γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Το αυτόφωρο έχει συνδεθεί, στην νεοελληνική πολιτική ιστορία, με διώξεις της δημοκρατίας και περιορισμούς της ελευθερίας. Οι πράξεις περιστολής της δημοκρατικής τάξης ξεκινούν, πάντα, από τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου. Υπόσταση στην δίωξη του τύπου δεν έδωσαν, απλώς, τα «εγκλήματα δια του τύπου συντελούμενα» αλλά η επέκταση της αυτόφωρης διαδικασίας στις παραβάσεις αυτές. Ενώ, όμως, έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά για την απαράδεκτη επέκταση της διαδικασίας αυτής, εξακολουθεί να παραμένει σε ισχύ. Η κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα αντιμετωπίσει το θέμα στην επόμενη αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα, με τη «μέγιστη δυνατή συναίνεση» (η οποία όμως, υπάρχει). Είναι, απλώς, ένας άλλος τρόπος για να δηλώσει ότι θέλει να διατηρηθεί το απαράδεκτο καθεστώς του αυτοφώρου. Ο λόγος είναι ότι επιδιώκει να δημιουργήσει κλίμα φόβου σε όσους θέλουν να εκφραστούν, ελεύθερα, κατά της κυβερνητικής πολιτικής.
Θα μπορούσε, κανείς, να αντιτείνει ότι το Σύνταγμα και ο νομικός μας πολιτισμός δεν επιτρέπουν την άσκηση της αυτόφωρης διαδικασίας στα λεγόμενα «εγκλήματα τύπου». Πλην, όμως, οι εξαιρέσεις που έχουν αρχίσει να γίνονται συχνότερες αμφισβητούν, έργοις, την δυνατότητα του θεσμικού μας οικοδομήματος να ανασχέσει τον αυταρχισμό της κυβέρνησης.
Έχω, όμως, την εντύπωση ότι η σύλληψη των δημοσιογράφων του «Φιλελεύθερου» δεν είναι μια πράξη εκφοβισμού η προσωπικής, έστω, αντιπαράθεσης ενός υπουργού με τα στελέχη μιας εφημερίδας. Πρόκειται για μια σχεδιασμένη κλιμάκωση των επιθέσεων του εθνολαϊκιστικού μετώπου εναντίον των δημοκρατών και μετριοπαθών πολιτών και των κομμάτων που τους εκπροσωπούν. Πάντοτε η αστική αντίληψη και συμπεριφορά εκλαμβανόταν από τους διώκτες της ως αδυναμία.
Πλην όμως, η μεταπολίτευση, παρά τις εντάσεις και τα προβλήματα που έμειναν ανεπίλυτα, κατάφερε να αποτρέψει την εκτροπή από τους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποτελούν, όμως, ό,τι πιο απειλητικό για την φιλελεύθερη αστική δημοκρατία έχει εμφανιστεί κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Το σχέδιο τους για την, α λα Βαϊμάρη κατάληψη της εξουσίας μέσω της κοινοβουλευτικής οδού, δεν τελεσφόρησε, όχι, μόνον, διότι ήταν φιάσκο αλλά και διότι υποχρεώθηκαν από τους εταίρους και τους Έλληνες πολίτες σε αναδίπλωση. Έκτοτε, όπου μπορούν να εκδηλώνονται ελεύθερα, όπως είναι, επί παραδείγματι, η παιδεία, αποκαλύπτουν το αποκρουστικό πρόσωπό τους του 2015.
Η υπαναχώρησή τους το καλοκαίρι 2015 δεν σήμανε, όμως, την ουσιαστική αλλαγή πολιτικής. Σήμερα, με τις διώξεις εναντίον των δημοσιογράφων, αναπτύσσουν, εκ νέου, την πολιτική που ομνύουν, επιχειρώντας την, παντί τρόπω, παραμονή τους στην εξουσία. Υπό την έννοια αυτή αποτελούν μια μόνιμη και σταθερή απειλή για την φιλελεύθερη δημοκρατία μας. Και, μεταφορικώς μιλώντας, εάν έπρεπε να εφαρμοστεί το αυτόφωρο, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποτελούν το τέλειο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού αυτό το οποίο κάνουν είναι «εν τω πράττεσθαι έγκλημα» δηλαδή, γίνεται αντιληπτό κατά τη στιγμή που συμβαίνει και, μάλιστα, ο δράστης είναι ενώπιον μας αμετανόητος και ανερυθρίαστος.