Τρέχουν κορμιά γυμνά
Στης γης την άγρια πέτρα
Αρίζωτα όπως θέλουν
Με τον πόθο τους να βλασταίνει αχώματα.
Στην πιο μεγάλη ένταση κρατούν τα χέρια όρθια
Ψηλά, ως μέσα στα σύννεφα, τα γονεϊκά τους.
Ξαμολημένα στη γη κορμιά,
να ενηλικιωθούν στις πίκρες της.
Μα όχι τώρα, όχι ακόμα.
Άγουρο πάθος τώρα κυβερνά
Τη γη την ίδια ακόμα, που προς χάρη τους θυμάται…
Έξαψη γης.
Τα φουσκωμένα χείλη της ρουφούν τα νιάτα τους
Φωτιά τα σωθικά της
καθώς αξιώνεται τα φλογισμένα σκέλια τους
και γυρίζει και στροβιλίζεται ως εκείνα ξέστηθη
έφηβη μεθυσμένη πεινασμένη για μεστωμένη απόλαυση.
Άγουρο πάθος κινεί τη γη, την παντοτινά αστέριωτη
Έφηβη που μέθυσε τη νιότη των αγγέλων της.
Γυμνά κορμιά, στολίδια του ουρανού έκαναν στη γη απόβαση.