Βρισκόμενη τελευταία σε τέτοια φάση, δεν είχα σκεφθεί κανένα θέμα γι αυτήν την εβδομάδα. Όλο τα ίδια και τα ίδια! Και όλα χάλια! Ανασχηματισμοί χωρίς νόημα και μόνο ντόρος να γίνεται. Παππάδες που μοστράρουν εμετικές σέλφις στο φέισμπουκ. Διαρκώς αυξανόμενη κοινωνική αδικία, με φάρμακα να λείπουν από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, με την ανεργία να χτυπάει κατακόκκινα, με τους αστέγους να περιμένουν έναν ακόμα χειμώνα, στην ίδια πάντα γωνιά, χρόνια τώρα, με την τηλεόραση και τα ηλίθια μπλογκ να ασχολούνται με το διαζύγιο της Φαίης και του Γιώργου – ρε Γιώργο, δεν σου ‘πε κανένας, ότι η «ωραία Φαίη» κατά κει το πήγαινε; Κατά την «ωραία Ελένη», την «ωραία Τζένη» και όλες αυτές τις «ωραίες», με τον γνωστό κύκλο – τηλεοπτικός γάμος, πρωινάδικο, λάμψη, τεκνοποίηση, αδυνάτισμα, μασάζ, λίφτινγκ, διαζύγιο; Απ’ έξω κι ανακατωτά τα έχουμε μάθει πια τόσα χρόνια, εσείς ακόμα να το πάρετε απόφαση, αγόρια; Ας προσέχατε, που έγραψε και μια φίλη, χθες βράδυ! Βαρέθηκα, που λέτε, τα ίδια και τα ίδια και δεν είχα θέμα για σήμερα. Τι στο διάολο να γράψεις και για τι να μιλήσεις, που όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, ενώ εσύ προσπαθείς να την παλέψεις με ένα τελευταίο 50ευρω, έχοντας να συντηρήσεις τρία σπίτια;
Ναι, σωστά, θα μου πείτε, απόψε έχουμε την αγωνία του Τραμπ και της Τρουμπ, που σίγουρα, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα της Αμερικής, θα επηρεάσει ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτή όμως δεν είναι δική μου δουλειά. Αυτή είναι δουλειά των ειδικών. Εμένα πείτε μου, πώς θα γίνει να πολλαπλασιαστεί αυτό το τελευταίο 50ευρω, για να πληρώσω τους τρεις λογαριασμούς της ΔΕΗ. Αυτό θέλω να μου πει, ο Τραμπ, η Τρουμπ, ο Αλέξης, ο Κυριάκος, η Άνγκελα – άραγε γιόρταζε αυτή σήμερα ή κάποια άλλη μέρα, όπως και η φίλη μου η Αγγελική; – ο Λεβέντης, η Φώφη, ο Κίτσος, ο Μήτσος και ο όποιος άλλος. Υπάρχει κάποιος, που να μπορεί να απαντήσει σ’ αυτήν την ερώτηση; Πώς το ένα 50άρικο θα γίνει τρία, για να πληρώσω τους τρεις λογαριασμούς της ΔΕΗ; Μάλλον όχι. Ε, λοιπόν, βαρέθηκα κι εγώ τα ίδια και τα ίδια και δεν είχα θέμα για σήμερα, ώσπου…
…ώσπου, το θεϊκό φέισμπουκ μου έστειλε δυο περσινές υπενθυμίσεις: Η πρώτη, ένα καταπληκτικό άρθρο του 2012, με τίτλο «Μου διώχνετε τους φίλους μου… Εγώ θα μείνω» και η δεύτερη, το πρώτο δικό μου άρθρο, εδώ, στο apopseis.gr, με τίτλο «Η μοναξιά του σχοινοβάτη». Λοιπόν, τα περισσότερα πράγματα σ’ αυτήν τη ζωή είναι συγκυριακά. Έχω πει πολλές φορές ότι έγραφα μια ζωή, σε όλη μου τη ζωή, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τα συρτάρια μου, από μαθήτρια, ήταν πάντα παραγεμισμένα με χρωματιστά τετράδια γεμάτα σημειώσεις. Το δωμάτιό μου πάντα μύριζε ξυσμένο μολύβι. Ποτέ δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό να δημοσιοποιήσω τις σκέψεις μου. Ποτέ δεν το επεδίωξα. Ούτε κυνήγησα ποτέ την περίπτωση, να γίνω «επαγγελματίας». Πάντα έγραφα ό,τι ήθελα, όπου ήθελα κι όποτε έκανα κέφι. Ποτέ δεν είχα μπει στη λογική, του «αύριο Τετάρτη, έχω να γράψω άρθρο για εδώ ή για εκεί». Και ξαφνικά, ήρθε «Η μοναξιά του σχοινοβάτη», πέρυσι, τέτοια μέρα – των Ταξιαρχών. Κι εκεί ξεκίνησαν όλα. Έναν χρόνο apopseis, κάθε Τετάρτη – για μένα Τρίτη βράδυ – με ένα θέμα που συνήθως είναι γραμμένο στο κεφάλι μου, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που έχει προηγηθεί. Αυτή είναι η ευχάριστη πλευρά του απρόοπτου, που απλά… προέκυψε, χωρίς βία και κυνηγητό.
