Πλημμύρισε το υπόγειο.
Γέμισε κουρασμένα νερά,
ξαποσταμένα.
Τώρα ποιός κουβάς
και πόσος κόπος για απάντληση..
Βλέπεις καμία πυροσβεστική
δεν ανταποκρίθηκε στις
απεγνωσμένες κλήσεις
και η αντλία
–αυτή που θα τα ξεφορτωνόταν-
βγήκε ελαττωματική.
Έμεινε το απελπισμένο βλέμμα
του υπόγειου,
η ενοχή που το μούσκευε, η ξενομπάτισα,
τη μόνιμη που συντρόφευε.
Έμειναν οι αντοχές του κουβά,
του σκουριασμένου απ’ την πολυκαιρία,
που επέπλεε στα νερά,
τα παλιά και τα καινούρια.
Και η μυρωδιά…
Το υπόγειο … μύριζε τις ενοχές του.