ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Εν-υλικιώθηκα
(την ηλικία της ύλης μου)
Τη στιγμή του χρόνου μου.
Στη στάση του, για …χάρη μου.
Θα ταξίδευα,
επιβάτης α-πλήρωτος.
Έως την αποβίβασή μου.
Στο μικρό βαγόνι,
στη συγκατοίκηση μαζί του,
θα έβανα τα δυνατά μου.
Να δειχτώ άξιος ταξιδευτής.
Ντύθηκα το σώμα μου.
Ανασφαλής κι αδύναμος,
του έκανα νεύμα, και
ο χρόνος κίνησε να μετρά.
Έπιασα δουλειά αμέσως.