…Κάθε μπάλα και η ιστορία ενός άστεγου συμπολίτη μας. Κάποτε, είχε μια δουλειά, ένα σπίτι, μια γυναίκα. Με την κρίση, έχασε τη δουλειά του και στη συνέχεια, όλα τα υπόλοιπα. Για καμιά διετία έτρωγε τα έτοιμα, περιμένοντας πως η κατάσταση θα βελτιωθεί. Η κατάσταση όμως χειροτέρεψε και τα έτοιμα τελείωσαν. Και άραγε, πόσα να ήταν αυτά τα έτοιμα ενός μισθωτού; Και όταν πια τελείωσαν, του τελείωσε και το σπίτι. Και όταν του τελείωσε το σπίτι, του τελείωσε και η γυναίκα. Και μετά ήρθε ο δρόμος, το συσσίτιο, η μοναξιά, η λήθη του παρελθόντος…
…Κάθε άγγελος και η ιστορία ενός μικρού παιδιού, που λιποθύμησε στο σχολείο από την πείνα. Κάποτε η μάνα, μαζί με την αγάπη και την τρυφερότητά της, του ετοίμαζε και ένα τοστ, που του το παράχωνε μέσα στη σχολική του τσάντα, για να το φάει στο διάλειμμα. Τι αξία έχει ένα τοστ; Δυο φέτες ψωμί, μια φέτα τυρί κι άλλη μια ζαμπόν. Κι όμως, τα τελευταία χρόνια έγινε είδος πολυτελείας! Και τι να του δώσει τώρα για το σχολείο; Ρύζι, μακαρόνια ή όσπρια, από εκείνα που μοιράζουν στο κοινωνικό παντοπωλείο της γειτονιάς τους ή που συγκεντρώνουν οι διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις; Τι να του δώσει; Αλεύρι ή ζάχαρη; Τι; Κι έτσι, η αξία του τοστ έγινε μεγαλύτερη από την αξία της ζωής του κάθε πεινασμένου πιτσιρικά, μεγαλύτερη κι από τις ενοχές της μάνας, που δεν έχει να δώσει τίποτα πέρα από την αγάπη της…
…Κάθε κρυστάλλινο δάκρυ και η ιστορία ενός πρόσφυγα. Κάποτε, είχε μια πατρίδα, μια περιουσία, μια ομαλή καθημερινότητα. Μεγάλη πολυτέλεια και γι αυτόν το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ζωή. Μοναδική του επιλογή η φυγή. Μια ταρίφα χιλιάρικα το κεφάλι και στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Κι αν η βάρκα βουλιάξει, το πέλαγος θα καταπιεί και την ελπίδα. Κι αν δεν βουλιάξει και πιάσει καμιά στεριά, η ελπίδα θα συνεχιστεί για λίγο. Για πόσο; Μέχρι τα επόμενα σύνορα, που μπορεί να τα βρει ανοιχτά, μπορεί όμως και κλειστά. Κι αν τα βρει κλειστά, μετά τι;…
…Κάθε αστέρι και η ιστορία ενός φίλου που χρειάστηκε να μεταναστεύσει, για να επιβιώσει η οικογένειά του. Κάποτε, είχε μια κανονική ζωή στην πόλη του. Είχε τη δουλειά του και τους φίλους του. Τις Παρασκευές τα βράδια μαζεύονταν σε κανένα ταβερνάκι ή σε κανένα μπαράκι και έλεγαν τα δικά τους, με ρετσινούλα ή ποτό και καλή μουσική. Θα πειράζονταν μεταξύ τους για τις ποδοσφαιρικές ομάδες και θα κουτσομπόλευαν με αφορμή κάποια νόστιμη μικρούλα που θα πέρναγε από μπροστά τους. Και μετά, θα ξαναγύρναγαν στα σπίτια τους και στις γυναίκες τους. Τώρα ο φίλος έχασε τη δουλειά του. Το πάλεψε όσο άντεξε και μετά δεν άντεξε άλλο. Η κατρακύλα του σπιτιού του πλησίαζε απειλητικά. Και δεν ήταν μόνος. Είχε ευθύνες. Είχε να νοιαστεί γυναίκα και παιδί. Αναζήτησε δουλειά σε άλλη χώρα, τα μάζεψε κι έφυγε…
