Guest

Έλληνες και Ελλάδα

Σήμερα 3750 πλοία, που κινούνται σ’ όλον τον κόσμο, ανήκουν σε Έλληνες πλοιοκτήτες. Ενώ η εντός των συνόρων οικονομία μας αντιστοιχεί μόνο στο 0,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ένα στα τέσσερα καράβια μεταφοράς ξηρού φορτίου (bulkcarrier) ανήκει σε Έλληνες. Επίσης, ένα στα πέντε τάνκερ παγκοσμίως είναι υπό τον έλεγχο ελληνικών συμφερόντων. Ενώ ένας Έλληνας στους τέσσερις είναι άνεργος κι’ ένας στους τρεις βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, η ποντοπόρος ναυτιλία ανθεί. Ο στόλος ελληνικών συμφερόντων υπολογίζεται ότι έχει αξία 106 δις. δολαρίων, αναλογεί στο 7% της οικονομίας μας και απασχολεί 192.000 άτομα.

Τα τελευταία χρόνια ο στόλος των Ελλήνων εφοπλιστών έχει αισθητά ανανεωθεί. Ο μέσος όρος ηλικίας των πλοίων υπό ελληνική σημαία έχει κατέβει στα 9,9 έτη, ενώ για τον παγκόσμιο στόλο ο αντίστοιχος αριθμός είναι 12,4 έτη. Το ίδιο αυξάνεται ραγδαία ο αριθμός των πλοίων που υπακούουν στις νέες προδιαγραφές για την ασφαλή μεταφορά αργού πετρελαίου και τον περιορισμό των κινδύνων για το θαλάσσιο περιβάλλον σε περίπτωση ναυαγίου. Πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας μεταφέρουν το 60% του αργού πετρελαίου, που καταναλώνει η Κίνα και το 50% των συνεχώς αυξανόμενων εξαγωγών της τεράστιας αυτής χώρας προς τον υπόλοιπο κόσμο. Η ελληνική σημαία είναι μακράν η πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός, εξάλλου, είναι και ο μόνος τομέας όπου πρωτοπορούμε.

Με αυτά τα δεδομένα, χρόνια τώρα, οι σχέσεις του Ελληνικού Κράτους με την ελληνική ναυτιλία και ιδιαίτερα με το ποντοπόρο, μεγαλύτερης στρατηγικής σημασίας και παραγωγικότητας τμήμα της είναι από κακές έως άθλιες. Δεν θέλω τώρα να μπω σε λεπτομέρειες, όπου ενδεχόμενα άλλοι μπορεί να είναι πολύ περισσότερο ενημερωμένοι.

Αναρωτιέμαι όμως, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές περιστάσεις, με μια κυβέρνηση, που μας σερβίρει τα πιο αλλόκοτα παραμύθια για μελλοντικές χρηματοδοτήσεις, πότε από τις ΗΠΑ, πότε από την Κίνα, πότε από τις χώρες, που ενδεχόμενα συγκροτήσουν κάποτε την ενιαία τράπεζα των BRICS, υπάρχει δίπλα μας αυτή η κολοσσιαία δεξαμενή ρευστότητας και δεν γίνεται καμία προσπάθεια να αξιοποιηθεί. Αν το πρόβλημα είναι ο αριθμός όσων θα απασχοληθούν σε ελληνόκτητα πλοία, πέρα από τις δεσμεύσεις, που οι εφοπλιστές είναι έτοιμοι να αναλάβουν, τότε ας τους προσλάβουμε σε μια θέση κομματικού αργόμισθου, όπως τις καθαρίστριες με τα κόκκινα γάντια και τα περίτεχνα μανικιούρ ή τους αργόσχολους, που εισέβαλλαν στην ΕΡΤ και ας πληρώνει κάποιος, ίσως σε ένα κοινό ταμείο εφοπλιστών και κυβέρνησης, τους μισθούς τους για να μη δουλεύουν. Έτσι, εξάλλου, αφού υψώσει ελληνική σημαία, η ελληνόκτητος ναυτιλία, θα έρθει πιο κοντά στη νέα Λαϊκή μας Δημοκρατία.

Σε λίγο, όλοι θα παριστάνουμε ότι δουλεύουμε, αυτοί θα παριστάνουν ότι μας πληρώνουν και τα bitcoins του ελλαδικού σοσιαλισμού θα τα αποταμιεύουμε, αφού, ούτως ή άλλως, δεν θα υπάρχει τίποτα να αγοράσεις.



