Έχω παρακολουθήσει από κοντά την εκπαίδευση των παιδιών μου, από την προσχολική τους ακόμα ηλικία. Μαζί ζωγραφίζαμε και μαζί φτιάχναμε καλαθάκια και καραβάκια, πεσμένοι στα τέσσερα, στη μοκέτα του δωματίου τους. Έχοντας επιλέξει έναν πολύ καλό παιδικό σταθμό – Νηπιαγωγείο – τρεις μήνες γύρναγα όλο το Παλαιό Φάληρο και τα περίχωρα, μέχρι να καταλήξω σε ιδιωτικό τελικά, αφού στον «τόσο εξαιρετικό δημόσιο» της περιοχής μια μουλάρα «παιδαγωγός» με πρόσβαλε απίστευτα, επειδή η ούτε δύο ετών τότε κόρη μου δεν είχε βγάλει ακόμα το pamper! – έχοντας κάνει λοιπόν εξονυχιστική έρευνα, το Δημοτικό ξεκίνησε ομαλά, ομαλότατα, μετά από μια καταπληκτική πολυεπίπεδη προετοιμασία που είχε γίνει κατά το προνηπιακό και νηπιακό στάδιο. Όχι να το παινευτώ – γιατί στον μεγαλύτερο βαθμό οφειλόταν στο σχολείο και τότε εγώ απλώς συνεργαζόμουν και υποβοηθούσα – όταν πήγαν τα καμάρια μου στο Δημοτικό, γνώριζαν μέχρι και τις κωμωδίες του Αριστοφάνη απ’έξω κι ανακατωτά, σε διασκευή για παιδιά βεβαίως. Τις γνώριζαν όμως! Φυσικά, ό,τι πληρώνεις, παίρνεις!…
Η επιλογή του Δημοτικού υπήρξε αποτέλεσμα μιας ακόμα φοβερής έρευνας από σχολείο σε σχολείο, αρχικά μεταξύ δημοσίων και στη συνέχεια διαφόρων ιδιωτικών. Ως προς το δημόσιο, που ήταν πρώτο στην προτίμησή μου και θα εξηγήσω παρακάτω πώς και γιατί, στάθηκε αδύνατο να βρω σχολείο με φύλαξη. Εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα εγώ, με τις Α’ και Β’ Δημοτικού να σχολάνε το πολύ στις 12:30, αφού δεν κατάφερα να βρω δημόσιο σχολείο με φύλαξη, κατέφυγα και πάλι στη λύση του ιδιωτικού. Εκεί άρχισε ένας νέος τεράστιος αγώνας, διότι στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήμουν απολύτως αρνητική με αυτήν την επιλογή. Ήθελα τα παιδιά μου να πάνε στο δημόσιο, όπως είχα πάει κι εγώ κι όπως πρέπει να πηγαίνουν όλα τα παιδιά του κόσμου. Στην επαρχία δε, όπου μεγάλωσα, ήταν και λίγο… υποτιμητικό να πηγαίνεις στο ιδιωτικό, γιατί η ιδιωτική εκπαίδευση ήταν συνυφασμένη με την έννοια του «πληρώνει ο μπαμπάς σου για να περνάς τις τάξεις». Τώρα αυτό υπερβολικό, αλλά εγώ έτσι το είχα στο κεφάλι μου και δεν ήθελα τα παιδιά μου να πάνε σε ιδιωτικό σχολείο.
Καθώς όμως έτσι το έφερε η ανάγκη, επιδόθηκα σε μια ακόμα τρελή έρευνα, παίρνοντας σβάρνα όλα τα γνωστά ιδιωτικά Δημοτικά, κάνοντας συναντήσεις με τους υπεύθυνους και αναλύοντας μαζί τους λεπτομερώς τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα και συστήματα. Τα περισσότερα σχολεία απορρίπτονταν το ένα μετά το άλλο, με κριτήριο – θα γελάσετε τώρα – τις κτιριακές τους εγκαταστάσεις! Όσο καλύτερες ήταν οι εγκαταστάσεις τους, όσο περισσότερα γήπεδα μπάσκετ, τένις και γκαζόν είχαν, τόσο πιο μάπα ήταν το πρόγραμμά τους! Τελευταίο επισκέφθηκα το σχολείο που τελικά επέλεξα και που τελείωσαν τα παιδιά μου. Ένα μικρό, συνοικιακό ιδιωτικό, χωρίς πομπώδεις εγκαταστάσεις – αντιθέτως, μάλλον φειδωλές – που κατά συνέπεια δεν δικαιολογούσαν και υπέρογκα δίδακτρα και με ένα φυσιολογικό ανθρώπινο πρόγραμμα. Ώπα! Εδώ είμαστε, σκέφτηκα. Σχολείο