Το δυσάρεστο είναι, ότι εδώ και πολλά χρόνια – και κυρίως τον τελευταίο, μιας και μιλάμε για την πρόσφατη ιδιότητά μου ως ερασιτέχνη, όμως με συνέπεια και επαγγελματισμό, αρθρογράφου – τίποτα δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Η γράφουσα, όπως και ο περισσότερος κόσμος, συνεχίζει να σχοινοβατεί σε μια Ελλάδα που καθημερινά παραπαίει όλο και περισσότερο. Συνεχίζει να ισορροπεί «ανάμεσα στο κράτος και το παρακράτος, στο ιδιωτικό και το δημόσιο, στην παιδεία και την παραπαιδεία, στη δικαιοσύνη και την ανομία, στην τιμωρία και την ατιμωρησία, στην πληροφόρηση και την παραπληροφόρηση». Συνεχίζει να αιωρείται ανάμεσα στο λάιφ στάυλ της τηλεοπτικής «ζωής» και στα συσσίτια των απόρων, ανάμεσα στα ανακαινισμένα νεοκλασικά των τραπεζών και στα χαρτόκουτα των αστέγων. Συνεχίζει να παρατηρεί, από εκεί ψηλά, από το τεντωμένο σχοινί της ριψοκίνδυνης ισορροπίας της, «αυτούς που έφυγαν, αυτούς που φεύγουν, αυτούς που θα φύγουν» και όσους υπολογισμούς κι αν κάνει, πάντα στο τέλος της περισσεύουν κάποιοι – αυτοί που μένουν. Αυτοί που συρρίκνωσαν τη ζωή τους στα 300 ευρώ και ρίχνονται καθημερινά στην άνιση μάχη, που ονομάζεται επιβίωση. Αυτοί που σπουδάζουν παιδιά, μεγαλώνουν εγγόνια, πληρώνουν φάρμακα και χαρίζουν στον άστεγο και στον μετανάστη από το πλεόνασμα της ανθρωπιάς τους.
Αυτοί που μένουν. Αυτοί που έμειναν. Όπως και η γράφουσα του άλλου άρθρου, του πρώτου που ανέφερα, ότι κινητοποίησε την αποψινή μου έμπνευση. Μια ακόμα σχοινοβάτης, που αποχαιρέτησε τους φίλους της, ενώ εκείνη έμεινε. Να σώσει τι; Να σώσει κάτι. Έμεινε πίσω να αναρωτιέται «Mήπως φτάσαμε εδώ, επειδή συναινέσαμε σε αυτήν τη λάθος λογική; (του κάνω βαλίτσες και φεύγω). Κι αν εκεί που πας, γίνουν σε λίγο καιρό τα ίδια, τι θα κάνεις; Θα πας αλλού; Θα γυρνάς με μια βαλίτσα τον πλανήτη, για να βρεις πού δεν έχει κρίση, μπας και ζήσεις; Μια ζωή φευγάτος; Μπας κι δω φευγάτος ήσουνα;»
«Εγώ θα μείνω», καταλήγει. Κι εγώ θα μείνω, κοπελιά! Θα συνεχίσω να ισορροπώ στο τεντωμένο μου σχοινί, χορεύοντας ξυπόλυτη στον τρελό ρυθμό της παγκοσμιοποίησης, σιγοτραγουδώντας μέσα μου το τραγούδι της εθνικής και της προσωπικής μου μοναξιάς. Αλλά θα μείνω! Στην τελική, ποιος μου υπογράφει ότι είναι καλύτεροι ο Τραμπ και η Τρουμπ, από τον Αλέξη και τον Κυριάκο; Ποιος μου υπογράφει, πως όπου κι αν πάω, δεν θα γίνουν κι εκεί τα ίδια;
Κι εσύ, μήπως να κάνεις βαλίτσες και να γυρίσεις πίσω;…
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!