το άρθρο δημοσιεύτηκε και στο Βήμα και το pangalos.gr



Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Γεννήθηκε στην Ελευσίνα στις 17 Αυγούστου 1938. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Οικονομικά (Διδάκτωρ των Οικονομικών Επιστημών) στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού Ι (Πάνθεον Σορβόνη) με υποτροφία της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Με σημαντική δράση στο φοιτητικό κίνημα και ιδρυτικό μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη, διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στον αντιδικτατορικό αγώνα με αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια από την χούντα το 1968. Από το 1969 μέχρι το 1978 εργάσθηκε στη Σορβόνη ως Εντεταλμένος Διδάσκαλος και Ερευνητής σε θέματα οικονομικής ανάπτυξης, προγραμματισμού και χωροταξίας. Διετέλεσε επίσης Διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης του ίδιου Πανεπιστημίου. Το 1981 εκλέχθηκε για πρώτη φορά Βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, ιδιότητα την οποία κατέχει αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Διετέλεσε Υφυπουργός Εμπορίου (1982), Υφυπουργός Εξωτερικών για θέματα Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1984), Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών (1985-1989). Κατά την περίοδο 1989 μέχρι 1993 ορίστηκε Αντιπρόσωπος του Ελληνικού Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Τον Οκτώβριο 1993 ορκίστηκε και πάλι Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών. Τον Ιούλιο 1994 αναλαμβάνει Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών. Τον Ιανουάριο 1996 ορκίστηκε Υπουργός Εξωτερικών ασκώντας τα καθήκοντά του μέχρι τον Φεβρουάριο 1999. Τον Απρίλιο 2000 ορκίσθηκε Υπουργός Πολιτισμού διατηρώντας το αξίωμα έως το Νοέμβριο 2000. Διετέλεσε Επικεφαλής της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τον Ιούνιο 2003 ορίσθηκε εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ στο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής. Το Νοέμβριο του 2004 ορίσθηκε Συντονιστής της προεκλογικής εκστρατείας του ΠΑΣΟΚ. Επανεκλέχθηκε μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ και ορίσθηκε αρμόδιος του Τομέα Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Πολιτικής Καταναλωτών. Στη συνέχεια ανέλαβε την ευθύνη του Τομέα Αυτοδιοίκησης, Δημόσιας Διοίκησης και Δικαιοσύνης ενώ σήμερα προΐσταται στον νευραλγικό Τομέα Εξωτερικής Πολιτικής, Ασφάλειας και Άμυνας. Τον Σεπτέμβριο του 2006 ανέλαβε Γενικός Εισηγητής του ΠΑΣΟΚ στις διαδικασίες για την Συνταγματική Αναθεώρηση. Από το 2004 έως τις εκλογές του 2009 εκπροσώπησε την Βουλή των Ελλήνων στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στις 6 Οκτωβρίου 2009 ορκίστηκε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης. Άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι τον Μάϊο του 2012. Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων και διαφόρων βιβλίων μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα «Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά» (2001), «Εφήμεροι Προφήτες – Αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού και κοινωνικά κινήματα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» (2005), «Η Ευρώπη σε σταυροδρόμι» (2005), «Παρέμβαση στην Επικαιρότητα» (1994) και «Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα» (1988). Είναι παντρεμένος με την Χριστίνα Χριστοφάκη και πατέρας πέντε παιδιών

Έλληνες και Ελλάδα

του Θεόδωρου Πάγκαλου.

Η νέα Ελλάδα δημιουργήθηκε ως εθνική εστία ενός “Ελληνισμού”, που είχε εντελώς διαφορετικές διαστάσεις. Έξω από τα πρώτα σύνορά μας βρίσκονταν τότε όλες οι μεγάλες αστικές συγκεντρώσεις Ελλήνων: στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια, στη Θεσσαλονίκη και στα Ιωάννινα, στην Οδησσό ακόμα και στην Τεργέστη και σε πολλές μικρότερες πόλεις, οι ελληνικές συνοικίες κυριαρχούσαν στην οικονομική δραστηριότητα, στην κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη και στην πολιτιστική δημιουργία. Εκεί, όμως, που αδιατάραχτα και αδιαμφισβήτητα είχαν την πρωτοκαθεδρία οι Έλληνες, ήταν στο μεγάλο γαλάζιο. Στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο με επεκτατικές τάσεις και έξω από τα στενά του Γιβραλτάρ και του Σουέζ.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο