Στεναχωρήθηκες στη φούρια σου να δείξεις.
Κανείς δεν είδε, κανείς δε συμμερίστηκε τις σκέψεις σου,
αυτές που μούσκευαν τα έργα σου.
Πέρασαν στα ψιλά,
σαν κάποιες ανούσιες ανακοινώσεις ή
ακόμη χειρότερα σαν τιμοκατάλογος κάποιας πιτσαρίας.
Τά βαλες με τη φούρια σου
με την άδικη συμπεριφορά των ανθρώπων,
με τη μίζερη ματιά τους.
Κάποια στιγμή το δικαιολόγησες.
Στον κουρνιαχτό της ανάγκης
δεν περίσσευε τίποτα για σένα…
και η σκέψη σου λειψή,
αφού ακοινώνητη, νηστεμένη απ’ όσους γνώριζες,
να σε μποδίζει να χαρείς ακέραια.
Ο δικός σου έπαινος δε μέτραγε πια
Κι ας έλεγες και ξανάλεγες…
Ήθελες και των άλλων την καλοσύνη,
την καταδεκτική ματιά, την αγάπη,
που χωρίς αυτή θα σ’ αδικούσαν.
Συνέχιζες όμως…
δεν είχες τι άλλο να κάνεις και η αναμονή
δε σου ταίριαζε,
στη φούρια σου – εκείνη που είπαμε στην αρχή –
που έτρεχε να προφτάσει, να μοιραστεί,
δεν ταίριαζε.
Αυτή η έγνοια
ο αγώνας κι η αγωνία σου.
Να ζήσεις μέσα απ’ τα έργα σου,
που πράττουν ως συνήθως.
Αυτεξούσια.