Στις 17 Ιουλίου 2010 ο Τ. Ερτογάν λέει στον «πρωθυπουργό» των τ/κ Ι. Κιουτσούκ, «αν συνεχίσετε να λέτε «όχι εγώ δεν θέλω να ψαρέψω ψάρι, θέλω μόνο το ψάρι», αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί. Αν δει κανείς τα χρήματα που δίνει η Τουρκία στην ΤΔΒΚ, θα διαπιστώσει ότι κάθε χρόνο το ποσό αυξάνεται. Το 2002 δόθηκαν 200 εκ. δολάρια και σήμερα δίνουμε 600». Ο Τ. Ερτογάν υπέδειξε και τους τρόπους για την ανάπτυξη με ιδιωτικοποιήσεις και άλλων υπό «κρατικό» έλεγχο εταιρειών και με μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα. Δήλωσε με έμφαση ότι «όταν πήραμε την εξουσία το 2002, τα χρέη της Τουρκίας έφταναν το 63% ενώ τώρα έχουν πέσει στο 8%. Αυτό το μοντέλο θέλουμε να εφαρμόσουμε και εδώ». Στις 27 Απριλίου 2015 ο Τ. Ερτογάν στη δημόσια κόντρα του με τον Μ. Ακιντζί είπε ότι « το κόστος που πληρώσαμε εμείς εκεί είναι κάπου ένα εκατομμύριο δολάρια το χρόνο».
Αυτή η απόφαση εφαρμόστηκε κατά τον τρόπο Ερτογάν. Σε μια νύκτα έγινε αλλαγή πρέσβη στα κατεχόμενα, με εντολή αυτός να εποπτεύει την νέα πολιτική του ΚΑΔ στους τ/κ. Έκτοτε η καχυποψία ενισχύθηκε με παγιωμένες συνήθειες στην τ/κ κοινότητα. Το «μνημόνιο» που επέβαλε η Άγκυρα στους τ/κ δεν άρεσε, ένα «μνημόνιο» που μοιάζει σε αρκετά σημεία με το μνημόνιο που υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία με την «τρόικα» το 2013. Όσοι τ/κ πολιτικοί το στήριξαν, βούλιαξαν στις εκλογικές διαδικασίες που ακολούθησαν- ο Ι. Κουτσιούκ ως «πρωθυπουργός» δεν εξελέγη ούτε καν ως «βουλευτής»!
Η σχέση ΚΑΔ –Τ/κ (πέρα από το μνημόνιο) συνοδευόταν από ενέργειες στο ιδεολογικό και οικονομικό επίπεδο με εισαγωγή στοιχείων πολύ διαφορετικών από την τ/κ κοσμική παράδοση: μικρής κλίμακας εξαγωγή ισλαμικής προπαγάνδας με νέα τζαμιά, κήρυκες, θεολογική σχολή και μεγάλης κλίμακας εξαγωγή κεφαλαίων για επενδύσεις από το «πράσινο επιχειρηματικό λόμπυ» στο χώρο της ξενοδοχειακής βιομηχανίας στην Καρπασία και την Κερύνεια.
Η πλειοψηφία των τ/κ δεν αποδέχθηκε τις αλλαγές Ερτογάν, αλλά ούτε και οι ίδιοι διαμόρφωσαν μια δική τους αναπτυξιακή πρόταση πέρα από την οικονομική εξάρτηση από την Άγκυρα. Ο φαύλος κύκλος ενισχύθηκε με τις μεγάλες ανισότητες σε μισθούς και συντάξεις στη τ/κ «δημόσια» υπηρεσία. Εν ολίγοις οι εισαγόμενες μεταρρυθμίσεις έμειναν ορφανές, στην πράξη έμειναν στα χέρια του τούρκου πρέσβη Ακτσά. Ακόμα και οι κορυφαίες προτεραιότητες της πολιτικής Ερτογάν όπως η ιδιωτικοποίηση του αεροδρομίου στην κατεχόμενη Τύμπου έχει περιπλακεί σε δικαστικές διαμάχες γύρω από τα συμβόλαια του έργου με πρωτοβουλία του Σ. Ντενκτάς.
Κλειδί για να κατανοήσουμε τις σημερινές εξελίξεις αποτελεί και ο εκτροχιασμός της ευρωτουρκικής σχέσης. Στην πράξη η δυναμική που αναπτύχθηκε το 2005 έχει αποδυναμωθεί. Οι τ/κ ψήφισαν στις 26 Απριλίου 2015 την ένταξη στον ευρωπαϊκό κόσμο χωρίς διασύνδεση με την υπάρχουσα ευρωτουρκική σχέση. Ψήφισαν ενσωμάτωση στον ευρωπαϊκό κόσμο μέσα από την επίλυση του κυπριακού και την συνεργασία με τους ε/κ. Αυτή η «έλξη ΕΕ», η θέληση των τ/κ για ένταξη στα σύγχρονα φαινόμενα, ο τερματισμός της ανάπτυξης από την πίσω πόρτα, αποτελεί μια επιλογή που χρειάζεται να διαβαστεί με κάθε σοβαρότητα. Τα γεγονότα δείχνουν ότι δύσκολα θα «ανασχηματιστεί» το ευρωτουρκικό τρένο όπως ήταν την προηγούμενη δεκαετία. Μπορεί όμως να αποκτήσει μια δυναμική μέσα από την επίλυση του κυπριακού, την αποχώρηση του στρατού κατοχής και την ανανέωση του ενδιαφέροντος της ΕΕ για έναν σημαντικό ρόλο στην Α. Μεσόγειο.