταν τραγικό, να «διαπραγματεύεται» κανείς το άνοιγμα των επαγγελμάτων μαζί με την έκδοση μιας κοινής υπουργικής απόφασης για τον τρόπο ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού στη δημόσια διαβούλευση, κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Η προτεραιότητα ήταν θέμα της Τρόϊκας…
Τώρα; Υπάρχει, άραγε, η γνώση περί των σημαντικών και των ασήμαντων; Ποιοί είναι οι φορείς της; Σίγουρα δεν θα είναι εκείνο το απίθανο κολλάζ πολιτικών-γραφειοκρατών-συμβούλων (πάσης φύσεως), το οποίο αποτελούσε την εγγύηση της αποτυχίας;
Η Ελλάδα διαθέτει σπουδαίους επιστήμονες, ικανούς εμπειροτέχνες και επαρκείς μάνατζερς που μπορούν να ανταποκριθούν σ’ αυτή την ανάγκη. Αρκεί κάποιος να τους εντοπίσει, να τους οργανώσει ως ομάδα και να τους καθοδηγήσει προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (και, εννοείται, να μην περιμένει απ’ αυτούς να το κάνουν). Το Ποτάμι έχει μιλήσει, πολλές φορές, για την Εθνική Ελλάδος ενόψει των διαπραγματεύσεων. Τώρα ο τόπος την έχει πιο πολύ ανάγκη από ποτέ. Ο Πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει αμέσως τη σχετική πρωτοβουλία.
Δεύτερον, διότι η προηγούμενη κυβέρνηση, ακόμη κι όταν αντελήφθη το πρόβλημα, θεώρησε ότι το έλλειμμα ήταν τεχνικό και όχι κοινωνικό/αξιακό/αισθητικό- και, εν τέλει, πολιτικό: Για αυτό, προσπαθώντας να το αντιμετωπίσει, προσέφυγε σε «τεχνική-καλοπληρωμένη- βοήθεια» η οποία είναι standby και τώρα… Τα αποτελέσματα της βοήθειας αυτής ήταν εξ ίσου πενιχρά, αν όχι πενιχρότερα. Χαρακτηριστικά είναι τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τα οποία ασκούσε οξεία κριτική ως προς την αποτελεσματικότητα των φορέων που παρείχαν τεχνική βοήθεια στην Ελλάδα. Θα χρησιμοποιήσει η νέα κυβέρνηση την ίδια ατραπό; Η αποτυχία θα είναι, τότε, διασφαλισμένη. Εκτός, εάν αυτή η ίδια ιεραρχήσει τα προβλήματα, βάζοντας στη σειρά τα πραγματικά κι όχι τα «one size fits all» «προβλήματα» και «λύσεις» των διεθνών οργανισμών (και των εταιρειών συμβούλων).
Το σημαντικότερο, όμως: Έχει επίγνωση η κυβέρνηση ότι κάτω από το «τεχνικό» πρόβλημα της κακοδιοίκησης, της πλημμελούς απόδοσης δικαιοσύνης, της πάταξης της φοροδιαφυγής υποκρύπτεται ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα, εκείνο, δηλαδή, της σύμφυσης κόμματος και κράτους; Έχει η κυβέρνηση πολιτική βούληση να πρωτοστατήσει στην αποκόλληση του ενός από το άλλο; Μέχρι τώρα, τα σημάδια δεν είναι ευνοϊκά…Στην μεγάλη αυτή προσπάθεια, το πολιτικό κόστος που πρέπει να καταβληθεί θα είναι τεράστιο. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί, σίγουρα, να το αντέξει. Όλοι, όμως, όσοι πρεσβεύουν ότι αυτό είναι το απόλυτο νούμερο 1 πρόβλημα της χώρας, μπορούν να το επωμιστούν. Διαπαιδαγωγώντας, εν τέλει, και την κοινωνία η οποία γαλουχήθηκε με απαξίες του τύπου ότι το ρουσφέτι, η παράκαμψη των κανόνων και των συμφωνιών αποτελούν την βασιλική οδό της κοινωνικής και ατομικής επιτυχίας. Η εθνική συνεννόηση προβάλλει και εδώ ως μονόδρομος.