μικρό, συμμαζεμένο, οικογενειακό, που τα παιδιά δεν ξεπερνούσαν τα 300 στο σύνολο όλων των τάξεων, από την Α’ μέχρι τη ΣΤ’. Δούλεψε λίγο και η διαίσθησή μου και όλα καλά. Εκεί τα παιδιά μου έμαθαν πραγματικά γράμματα και κοινωνική συμπεριφορά! Θα έχω να το λέω σε όλη μου τη ζωή, το ίδιο και εκείνα. Α! Αυτό που παρέλειψα να σας πω, εκτός από την έρευνα, τη διαίσθηση κλπ., ως βίωμα επίσης της επαρχιακής μου κουλτούρας, ανέκαθεν μου άρεσαν τα μικρά μέρη. Σχολεία, φροντιστήρια, μαγαζιά, μπαράκια, καφενεία, ταβερνεία, ακόμα και σήμερα, τα προτιμώ μικρά και συμμαζεμένα. Για παράδειγμα, δεν με ενοχλεί καθόλου αυτό που ονομάζουμε «στέκι», ούτε ψάχνομαι συνεχώς για νέες εναλλακτικές. Μου αρέσει να συχνάζω στο ίδιο καφέ και να μοιράζομαι καλημέρες και χαμόγελα με τον ιδιοκτήτη του! Το ίδιο ισχύει και με το μικρό συνοικιακό μπαράκι, το κουτουκάκι της γειτονιάς, το μαγαζί που ψωνίζω ρούχα κλπ. Έτσι, η αίσθηση που απέπνεε το συγκεκριμένο Δημοτικό, αυτό το μικρό οικογενειακό σχολείο, ήταν ακριβώς στα μέτρα μου. Όταν αυτό συμπληρώθηκε και με την ποιότητα του εκπαιδευτικού μέρους, η επιλογή θεωρήθηκε απολύτως επιτυχημένη.
Παρόλα αυτά, ακόμα και εκεί χρειάστηκε να συμμετάσχω σε κάποιο βαθμό. Είναι εκείνα τα ψιλά γράμματα, που τελικά δεν περιμένεις από κανέναν άλλο να τα πιάσει στον αέρα και να ασχοληθεί μαζί τους, όσο καλό κι αν είναι το σχολείο. Για να καταλάβετε τι θέλω να πω, ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα ήταν, όταν στην Γ’ Δημοτικού μπήκαν στη ζωή μας τα λεγόμενα «γνωστικά μαθήματα». Αναφέρομαι σε Ιστορία, Θρησκευτικά κλπ., που κατά το σύστημα του Υπουργείου – και όχι του σχολείου – χρειάζονταν αποστήθιση! Πανικός! Συναντήσεις επί συναντήσεων όλοι οι γονείς, για να βρεθεί ένας πιο απλουστευμένος τρόπος εκμάθησης των συγκεκριμένων μαθημάτων, από τον οποίο οι… δόλιοι οι εκπαιδευτικοί… απαγορευόταν να παρεκκλίνουν! Τα δε κακόμοιρα παιδάκια είχαν ήδη αρχίσει να εισέρχονται στον υπέροχο κόσμο της παπαγαλίας, που έμελε στη συνέχεια να αυξάνεται σταδιακά όλο και περισσότερο, με αποκορύφωμα τις… πανελλαδικές – θα φτάσω και εκεί. Εκεί λοιπόν που όλοι οι γονείς είχαν πρόβλημα με την αποστήθιση, το δικό μου το καμάρι μάθαινε τα πάντα αυτολεξεί με μία, άντε το πολύ δύο αναγνώσεις. Ώπα! Νέος προβληματισμός. Μήπως έχουμε ικανότητα στην αποστήθιση και πρόβλημα στην κατανόηση; Μπήκε λοιπόν η Λίλιαν με τα μπούνια και άρχισε να δουλεύει το αντίστροφο σύστημα, εκείνο που «απαγορευόταν» από το Υπουργείο. Ερωτήσεις. Πολλές ερωτήσεις. Κατανόησης, ανακατεμένες, από την αρχή προς το τέλος κι από το τέλος προς την αρχή. Το τρέλανα το παιδάκι, μέχρι που βεβαιώθηκα, ότι με την ίδια ακριβώς ικανότητα που αποστήθιζε, με την ίδια ακριβώς κατανοούσε. Ρώτα την κόρη μου, να σου πει τώρα για τον «τροφοσυλλέκτη άνθρωπο» από την Ιστορία της Γ’ Δημοτικού, να μην πιστεύεις στ’ αυτιά σου! Δεν της βγήκε σε κακό. Στις πανελλαδικές, υπολογίζοντας τα μόρια μόνη της πριν ακόμα ανακοινωθούν οι βαθμοί, είχε πέσει έξω κατά 3 μόνο μονάδες! Κουφάθηκαν οι Καθηγητές! Κάπως έτσι και με τον «μικρό». Νέος αγώνας, φτου κι απ’ την αρχή όταν ήρθε η σειρά του, καθότι και μάνα υποψιασμένη στο δεύτερο παιδί!…