…Κάθε χρωματιστό γυαλάκι και η ιστορία ενός γέροντα. Έφαγε τη ζωή του δουλεύοντας, για να βγει κάποτε στη σύνταξη και να μπορεί να απολαύσει τα εγγόνια του.. να τα βλέπει να μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα, γιατί δεν χάρηκε τις αντίστοιχες στιγμές των γονιών τους, των δικών του παιδιών.. να φεύγουν οι γονείς στις δουλειές τους και τότε, ο παππούς και η γιαγιά να ανοίγουν το ντουλάπι και να βγάζουν από μέσα σοκολάτες και μπισκότα για τα μικρά, κρυφά από τη μάνα και τον πατέρα τους. Μικρές τρυφερές συνωμοσίες με εκείνη τη σοκολάτα που η αξία της ήταν τόσο μεγάλη, όσο και οι κόποι της δουλειάς μιας ολόκληρης ζωής. Και τώρα ο παππούς με δυσκολία καταφέρνει να αγοράσει πια τα φάρμακά του κι αδυνατεί να κάνει το αυτονόητο…
…Κάθε γιρλάντα και μια σκοτούρα.. απλήρωτοι φόροι και λογαριασμοί, το σούπερ μάρκετ, το συνεργείο του αυτοκινήτου, δυο μηνών κοινόχρηστα που έμειναν πίσω, το φροντιστήριο του παιδιού, το ρούχο και το παπούτσι του άλλου παιδιού, η μπαταρία του υπολογιστή, η αποχέτευση του νεροχύτη, η κουρτίνα που κρέμασε – μα πώς γίνεται και χαλάνε όλα ταυτόχρονα; Κι αυτή η γιρλάντα πόσα μέτρα είναι και δεν έχει τελειωμό;…
…Κάθε στεφάνι και μια ακόμα αόρατη θηλιά. Άνθρωποι άγνωστοι, που θα ήθελες να τους βοηθήσεις.. Άνθρωποι αγαπημένοι, γνωστοί σου, φίλοι σου, δικοί σου άνθρωποι.. Πόσο θα ‘θελες να κάνεις μια χειρονομία αγάπης!.. Να τα μετράς από δω, να τα υπολογίζεις από κει και να μην φτάνουν ούτε για τα απολύτως απαραίτητα.. Να πάρει η ευχή, τόσες πολλές σκέψεις και οι κούτες δεν λένε ακόμα να αδειάσουν.. Δεν αντέχεις άλλο για σήμερα! Παράτα τα! Αύριο τα υπόλοιπα..
Και επιτέλους, φτάνει πια η μέρα που κοντεύεις.. Σου έχουν μείνει μόνο τα φωτάκια για τις γλάστρες στη βεράντα. Α, όχι, αυτά δεν θα μπουν ούτε και φέτος! Ούτε και το έλατο στον κήπο της πολυκατοικίας θα στολιστεί! Το αγοράσατε μια σταλιά μικρό, μέσα σε μια γλάστρα, κάποια Πρωτομαγιά που τα παιδιά ήταν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Ψήλωναν τα παιδιά και ψήλωνε κι αυτό μαζί τους, ώσπου δεν χώραγε πια στη βεράντα και το μεταφυτέψατε στον κήπο. Το έβλεπες να μεγαλώνει μαζί με τα παιδιά και το καμάρωνες όπως κι εκείνα. Και όταν ψήλωσε αρκετά, αποφασίσατε να το στολίζετε τα Χριστούγεννα. Ήταν το καμάρι της πολυκατοικίας! Τα τελευταία χρόνια όμως όχι, δεν το στολίζετε πια! Τίποτα δεν ειπώθηκε. Καμιά διαφορετική απόφαση δεν πάρθηκε. Έτσι, σαν μια μυστική σιωπηρή συμφωνία, απλά σταματήσατε κάποια χρονιά, να το στολίζετε. Μα ναι.. είναι κοινό μυστικό εδώ και χρόνια.. τόσο μεγάλη η δυστυχία εκεί έξω.. έξω απ’ τους τοίχους του κάθε σπιτιού και πώς να σου κάνει καρδιά, να στολίσεις τις βεράντες και τους κήπους…