Τρίτον: Η προηγούμενη κυβέρνηση τορπίλιζε την εφαρμογή του προγράμματος «εκ των ένδον». Επειδή οι Υπουργοί της εκλάμβαναν, στην πλειοψηφία τους, τις «μνημονιακές υποχρεώσεις» ως αγγαρεία, όταν αποτύγχαναν να τις φορτώσουν στον Υπουργό Οικονομικών, τότε, έκαναν τα ελάχιστα και με τον χειρότερο τρόπο. Αυτό εκλήφθηκε ως «έλλειμμα συντονισμού», το οποίο αντιμετωπίσθηκε ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο: Βαριεστημένα, κάνοντας τα ελάχιστα, ούτως ώστε να είναι εγγυημένη η αποτυχία οιουδήποτε θα αναλάμβανε να φέρει εις πέρας το έργο. Πως θα υπερβεί τα «σιλό» σήμερα ο Πρωθυπουργός; Με τα υπερ-υπουργεία που κανένα δεν συντονίζει το άλλο και τα οποία θα είναι αδύνατο να διοικηθούν, χωρίς να υπάρξει ριζική μεταρρύθμιση των αρμοδιοτήτων επί των οποίων αυτά ερείδονται;
Είναι καλό σημάδι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο όπου είχε καταντήσει διακοσμητικό. Υπάρχει νομιμοποίηση των αποφάσεων, πλην όμως αυτή ελάχιστα επηρεάζει την αποτελεσματικότητά τους. Εδώ, απαιτείται η συστράτευση πολύ περισσότερων δυνάμεων, πέραν εκείνων που διαθέτουν τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση: Πολιτικά κόμματα που τάσσονται υπέρ των μεταρρυθμίσεων, υγιείς δυνάμεις της αγοράς και της κοινωνίας πολιτών πρέπει να έχουν ακώλυτη πρόσβαση τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην παρακολούθηση της εφαρμογής του κυβερνητικού έργου. Η Διαβούλευση πρέπει να αποτελέσει τον μοναδικό τρόπο νομοθέτησης- μακριά από τις σειρήνες των «κατεπειγόντων», των συμβολικών νόμων και των πρακτικών του παρελθόντος που απαξίωσαν το κράτος δικαίου. Πάλι, όμως, το πρώτο δείγμα γραφής της νέας κυβέρνησης οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δυστυχώς.
Το Ποτάμι ζητάει από τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση να ενεργοποιήσει εργαλεία που έχουν αποδειχτεί έγκυρα και διασφαλίζουν αποτελεσματικότητα και δημοκρατία στη λήψη των αποφάσεων. Πάνω απ’ όλα, όμως, επιτρέπουν τον κοινωνικό διάλογο και την εθνική συνεννόηση.
Η περίοδος που διανύουμε είναι κρίσιμη, υπό την έννοια, ότι πρέπει να μπουν οι βάσεις μιας άλλης Ελλάδας. Οι ελπίδες όλων είναι να καταφέρει η νέα κυβέρνηση να πετύχει εκεί που η προηγούμενη απέτυχε. Δεν θα τα καταφέρει, όμως, εάν δεν προχωρήσει σε μια ειλικρινή συνεννόηση με το σύνολο της κοινωνίας. Ο νέος πατριωτισμός που ζητείται δεν είναι υπόθεση αυθορμητισμού ή χειραγώγησης. Απαιτείται, έργοις, συνεργασία υπέρ συγκεκριμένων επιδιώξεων και αποτελεσμάτων. Το Ποτάμι δηλώνει ότι θα στηρίξει έμπρακτα κάθε τέτοια προσπάθεια.