αντικειμενικού συμπεράσματος. Ειδικά η κρίση σε έναν τομέα της άμεσης καθημερινότητας που προκαλεί τη διαχείρισή της μετατρέπεται ως αδιέξοδο αποδοχής και αναγνώρισης των συντεταγμένων παραμέτρων που εμπλέκονται με το ζήτημα. Καθολική εφαρμογή αυτής της πραγματικότητας αποτελεί η γενικόλογη κατά τα άλλα διαπραγμάτευση των προβλημάτων της παιδείας, η οποία εξαιτίας της έκτασής της αποδεικνύεται επιρρεπής σε αυτονόητες συζητήσεις και αδύναμη να αντισταθεί στις συνθηματικές αντιλήψεις που εξελίσσονται συνήθως σε ιερές θέσεις και σε σταθερά διαχρονικές εκπαιδευτικές πολιτικές.
Αναλυτικότερα το θέμα που σχετίζεται με όλο το σύστημα της ανώτατης αγωγής διαμορφώνεται ως στερεότυπη πίστη για την τριτοβάθμια εκπαίδευση η οποία δεν φαίνεται από τα πράγματα υπόθεση με σχετικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως η βαθμίδα αυτή της παιδείας διαφεύγει των ριζικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες είναι προσηλωμένες στο δόγμα της βαθμιαίας αλλαγής των προγενέστερων σταδίων εκπαίδευσης και απολαμβάνει της αναγνώρισης ως σταθερού παράγοντα στις προσπάθειες αναμόρφωσης της εκπαίδευσης.
Οι λόγοι αυτής της προστασίας σχετίζονται αφενός στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να συλλαμβάνει την εκπαίδευση ως ενότητα και να αντιδρά με τόλμη σε
καθεστωτικές αντιλήψεις που στηρίζονται σε ένα σύνολο ατόμων με ιδεολογικοποιημένο συμφέρον. Η πολιτική δηλαδή εξουσία δεν αποτολμά να καταργήσει τη μονιμότητα των εκπαιδευτικών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ακόμη και τη στιγμή που είναι διαμορφωμένο κατά τρόπο ισχυρό το αίτημα του κοινού για δικαίωμα στην έρευνα και στην ανάληψη παιδαγωγικών ρόλων της πλειονότητας ικανών νέων που διακρίνονται για το ερευνητικό τους πνεύμα και τα υψηλά παιδευτικά τους προσόντα.
είναι προσανατολισμένες και υποταγμένες στον κανόνα συνήθως των προσωπικών επιλογών. Απόδειξη αυτής της παθογένειας είναι η εμφάνιση του φαινομένου της οικογενειοκρατίας και της αναπαραγωγής των συνειδητοποιημένων ομάδων που ανανεώνουν τα μέλη τους με αναξιοκρατικό τρόπο και με βάση την αρχή του ημετερισμού. Για να καταστεί αντιληπτός ο τρόπος που λειτουργεί το νοσηρό πανεπιστημιακό κατεστημένο είναι χρήσιμο να αντιμετωπίσει κατά τρόπο ελληνικό τα σχετικά πορίσματα ερευνών που αξιολογούν νοητικά τον μαθητικό πληθυσμό της πατρίδας μας.
Ενδεικτική εργασία που δείχνει την τύχη των ευφυών μαθητών της εκπαίδευσης και τη μεταχείριση τους αργότερα από την τριτοβάθμια αγωγή είναι η έρευνα με σταθμισμένο ερωτηματολόγιο για την ανακάλυψη ευφυών μαθητών σε δείγμα 235 μαθητών στο 92ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών η οποία αποκάλυψε την ύπαρξη 16 ατόμων με υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Πρόκειται για μαθητές τους οποίους αδυνατεί η σχολική μονάδα με το υφιστάμενο πρόγραμμα σπουδών να εντοπίσει και οι οποίοι σύμφωνα με τα ισχύοντα στεγανά των πανεπιστημίων είναι αποκλεισμένοι από αυτόν τον εκπαιδευτικό χώρο.
Είναι γνωστό δηλαδή πως στους 30.000 ελεύθερους Αθηναίους της κλασικής Αθήνας έχουμε 10.000 σοφούς σε αντίθεση με την εποχή μας στην οποία παρά την ύπαρξη των πανεπιστημιακών δασκάλων δεν υπάρχει διαθέσιμο λαϊκό πνεύμα και αντίστοιχη σοφία. Η διασφάλιση του δικαιώματος των πανεπιστημιακών καθηγητών και τα προβληματικά κριτήρια επιλογής τους οφείλονται βεβαίως και τη σθεναρή υπεράσπισή τους με έναν τρόπο που αυτονομείται ή κινείται αντίθετα με το βασικό δικαίωμα του κοινού για επιστήμη που μπορεί να συμβάλει στην έρευνα και ως εκ τούτου στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
ελληνικών αδιεξόδων και η εντύπωση πως το θέμα των πανεπιστημίων επιδέχεται ανώδυνη και βαθμιαία αναθεώρηση. Σε αυτή την αντιπροοδευτική στάση της πατρίδας μας οδηγεί και η μερικοποίηση της σχέσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την εν γένει κοινωνική ζωή η οποία δεν επιτρέπει να θεωρείται υπεύθυνη η αθλιότητα στα πανεπιστήμια για την πραγματική καθυστέρηση που λαμβάνει σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας συγκεκριμένη μορφή.
τρόπο ακώλυτο και χωρίς τα εμπόδια που συνεπάγεται η οργανικότητα πανεπιστημιακών που καταλαμβάνουν δια βίου τα πανεπιστήμια και επιλέγουν οι ίδιοι τους «διαδόχους» τους. Είναι σίγουρα η πρόταση αυτή δύσκολη στην εφαρμογή αλλά υλοποιήσιμη αν παρακαμφθεί η αντίσταση των πανεπιστημιακών που μάχονται για τα ιδιωτικά κεκτημένα τους και αντιμετωπίζουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση ως αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο εργασιακό αγαθό. Για να συμβεί τούτο θα μπορούσε η πολιτεία να τους αμείβει ακόμα και όταν δεν προσφέρουν έργο και να διευκολύνει την προαγωγή ικανών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έτσι ενδέχεται η κοινωνία όσα επιβαρύνεται από τους μισθούς των μόνιμων καθηγητών να τα εξασφαλίζει εις το πολλαπλάσιο από την έρευνα των νέων ανακλητών επιστημόνων.
HOWARD, K. & SHARP, J. (1998) Η επιστημονική μελέτη: Οδηγός σχεδιασμού και διαχείρισης πανεπιστημιακών ερευνητικών εργασιών, Αθήνα, Gutenberg.
MASON, J. (2004) Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
McBEATH, J. (2001) Το σχολείο που μαθαίνει, στο: Αξιολόγηση Εκπαιδευτικών
Προγραμμάτων και Σχολείου: Εκπαιδευτική Αξιολόγηση; Πώς;, Αθήνα, Μεταίχμιο, 157- 166.
McBEATH, J. (2002) Η αυτοαξιολόγηση στο σχολείο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
McBEATH, J., SCHRATZ, M., κ. ά. (2005) Η αυτοαξιολόγηση στο ευρωπαϊκό σχολείο. Πώς Άλλαξαν Όλα, Αθήνα, Μεταίχμιο.
NEAVE, G. (1998) Οι εκπαιδευτικοί: Προοπτικές για το εκπαιδευτικό επάγγελμα στην Ευρώπη, Αθήνα, Έκφραση.
TILL, G. WARRANT, F. (2001) Το πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα, Αθήνα, Ατραπός