Πρόσεχα
Μη σκοντάψω στο κενό που νόμιζα, που πάντα με διέψευδε
και είχα τα μάτια μου ανοιχτά και τα αυτιά τεντωμένα.
Υπέροχα σίγουρος πως κάτι υπάρχει, που δε βλέπω και δεν ακούω.
Προχωρούσα
Με βλέμμα προσηλωμένο στην ακτίνα των ματιών μου,
στα συνεπή που περίμεναν στο διεσταλμενο μου “τώρα”.
Προχωρούσα
και τέντωνα τα αυτιά μου, για τους ασυνήθεις θορύβους τους,
τις θριαμβικές παράτες των κόσμων τους.
Έτοιμος γι’ αυτό που οι άλλοι αποκαλούν «έμπνευση»
για την ελάχιστη ανατάραξη που γιγαντώνει το κύμα μέσα μου.
Προχωρούσα κι ένα νημάτιο,
αόρατο στο φως τής στιγμής, παρασύρθηκε από το μέτωπο μου.
Ο ιστός μιάς αράχνης κατέλυσε το κενό, που κενό δεν ήταν.
Στα δίχτα του νου μου σπαρτάρισε το πρώτο αλίευμα.