Όταν έφτασε η ώρα του Γυμνασίου, για πολλούς λόγους ένας εξ αυτών και ο οικονομικός, ξεκίνησα εκ νέου έρευνα για τον εντοπισμό ενός καλού δημοσίου Γυμνασίου, με συνέχεια φυσικά στο Λύκειο. Τα Πρότυπα ήταν στην πρώτη προτεραιότητα. Άντε πάλι τρέξιμο από την αρχή, να ψάχνω το ένα και το άλλο. Όλα καλά, αλλά το γεγονός ότι για να μπει ένα παιδί σε Πρότυπο Γυμνάσιο, έπρεπε να μπει σε… κλήρωση, πραγματικά με είχε ξεπεράσει! Τι σκ@τά Πρότυπο, αν δεν εισαχθείς με κάποια διαδικασία εξετάσεων; Και ναι, δεν φοβόμουν τις εξετάσεις! Τα παιδιά μου είχαν γερές βάσεις και μπορούσαν να ανταποκριθούν! Κι αν δεν τα κατάφερναν, δεν θα είχε πέσει και η ζάχαρη στο νερό! Πάντως, περισσότερες πιθανότητες είχαν να επιτύχουν με εισαγωγικές εξετάσεις, παρά να σταθούν τυχερά στην κλήρωση! Ωστόσο, τι είχαμε, τι χάσαμε, μπήκαμε στη διαδικασία και ω, της κ@λοφαρδίας – σύστημα του Υπουργείου η κ@λοφαρδία, συγγνώμη η κλήρωση – τα παιδιά μου τελείωσαν Πρότυπο Γυμνάσιο! Τώρα αυτό το λες επιτυχία; Δεν ξέρω. Πάντως το μικρότερο, μοριοδοτήθηκε κατά την εισαγωγή από την αδερφή του, που ήδη φοιτούσε εκεί. Βέεεεεεβαια! Είχαμε και μπόνους!…
Και εκεί που μετά από τον «Τροχό της Τύχης» όλα είχαν μπει σε μια ροή, το Υπουργείο ξαφνικά αποφάσισε να αλλάξει το σύστημα και να προσθέσει – μόνο για τα Πρότυπα – εισαγωγικές εξετάσεις από το Γυμνάσιο προς το Λύκειο, τη χρονιά που ο γιος μου τελείωνε τη Γ’ Γυμνασίου. Μάλιστα, σωστά καταλάβατε! Στα παιδιά που είχαν αρχικά εισαχθεί με κλήρωση! Η κόρη μου στο μεταξύ τελείωνε το Πρότυπο Λύκειο. Αυτή, την είχε σκαπουλάρει από το… αιφνίδιο! Άντε πάλι απ’ την αρχή να ψάχνεις για εναλλακτική, πάνω σε μια ηλικιακή φάση ενός αγοριού στα 15!.. Με τα πολλά, βρέθηκε πάλι καινούριο σχολείο και εκεί, ομολογουμένως, άφησα το δικό του ένστικτο να υπερισχύσει στην τελική επιλογή και ορθώς έπραξα!
Και κύλησαν τα χρόνια. Γ’ Λυκείου φέτος, μια σχολική χρονιά κυριολεκτικά πεταμένη στα σκουπίδια, με την προσοχή εστιασμένη στο γνωστό σύστημα παπαγαλίας των πανελλαδικών και τα μαθήματα γενικής παιδείας – που ακόμα δεν έχω καταλάβει για ποιον λόγο διδάσκονται στη Γ’ Λυκείου – κυριολεκτικά φτυσμένα μέχρι το κόκκαλο. Στη θετική κατεύθυνση ο γιος μου, με ΔΥΟ βιβλία Ιστορίας γενικής παιδείας! Μόλις τρία χρόνια πριν, η κόρη μου, αν και της θεωρητικής κατεύθυνσης, είχε μόνο ΈΝΑ! Ωστόσο, διδασκόταν… Βιολογία!!! Εκπαιδευμένη κι εγώ, απηυδισμένη και αηδιασμένη, του λέω τις προάλλες: «Φέρε μου στο γραφείο μου βιβλία λογοτεχνικών κειμένων, Ιστορίας κλπ. και φρόντισε μόνο να σημειώνεις τι πρέπει να κάνεις. Θα σου φτιάχνω εγώ τις εργασίες. Εσύ θα τις παίρνεις μια ανάγνωση – τόση του χρειάζεται – και απλώς θα παίρνεις τον βαθμό. Τέλος με δαύτους! Λίγοι μήνες έμειναν. Θα την περάσουμε κι αυτήν τη γ@μοχρονιά!».
Βλάκες! Ε, βλάκες κι εσείς και τα συστήματά σας!…
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!