Πόσο ευλύγιστη η λέξη που έμοιαζε να χώνεται παντού,
σε κάθε στενή χαραμάδα του νου που τη σκέφτεται,
του νου που τη χάνει.
Πόσο μακρινή η λέξη που καμώνεται πως τη ξέρει,
εκεί που για μιά στιγμή τη στρίμωξε, σ’ ένα ανεπαίσθητο κλάσμα κατανόησης.
Σε αγαπώ, χωρίς ανάλυση,
παραμένοντας πίσω από βαρείς τόμους ανολοκλήρωτων λεξικών…
απροετοίματος για βεβαιότητες λέξεων που σαν τις βλέπω
…απομακρύνονται,
που τις αισθάνομαι,
τα μακριά τους χέρια,
που κρατούν τις αμφιβολίες
των όσων…
που συναπαντήθηκαν.
Λέξεις παγωμένα σήμαντρα.
Αποφάσιζα να τις ξεπαγώσω και ακούγονταν αγνώριστες,
κάθε φορά αγνώριστες…
Τις λίγες που θυμήθηκα … μου είπαν πως τις μπερδεύω με άλλες και
χαμογέλασαν και
μου είπαν πως αυτό άλλωστε είναι κάτι συνηθισμένο.
Πόσο ευλύγιστη η λέξη που δε στεριώνει σε κανένα χέρι, συνηθισμένο άδειο χέρι.
Σ’ αγαπώ από κάποια θεία πρόβλεψη.
Να βρεθούμε να τα πούμε.
Φαντάζομαι τις ίδιες ανακατωσούρες θα έχεις και συ με μένα.
Ένα λαβύρινθο στη φαιά ουσία σου.
Στέκεις από συνήθεια σε θέση ορθή.
Για περισσότερα ποιήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ!